*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK 40061 *** ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΠΕΛΛΗÎΩΠΣΥΓΓΡΑΦΕΩΠΞΕÎΟΦΩÎΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΑÎΑΒΑΣΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Δ. ΑÎΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΠΕΛΛΗÎΩΠΣΥΓΓΡΑΦΕΩΠΞΕÎΟΦΩÎΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΑÎΑΒΑΣΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑÎΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΑΘΗÎΑΙΟΥ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΙΒΛΙΑ Î’'. — Ζ'. ΕΠΑΘΗÎΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ 1911 ΒΑΣΙΛΙΚΟΠΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΠÎΙΚΟΛΑΟΥ ΧΙΩΤΗ ΓΛΑΔΣΤΩÎΟΣ 4 ΞΕÎΟΦΩÎΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΑÎΑΒΑΣΙΣ Î’IΒΛIΟΠΠΕΜΠΤΟΠΚεφάλαιον Ï€Ïώτον Όσα μεν, λοιπόν, κατά την μετά του ΚÏÏου ανάβασιν (των ΜυÏίων) και όσα κατά την οδοιποÏίαν των, την μÎχÏι της θαλάσσης του Ευξείνου Πόντου, ÎÏ€Ïαξαν οι Έλληνες, πώς δε εις την Ελληνικήν πόλιν ΤÏαπεζοÏντα Îφθασαν και πώς, όσα εις τους θεοÏÏ‚ είχαν τάξη τάμματα επί τη σωτηÏία των, Ï€ÏοσÎφεÏαν (απÎδωκαν) εκεί όπου το Ï€Ïώτον επάτησαν εις φιλίαν χώÏαν — όλα αυτά Îγειναν γνωστά με όσα μÎχÏι τοÏδε διηγήθημεν. Μετά ταÏτα δε συνελθόντες οι Έλληνες ήÏχισαν να σκÎπτωνται πεÏί της λοιπής ποÏείας του στÏατεÏματος. Εσηκώθη δε Ï€Ïώτος ΛÎων ο ΘοÏÏιος και είπε τα εξής: «(Όσον αφοÏά μεν το τι θα Ï€Ïάξωμεν εν τω μÎλλοντι), εγώ, λοιπόν, ω άνδÏες, απηÏδησα πλÎον ετοιμάζων τας αποσκευάς μου διαÏκώς και οδοιποÏών και Ï„ÏÎχων και τα όπλα φÎÏων και κατά παÏάταξιν βαδίζων και ως φÏουÏός φυλάττων και μαχόμενος. Επιθυμώ δε Ï„ÏŽÏα, ησυχάζων απ' όλους αυτοÏÏ‚ τους κόπους, Î±Ï†Î¿Ï Îχομεν εμπÏός μας θάλασσαν, να διανÏσω πλÎων (ταξειδεÏων) το υπόλοιπον χÏονικόν διάστημα, και, ξαπλωμÎνος καθώς ο ΟδυσσεÏÏ‚ επί του πλοίου, να φθάσω εις την Ελλάδα». ΤαÏτα ακοÏσαντες οι στÏατιώται θοÏυβωδώς επεδοκίμασαν τους λόγους του. Και άλλος επίσης επÏότεινε τα ίδια και όλοι όσοι ωμίλησαν. Κατόπιν τοÏτων ηγÎÏθη ο ΧειÏίσοφος και είπε τα εξής: Είναι φίλος μου, ω άνδÏες, ο Αναξίβιος, ο οποίος τυχαίνει να ήναι (Ï€Ïος τοις άλλοις) και ναÏαÏχος. Εάν, λοιπόν, με αποστείλετε (Ï€Ïος αυτόν), φÏονώ ότι θα ηδυνάμην να επιστÏÎψω με Ï„ÏιήÏεις και πλοία, τα οποία να μας μεταφÎÏουν στην Ελλάδα. Σεις δε, εάν Ï€Ïάγματι θÎλετε να αναχωÏήσετε (διά θαλάσσης), πεÏιμείνατΠμε μÎχÏις ότου επιστÏÎψω. Θα επανÎλθω δε ταχÎως». ΑκοÏσαντες ταÏτα οι στÏατιώται ηυχαÏιστήθησαν και ενÎκÏιναν να αναχωÏήση («πλεÏση») ο ΧειÏίσοφος όσον το δυνατόν ταχÏτεÏα. Μετ' αυτόν ηγÎÏθη ο Ξενοφών και είπε τα εξής: «Ο μεν ΧειÏίσοφος αποστÎλλεται, διά να μας φÎÏη πλοία, ημείς δε θα αναμείνωμεν ενταÏθα την άφιξίν του. Δι' όσα μεν, λοιπόν, νομίζω ότι επιβάλλουν αι πεÏιστάσεις να Ï€Ïάξωμεν, εφ' όσον χÏονικόν διάστημα μÎνωμεν εδώ, δι' αυτά θα σας ομιλήσω Ï„ÏŽÏα. »ΠÏώτον μεν τα Ï€Ïος διατÏοφήν μας αναγκαία Ï€ÏÎπει να Ï€Ïομηθευώμεθα εκ της πολεμίας χώÏας. Διότι οÏτε Ï„Ïοφαί ικαναί υπάÏχουν εδώ Ï€Ïος αγοÏάν των, οÏτε, εκτός ελαχίστων ευπόÏων, αφθονία, Ï€Ïος αγοÏάν (Ï„Ïοφών), χÏημάτων. Ες άλλου δε η χώÏα είναι εχθÏική. Κίνδυνος, λοιπόν, υπάÏχει ν' απολεσθοÏν πολλοί, εάν αμελώς και χωÏίς Ï€ÏοφÏλαξιν ποÏεÏεσθε Ï€Ïος Ï€Ïομήθειαν των Ï€Ïος συντήÏησίν μας αναγκαίων. »Η γνώμη μου, λοιπόν, είναι να επισιτιζώμεθα δι' εκδÏομών Ï€Ïος αναζήτησιν και διαÏπαγήν Ï„Ïοφών ανά την Ï€ÎÏιξ πολεμίαν χώÏαν. Άλλως, διά να ήσθε εν ασφαλεία, φÏονώ ότι δεν Ï€ÏÎπει να πεÏιπλανάσθε (ασκόπως). Και ότι Ï€ÏÎπει να φÏοντίζωμεν με κάθε Ï„Ïόπον πεÏί της Ï„Ïχης των διαÏπαζόντων». Απεφασίσθησαν και ταÏτα. Αλλ' ακοÏσατε ακόμη — είπεν ο Ξενοφών — και τα εξής: Βεβαίως, θα υπάγουν κάμποσοι από σας διά λάφυÏα &(για πλιάτσικο)&. Îομίζω, λοιπόν, ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ όσοι σκοπεÏουν να υπάγουν Ï€Ïος λαφυÏαγωγίαν, να μας το είπουν, να μας δηλώσουν δε και εις ποίον μÎÏος θα υπάγουν, ίνα και τον αÏιθμόν γνωÏίζωμεν τόσον εκείνων που θα εκδÏάμουν, όσον και εκείνων που θα μείνουν, και, εάν ποτε παÏαστή εις τίποτε ανάγκη, Îχωμεν πάντοτε ετοίμους τας δυνάμεις μας, ((1) και, εάν η πεÏίστασις μας επιβάλλη να Ï€ÏοστÏÎξωμεν εις βοήθειάν τινων, να γνωÏίζωμεν Ï€Î¿Ï Ï€ÏÎπει να παÏάσχωμεν την βοήθειάν μας, και, εάν ακόμη επιχειÏήση τις εκ των απειÏοτÎÏων να κινηθή κατά τινος, να του δώσωμεν τας καταλλήλους συμβουλάς, Ï€ÏοσπαθοÏντες να μάθωμεν τας δυνάμεις εκείνων, εναντίον των οποίων θα βαδίση». Και ταÏτα ενεκÏίθησαν. «Έχετε δ' ακόμη Ï…Ï€' όψει και τα εξής — Ï€ÏοσÎθηκεν: Οι πολÎμιοι (λόγω της ενταÏθα επί μακÏόν παÏαμονής μας) θα Îχουν πάντοτε καιÏόν να μας αÏπάζουν ÏŒ,τι εÏÏουν. Δικαίως άλλως τε μας επιβουλεÏουν, Î±Ï†Î¿Ï Îχομεν εις την εξουσίαν μας τας πεÏιουσίας των (&τα υπάÏχοντά των&). Είναι δε και στÏατοπεδευμÎνοι άνωθεν ημών (&Τους Îχομε δε και από 'πάνω απ' το κεφάλι μας&). Λοιπόν, νομίζω ότι Ï€ÏÎπει να Ï€Ïοφυλάξωμεν με φÏουÏοÏÏ‚ πανταχόθεν το στÏατόπεδόν μας. Διότι, εάν, κατά διαφόÏους διανεμηθÎντες [«μεÏισθÎντες»] αποστάσεις, φυλάττωμεν κ' επιβλÎπωμεν (τα πεÏί ημάς), Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î»Î¹Î³ÏŽÏ„ÎµÏον θα ηδÏναντο να μας κυνηγήσουν οι πολÎμιοι. Αλλά παÏατηÏήσατε και τοÏτο ακόμη: Εάν μεν εγνωÏίζαμεν σαφώς ότι θα Îλθη με (αÏκετά) πλοία ο ΧειÏίσοφος, δεν θα παÏίστατο καμμία ανάγκη να σας είπω όσα σκοπεÏω να σας είπω. Αλλ' επειδή (επί του παÏόντος) είναι τοÏτο άδηλον, νομίζω οÏθόν να καταβάλωμεν κάθε Ï€Ïοσπάθειαν, ίνα Ï€Ïοετοιμάσωμεν και εντεÏθεν (και από τον τόπον, εις τον οποίον ευÏισκόμεθα) πλοία Ï€Ïος απόπλουν. Διότι, εάν μεν Îλθη (φÎÏων πλοία), υπαÏχόντων και των ενταÏθα κατασκευασθησομÎνων, θα αποπλεÏσωμεν, Îχοντες πεÏισσότεÏα, ανετώτεÏον. Εάν δε δεν φÎÏη τοιαÏτα, θα μεταχειÏισθώμεν όσα θα κατασκευάσωμεν ενταÏθα. »ΒλÎπω δ' εγώ πολλάκις πλοία παÏαπλÎοντα (τον ΕÏξεινον). Εάν, λοιπόν, Î±Ï†Î¿Ï Î¶Î·Ï„Î®ÏƒÏ‰Î¼ÎµÎ½ από τους ΤÏαπεζουντίους μακÏά (πολεμικά) πλοία, σÏÏωμεν δι' αυτών εκείνα (τα παÏαπλÎοντα) εις τον λιμÎνα και τα Ï€Ïοφυλάξωμεν δεόντως, αφαιÏοÏντες εξ αυτών τα πηδάλιά των (Ï€Ïος ασφάλειαν), μÎχÏις ου γείνουν τόσα όσα μας χÏειάζονται, ίσως τότε δεν θα στεÏηθώμεν πλοίων επαÏκών Ï€Ïος μεταφοÏάν μας». Και ταÏτα απεφασίσθησαν. «Λάβετε δ' Ï…Ï€' όψει σας ακόμη — είπεν ο Ξενοφών — ότι είναι δίκαιον και από ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï (δι' εÏάνων) να συντηÏώμεν εκείνους τους οποίους διά της βίας θα φÎÏωμεν εις τον λιμÎνα, εφ' όσον χÏονικόν διάστημα θα ήναι ηναγκασμÎνοι εξ αιτίας μας να μÎνουν άνευ εÏγασίας, και ναÏλον να συμφωνήσωμεν μαζή των διά το ταξείδι &(και ναÏλο να τους κόψωμε)&, ώστε να ωφελοÏν μεν ημάς, αλλά συγχÏόνως και να ωφελοÏνται». Και ταÏτα ενεκÏίθησαν. «Αλλά νομίζω οÏθόν — Ï€ÏοσÎθηκεν — εάν και όλα, όσα σας ανÎφεÏα, δεν λάβουν δι' ημάς αισίαν Îκβασιν (δεν εκπληÏωθοÏν), ώστε να Îχωμεν αÏκετά Ï€Ïος μεταγωγήν μας πλοία, να παÏαγγείλωμεν εις τας παÏά την θάλασσαν οικοÏσας πόλεις, όσας οδοÏÏ‚ μανθάνομεν ότι είναι δυσκολοδιάβατοι, να τας επιδιοÏθώσουν, θα πεισθοÏν δε εις τοÏτο και Îνεκα φόβου και διότι θα ήθελαν ν' απαλλαγοÏν από ημάς &(μια ÏŽÏα αÏχήτεÏα.)& Τότε διά κÏαυγών (όλοι οι στÏατιώται) διεμαÏÏ„Ï…Ïήθησαν ότι τίποτε δεν τους αναγκάζει πλÎον να οδοιποÏοÏν. Ο δε Ξενοφών, μόλις κατάλαβε την ανοησίαν των, δεν επÎÏ„Ïεψε μεν (ως είχε δικαίωμα) να ψηφισθοÏν όσα επÏότεινε, (τοÏτο δε, διά να μην αποÏÏιφθοÏν), τας δε παÏαθαλασσίας πόλεις κατÎπεισε (κÏυφίως) να επισκευάσουν τας οδοÏÏ‚ εκουσίως των, λÎγων ότι Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î³ÏήγοÏα θ' απαλλαγοÏν αυτών, εάν καταστοÏν ευδιάβατοι. Έλαβαν δε από τους ΤÏαπεζουντίους και πλοίον πεντηκοντάκωπον, επί του οποίου ÏŽÏισαν (ετοποθÎτησαν) ως πλοίαÏχον ΔÎξιππον τον Λάκωνα, πεÏίοικον. ((2) Αλλ' οÏτος, αμελήσας να συναθÏοίζη πλοία, εδÏαπÎτευσε Ï€ÎÏαν του Ευξείνου Πόντου, παÏαλαβών μαζή του και το πλοίον. Και οÏτος μεν ετιμωÏήθη διά την Ï€Ïάξιν του αυτήν κατόπιν. Διότι, εν ΘÏάκη ευÏισκόμενος πλησίον του ηγεμόνος αυτής ΣεÏθου και ανακατευθείς απÏόσκλητος είς τινα υπόθεσιν, εφονεÏθη υπό του Λάκωνος ÎικάνδÏου. Έλαβαν δ' ακόμη από τους ΤÏαπεζουντίους και Ï„Ïιακοντάκωπον πλοίον, εις ÏŒ ωÏίσθη ως πλοίαÏχος ΠολυκÏάτης ο Αθηναίος, όστις όσα πλοία συνελάμβανε τα εξηνάγκαζε να τεθοÏν υπό τας διαταγάς του στÏατοπÎδου. Και τα μεν φοÏτία των, εάν τυχόν ÎφεÏον τοιαÏτα, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î± Îβγαζαν από τα πλοία εις την ξηÏάν &(τα εξεφόÏτωναν)&, τα Îθεταν υπό την φÏλαξιν φÏουÏάς, ως ιδικά των. Τα δε πλοία εχÏησιμοποίουν, διά να μεταφÎÏουν ανά τα παÏάλια, Ï€Ïος λεηλασίαν, Έλληνας. Ενώ δε οÏτως είχον τα Ï€Ïάγματα, ((3) εξήλθον Ï€Ïος διαÏπαγήν οι Έλληνες, και άλλοι μεν επÎστÏεφαν με λάφυÏα, άλλοι δε ουχί. Ο δε Κλεαίνετος, οδηγήσας και τον ιδικόν του και άλλον τινά λόχον Ï€Ïος λεηλασίαν εις μÎÏος οχυÏόν και άγÏιον, και αυτός ο ίδιος εφονεÏθη και άλλοι πολλοί εκ των πεÏί αυτόν. Κεφάλαιον δεÏτεÏον Επειδή δεν ήτο δυνατόν πλÎον να Ï€ÏομηθεÏωνται Ï„Ïοφάς οÏτως ώστε εντός της αυτής ημÎÏας να επανÎÏχωνται εις το στÏατόπεδον, λαβών ο Ξενοφών από τους ΤÏαπεζουντίους, οδηγοÏÏ‚, εξάγει εις την (πλησίον οÏεινήν) χώÏαν των ΔÏιλών το ήμισυ του στÏατεÏματος, το δε άλλο ήμισυ αφήνει διά να φυλάττη το στÏατόπεδον. Διότι οι Κόλχοι, επειδή εξεδιώχθησαν διά της βίας (εφυγαδεÏθησαν) από τας οικίας των, συνηθÏοίσθησαν οι πλείστοι και κατÎλαβαν τας υπεÏάνω των Ελλήνων κοÏυφάς των οÏÎων. Οι δε ΤÏαπεζοÏντιοι εκεί μεν όπου ήτον εÏκολον να Ï€ÏομηθευθοÏν Ï„Ïοφάς, δεν μετÎβαιναν, διότι ήσαν φίλοι των. Κατά των ΔÏίλων όμως, κατοικοÏντων εις μÎÏη οÏεινά και δÏσβατα, εκ των πολεμικωτÎÏων δε του Πόντου ανθÏώπων, επειδή τους ηνώχλουν &(εκακομεταχειÏίζοντο)&, εβάδισαν Ï€ÏοθÏμως. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν εις τα υψηλότεÏα (των οÏÎων) μÎÏη οι Έλληνες, όσους μεν αγÏοÏÏ‚ και υποστατικά είχαν νομίση οι ΔÏίλαι ότι ήσαν ευκολοκυÏίευτα, τα Îκαυσαν και Îφυγαν. Και τίποτε άλλο δεν κατώÏθωσαν να λάβουν (οι Έλληνες) εκείθεν παÏά μόνον χοίÏους και βόας ή κανÎνα άλλο, διαφυγόν το πυÏ, κτήνος. Ένα δε μόνον μÎÏος («χωÏίον») ήτον η Ï€ÏωτεÏουσά των, εις το οποίον και είχαν συÏÏεÏση όλοι (οι εκ των καÎντων μεÏών ΔÏίλαι). ΓÏÏω του δε ήτο χαÏάδÏα πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Î²Î±Î¸ÎµÎ¯Î± και δÏόμοι &(πεÏάσματα)& Ï€Ïος το χωÏίον δυσκολώτατοι. Οι δε πελτασταί, Ï€ÏοτÏÎξαντες των οπλιτών Ï€Îντε ή Îξ στάδια και διαβάντες την χαÏάδÏαν, βλÎποντες δε πολλά Ï€Ïόβατα και άλλα διάφοÏα Ï€Ïάγματα, ÏŽÏμησαν κατά του χωÏίου ακάθεκτοι. Μαζή των δε ηκολοÏθουν και πολλοί δοÏυφόÏοι στÏατιώται με δόÏατα μικÏά και σάκκους και αγγεία, οι οποίοι είχαν εξοÏμήση επίτηδες εκ του στÏατοπÎδου Ï€Ïος πεÏισυλλογήν Ï„Ïοφών. Îστε εν όλω οι διαβάντες υπεÏÎβησαν τους δισχιλίους ανθÏώπους. Επειδή όμως μαχόμενοι δεν κατώÏθωναν να κυÏιεÏσουν το χωÏίον, και διότι ήτο πεÏί αυτό τάφÏος, της οποίας τα εκσκαφÎντα χώματα απετÎλουν Ï€Ïόχωμα, και διότι υπήÏχον επί του Ï€Ïοχώματος τοÏτου χαÏακώματα και πυκνοί Ï€ÏÏγοι (Ï€Ïομαχώνες) κατασκευασμÎνοι εκ ξÏλου, ήÏχισαν να υποχωÏοÏν (ν' απομακÏÏνωνται). Εκείνοι δε ÏŽÏμησαν τότε εναντίον των. Επειδή δε δεν ηδÏναντο να φÏγουν Ï„ÏÎχοντες, διότι η Ï€Ïος την χαÏάδÏαν κατάβασις του χωÏίου ήτο τόσον στενή, ώστε να κατεβαίνουν ο είς μετά τον άλλον, αποστÎλλουν κάποιον Ï€Ïος τον οδηγοÏντα όπισθεν τους οπλίτας Ξενοφώντα. Î Ïος ον ελθών εκείνος του αναγγÎλλει ότι υπάÏχει χωÏίον (μÎÏος οχυÏόν) γεμάτον από πλείστα όσα Ï€Ïάγματα και χÏήματα. Και «ότι οÏτε να το κυÏιεÏσωμεν δυνάμεθα, διότι είναι λίαν οχυÏόν, οÏτε να υποχωÏήσωμεν μας είναι εÏκολον. Διότι πολεμοÏμεν φεÏγοντες συγχÏόνως και τους όπισθεν καταδιώκοντας ημάς εχθÏοÏÏ‚, οÏτω δε η απομάκÏυνσίς μας είναι λίαν δÏσκολος». Î‘Ï†Î¿Ï Î®ÎºÎ¿Ï…ÏƒÎµ ταÏτα ο Ξενοφών, πλησιάσας με τον στÏατόν του Ï€Ïος την χαÏάδÏαν, τους μεν οπλίτας διÎταξε να παÏαταχθοÏν, αυτός δε μαζή με τους λοχαγοÏÏ‚ διαβάς παÏετήÏει Ï€Ïοσεκτικά να ίδη ποίον εκ των δÏο θα ήτο Ï€ÏοτιμότεÏον: να φÎÏη οπίσω (εκεί όπου ήσαν οι οπλίται) και τους διαβάντας την χαÏάδÏαν, ή να διαβιβάση δι' αυτής και τους οπλίτας, με τον σκοπόν να κυÏιεÏση το χωÏίον. Διότι εφαίνετο ότι, το να φÎÏη μεν οπίσω εκείνους, ήτον αδÏνατον να το κατοÏθώση, χωÏίς να φονευθοÏν πολλοί, το να το κυÏιεÏση όμως, το ενόμιζαν κατοÏθωτόν και οι λοχαγοί του, και ο Ξενοφών συνεφώνησε μαζή των πιστεÏσας (και) εις το ευοίωνον των Ï€ÏοσφεÏθÎντων εις τους θεοÏÏ‚ σφαγίων. Διότι οι μάντεις είχαν αποφανθή ότι θα γείνη μεν μάχη, αλλ' ότι το Ï„Îλος της εξόδου θα ήναι νικηφόÏον. Και τους μεν λοχαγοÏÏ‚, λοιπόν, απÎστειλε, διά να διαβιβάσουν εκείθεν τους οπλίτας, αυτός δ' Îμεινεν εντεÏθεν της χαÏάδÏας, Î±Ï†Î¿Ï Î¾ÎµÏ‡ÏŽÏισεν όλους τους πελταστάς, και εις κανÎνα δεν επÎÏ„Ïεπε ν' ακÏοβολίζεται. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν (εις τον Ï€Ïος ον ÏŒÏον) οι οπλίται, διÎταξεν Îκαστον των λοχαγών να κατοÏθώση, ώστε ο λόχος του να πολεμήση όσον του είναι δυνατόν ηÏωικώτεÏον. Διότι ήσαν εκεί πλησίον αλλήλων όλοι οι λοχαγοί, όσοι καθ' όλον τον χÏόνον της οδοιποÏίας αντηγωνίζοντο πεÏί ανδÏαγαθίας Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½. Και οÏτοι μεν συνεμοÏφοÏντο Ï€Ïος τας διαταγάς του. Ο δε Ξενοφών διÎταξεν όλους τους πελταστάς να ετοιμάσουν τα ακόντιά των &(να βάλουν τα δάκτυλά των εις της θηλειαίς των ακοντίων των)&, ίνα, οπόταν δώση το σÏνθημα ο σαλπιγκτής, αÏχίσουν ν' ακοντίζουν, και τους τοξότας να τοποθετήσουν τα βÎλη εις τας νευÏάς των, ίνα, οπόταν σαλπίση ο σαλπιγκτής, αÏχίσουν να τοξεÏουν — αν παÏαστή ανάγκη — και τους ευζώνους να Îχουν γεμάτα τα ενδÏματά των από Ï€ÎÏ„Ïαις. ΑπÎστειλε δε τους αÏμοδίους (αξιωματικοÏÏ‚) να μεÏιμνήσουν πεÏί όλων τοÏτων. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ όλα Ï€Ïοετοιμάσθησαν, και οι λοχαγοί και οι υπολοχαγοί και όλοι όσοι είχαν την αξίωσιν να μη φανοÏν κατώτεÏοι τοÏτων παÏετάχθησαν εις την Ï€Ïώτην γÏαμμήν, επί τινα μεν χÏόνον Îβλεπαν αλλήλους. Διότι, ως εκ της θÎσεως του χωÏίου, η παÏάταξις ήτον ημικυκλική. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' επεκαλÎσθησαν διά παιάνος τον Απόλλωνα και ήχησεν η σάλπιγξ, τότε ταυτοχÏόνως και την αÏμόζουσαν εις τον φιλοπόλεμον ΆÏην πολεμικήν κÏαυγήν ανεφώνησαν, και ÎÏ„Ïεχαν δÏομαίοι οι οπλίται, και τα κτυπήματα κατεφÎÏοντο αλλεπάλληλα, λόγχαι, βÎλη, σφενδόναι, πλείστοι δε με τας χείÏας Ïιπτόμενοι λίθοι, τινÎÏ‚ δε και φωτιά ακόμη εις τους εχθÏοÏÏ‚ ενÎβαλαν. Ένεκα, λοιπόν, του πλήθους των κτυπημάτων τοÏτων εγκατÎλειψαν οι πολÎμιοι και τα χαÏακώματα και τους Ï€ÏÏγους. Îστε Αγασίας ο Στυμφάλιος και Φιλόξενος ο ΠελληνεÏÏ‚, αφήσαντες κατά γης τα όπλα, ανÎβησαν, φοÏοÏντες μόνον τον χιτώνα των, το Ï€Ïόχωμα, και ο Îνας ÎσυÏε Ï€Ïος Ï„' άνω τον άλλον, και κατόπιν και άλλοι κατά τον αυτόν ανήλθον Ï„Ïόπον και ενόμιζε κανείς πλÎον ότι είχε κυÏιευθή το χωÏίον. Και οι μεν πελτασταί και οι ελαφÏωπλισμÎνοι (εÏζωνοι), εισοÏμήσαντες, ήÏπαζον ÏŒ,τι ηδÏνατο Îκαστος. Ο δε Ξενοφών, σταθείς παÏά τας Ï€Ïλας (του «χωÏίου»), ημπόδιζε την είσοδον εις όσους ηδÏνατο εκ των οπλιτών. Διότι επί τινων λόφων οχυÏών (Ï€ÎÏαν της χαÏάδÏας) ήÏχισαν να φαίνωνται και άλλοι πολÎμιοι. Δεν είχε δε παÏÎλθη Ï€Î¿Î»Ï Ï‡Ïονικόν διάστημα εν τω μεταξÏ, και Îσωθεν ακοÏονται κÏαυγαί και Ï„Ïεξίματα φευγόντων, εξ ων τινες και κÏατοÏντες εις χείÏας όσα είχαν αÏπάση, πιθανώτατα δε και κανÎνας πληγωμÎνος. Και σπÏώξιμο φοβεÏόν ήτο παÏά τας Ï€Ïλας &(ποιος να Ï€ÏωτοÎβγη)&. Και εÏωτώμενοι οι καταδιωκόμενοι οÏτω (οι υπό τοιοÏτον διωγμόν εκτινασσόμενοι Îξω των θυÏών) Îλεγαν ότι υπάÏχει εντός του χωÏίου ακÏόπολις και εντός της ακÏοπόλεως πολλοί πολÎμιοι, οίτινες εξοÏμώντες &(κάμνοντες γιουÏοÏσι)& κτυποÏν τους εισελθόντας (Έλληνας). Τότε ο Ξενοφών διÎταξε τον κήÏυκα Τολμίδην να κηÏÏξη: «ο θÎλων ν' αÏπάξη τίποτε &(να πλιατσικολογήση)& δÏναται να εισÎλθη ελευθÎÏως (εις το χωÏίον)». Και εισÎÏχονται εν συνωστισμώ πολλοί και αναχαιτίζουν τους καταδιωκομÎνους Έλληνας οι &(ποιος να Ï€Ïωτομπή)& συνωστιζόμενοι και ξαναγυÏίζουν &('πίσω)& τους πολεμίους, αποκλείοντες αυτοÏÏ‚ και πάλιν στην ακÏόπολιν. Και όσα μεν ήσαν εκτός της ακÏοπόλεως, όλα διηÏπάγησαν μεταφεÏθÎντα Îξω (του χωÏίου) από τους Έλληνας. Οι δε οπλίται παÏετάχθησαν άλλοι μεν πεÏί τα χαÏακώματα, άλλοι δε καθ' όλον το μήκος της Ï€Ïος την ακÏόπολιν αγοÏσης οδοÏ. Ο δε Ξενοφών και οι λοχαγοί εκÏτταζαν εάν και πώς ήτο δυνατόν να κυÏιευθή η ακÏόπολις. Διότι μόνον κατ' αυτόν τον Ï„Ïόπον θα ηδÏναντο να εξασφαλίσουν την σωτηÏίαν των, άλλως θα ήτο πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Î´Ïσκολον να εξÎλθουν. Και Ï€Ïοετοίμαζαν, λοιπόν, την υποχώÏησίν των, και από τους χάÏακας μεν &(τα παλοÏκια)& των χαÏακωμάτων αφήÏουν ξεχωÏιστά Îκαστοι (των λοχαγών) όσους ήσαν Ï€Ïος το μÎÏος των, και τους αχÏήστους και τους κÏατοÏντας Ï€Ïάγματα («φοÏτία») απεμάκÏυναν καθώς και τους πλειοτÎÏους των οπλιτών, κÏατήσαντες μόνον εκείνους, πεÏί της πολεμικής ικανότητος των οποίων είχαν πεποίθησιν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ ήÏχισαν ν' αποχωÏοÏν, εξώÏμησαν εκ της ακÏοπόλεως αθÏόοι οι πολÎμιοι με πλεκτάς ασπίδας και λόγχας, φοÏοÏντες πεÏικνημίδας και κÏάνη (δεÏμάτινα) Παφλαγονικά, άλλοι δε ανÎβαιναν εις τα δώματα των εκατÎÏωθεν του εις την ακÏόπολιν άγοντος δÏόμου οικιών. Îστε ουδΠνα καταδιώκη τις Ï€Ïος τας εις την ακÏόπολιν φεÏοÏσας Ï€Ïλας ήτον ησφαλισμÎνος. Διότι εÏÏίπτοντο &(κατεπάνω του)& εκ των οικιών ξÏλα μεγάλα, ώστε να ήναι (εξ ίσου) επικίνδυνον και το να μÎνη τις και το να φεÏγη. Και η νυξ, ήδη επεÏχομÎνη κατ' ολίγον, ήτο φοβεÏά. Ενώ δ' εμάχοντο και ηπόÏουν πεÏί του Ï€ÏακτÎου, κάποιος εκ των Θεών τους εμπνÎει τον εξής σωτηÏίας Ï„Ïόπον. Αιφνιδίως φωτίζεται λάμψασα ολόκληÏος μία εκ των δεξιά της Î¿Î´Î¿Ï Î¿Î¹ÎºÎ¹ÏŽÎ½, διότι, φαίνεται, εκ των διωκόντων κάποιος της Îβαλε φωτιά. ΕυθÏÏ‚ δε ως ήÏχισε να καταπίπτη &(να σωÏιάζεται)& αÏτη, ετÏάπησαν εις φυγήν όλοι οι εκ των δεξιά της Î¿Î´Î¿Ï Î¿Î¹ÎºÎ¹ÏŽÎ½ επιτιθÎμενοι. Ο δε Ξενοφών, άμα ως Îμαθε τυχαίως τοÏτο, διÎταξεν αμÎσως να βάλουν φωτιά και εις τας αÏιστεÏά της Î¿Î´Î¿Ï Î¿Î¹ÎºÎ¯Î±Ï‚, αίτινες ήσαν ξÏλιναι, ώστε ήÏχισαν και να καίωνται ταχÏτατα. ΕτÏάπησαν, λοιπόν, εις φυγήν και οι εκ των οικιών αυτών (επιτιθÎμενοι) πολÎμιοι. Οι δε κατά μÎτωπον (πολÎμιοι) ήσαν οι μόνοι πλÎον οίτινες ηνώχλουν τους Έλληνας και εφαίνοντο ότι είχαν σκοπόν να επιπÎσουν κατ' αυτών κατά την εκ της μητÏοπόλεως Îξοδον και την εις την χαÏάδÏαν κατάβασίν των. Τότε ο Ξενοφών διατάσσει όσους Îτυχε να ήναι Îξω των βελών (των κτυπημάτων) των πολεμίων («εκτός βολής») να φÎÏουν ξÏλα και να τα σωÏεÏσουν Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ πολεμίων και αυτών. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εσωÏεÏθησαν ήδη αÏκετά, διÎταξε να τους βάλουν φωτιά. Έβαλαν δε φωτιά επίσης και εις τας παÏ' αυτό το χαÏάκωμα οικίας, όπως πεÏικυκλωθοÏν οÏτω Ï…Ï€' αυτής απ' όλα τα μÎÏη οι πολÎμιοι. Και οÏτω μόλις κατώÏθωσαν να ξεφÏγουν, (Ï€Ïος την Îξοδον Ï„ÏαπÎντες όλοι και την χαÏάδÏαν), θÎσαντες Ï€Ï…Ï Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î±Ï…Ï„ÏŽÎ½ και των πολεμίων. Και επυÏπολήθη όλη η πόλις και αι οικίαι και οι Ï€ÏÏγοι και τα χαÏακώματα και όλα τα άλλα, εκτός της ακÏοπόλεως. Την δ' επομÎνην ανεχώÏησαν εκείθεν οι Έλληνες φÎÏοντες τα Ï€Ïος συντήÏησίν των αναγκαία. Επειδή δ' εφοβοÏντο την εκ της οÏεινής χώÏας των ΔÏιλών εις την ΤÏαπεζοÏντα κατάβασιν, διότι αÏτη ήτο κατωφεÏής και στενή, επενόησαν, (διά να διεκφÏγουν εκείθεν), ψευδενÎδÏαν. Και, λοιπόν, κάποιος στÏατιώτης, Μυσός την πατÏίδα και το όνομα, λαβών δÎκα εκ των ΚÏητών, παÏεμόνευε (δήθεν) εις κάποιο δασώδες μÎÏος και επÏοσποιείτο ότι Ï€Ïοσεπάθει να διαφÏγη την Ï€Ïοσοχήν των πολεμίων. Αι δ' ασπίδες των, αι οποίαι ήσαν χάλκιναι, από καιÏÎ¿Ï ÎµÎ¹Ï‚ καιÏόν εφαίνοντο (Îλαμπαν) διά των φυλλωμάτων των δÎνδÏων. Οι μεν πολÎμιοι, λοιπόν, βλÎποντες ταÏτα (από του χωÏίου των) εφοβοÏντο μήπως Ï€Ïόκειται πεÏί αληθινής ενÎδÏας. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ το στÏάτευμα ολονÎν κατήÏχετο. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εφάνη πλÎον ότι τοÏτο είχεν απομακÏυνθή &(ξεγλιστÏήση)& αÏκετά, εσήμανεν ο σαλπιγκτής εις τον Μυσόν να φÏγη εκείθεν όσον ηδÏνατο ταχÏτεÏον. ΑμÎσως δε οÏτος εγεÏθείς και οÏμήσας Ï€Ïος τα κάτω φεÏγει με τους πεÏί αυτόν. Και οι μεν ΚÏήτες, επειδή Îλεγαν ότι θα συλληφθοÏν φεÏγοντες, εξετÏάπησαν εκ της Î¿Î´Î¿Ï ÎµÎ¹Ï‚ το δάσος και εκεί, φεÏόμενοι κάτω Ï€Ïος τας δασώδεις κοιλάδας με ταχÏτητα, εσώθησαν. Ο Μυσός όμως, φεÏγων (την καταδίωξιν) επί της φανεÏάς Î¿Î´Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ κινδυνεÏων, εκάλει εις βοήθειαν. Και Ï€ÏοσÎÏ„Ïεξαν αμÎσως εις βοήθειάν του και τον παÏÎλαβαν &(τον 'σήκωσαν από 'κεί που ήτο)& πληγωμÎνον. Οι δε βοηθήσαντες, κτυπώμενοι άνωθεν από τους πολεμίους, ωπισθοχώÏουν με το Ï€Ïόσωπον εστÏαμμÎνον Ï€Ïος αυτοÏÏ‚, ενώ εκ των ΚÏητών τινες τους αντετόξευον. Και τοιουτοτÏόπως Îφθασαν όλοι εις το στÏατόπεδον σωθÎντες. Κεφάλαιον Ï„Ïίτον Επειδή δε οÏτε ο ΧειÏίσοφος επÎστÏεψεν, οÏτε πλοία ικανά υπήÏχον Ï€Ïος απόπλουν, οÏτε ήτο δυνατόν να εξακολουθοÏν ακόμη δι' επιδÏομών Ï€Ïομηθευόμενοι Ï„Ïοφάς, απεφάσισαν ν' απÎλθουν. Και εις μεν τα πλοία (τα εν τω λιμÎνι οδηγηθÎντα διά της βίας Ï€Ïος τον σκοπόν αυτόν) ετοποθÎτησαν τους ασθενοÏντας και τους Îχοντας ηλικίαν άνω των τεσσαÏάκοντα ετών και τας γυναίκας και τους παίδας και όσα εκ των σκευών δεν ήτον απόλυτος ανάγκη να φÎÏωσι μαζή των. Και τον Φιλήσιον και τον Σοφαίνετον, τους γεÏοντοτÎÏους των στÏατηγών, επιβιβάσαντες, διÎταξαν να Îχουν την πεÏί όλων αυτών μÎÏιμναν. Οι δε λοιποί εποÏεÏοντο. Η δε οδός είχεν ήδη επισκευασθή Ï€Ïος οδοιποÏίαν. Και ποÏευόμενοι φθάνουν μετά Ï„Ïεις ημÎÏας εις την ΚεÏασοÏντα, παÏαθαλασσίαν Ελληνικήν πόλιν, αποικίαν των ΣινωπÎων (των κατοίκων της Σινώπης) εις την Κολχίδα χώÏαν. ΕνταÏθα Îμειναν ημÎÏας δÎκα. Και Îγεινεν επιθεώÏησις και απαÏίθμησις του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Ï‰Ï€Î»Î¹ÏƒÎ¼Îνου (με τα όπλα του) και ευÏÎθησαν εν όλω οκτώ χιλιάδες εξακόσιοι. ΟÏτοι ήσαν όσοι είχαν διασωθή, πάντες δε οι άλλοι απωλÎσθησαν, οι μεν από τους πολεμίους, οι δε από τας χιόνας και τα ψÏχη του χειμώνος, ελάχιστοι δε από νόσους. ΕνταÏθα και παÏÎλαβαν εις χείÏας των τα εκ της πωλήσεως των λαφÏÏων εισπÏαχθÎντα από τους λαφυÏοπώλας χÏήματα. Και την δεκάτην (το δÎκατον των εισπÏαχθÎντων), ην εχώÏισαν, διά να την αφιεÏώσουν εις τον Απόλλωνα και την Εφεσίαν ΑÏÏ„Îμιδα, διεμοιÏάσθησαν οι στÏατηγοί Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½, Ï€ÏοοÏίζοντες διά τους ΘεοÏÏ‚ αυτοÏÏ‚ εν καιÏÏŽ Îκαστος το μÎÏος του. Το ανήκον δε εις τον ΧειÏίσοφον παÏÎλαβε ÎÎων ο Ασιναίος (από την Λακεδαίμονα). Ο Ξενοφών, λοιπόν, το μεν ανήκον εις τον Απόλλωνα, Î±Ï†Î¿Ï Î¼ÎµÏ„Îβαλεν εις ανάθημα, ((4) ανÎθεσεν εις τον εν Δελφοίς θησαυÏόν των Αθηναίων, ((5) γÏάψας επ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿ όνομά του και το όνομα του συμφονευθÎντος με τον ΚλÎαÏχον φίλου του Î ÏοξÎνου. Το δ' ανήκον εις την Εφεσίαν ΑÏÏ„Îμιδα, ότε ανεχώÏει μαζή με τον Αγησίλαον εκ της Ασίας εις την Βοιωτίαν, αφήνει εις τον νεωκόÏον της ΑÏÏ„Îμιδος Μεγάβυζον, διότι ενόμιζεν ότι εκεί όπου μετÎβαινε θα εÏÏιψοκινδÏνευε, και του παÏαγγÎλλει: εάν μεν σωθή, να του το επιστÏÎψη, εάν δε αποθάνη, να το αφιεÏώση εις την ΑÏÏ„Îμιδα, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿ μεταβάλη εις οιονδήποτε ενόμιζεν ότι θα ευχαÏιστεί την Θεάν ανάθημα. Ενώ δε ήτο φυγάς (εξ Αθηνών) ο Ξενοφών, ((6) κατοικών ήδη εις τον παÏά την Ολυμπίαν ΣκιλλοÏντα, πόλιν νεωστί οικισθείσαν υπό των Λακεδαιμονίων, φθάνει ως Ï€Ïοσκυνητής εις την Ολυμπίαν ο Μεγάβυζος και του επιστÏÎφει την (Ï€Ïο ετών) ως παÏακαταθήκην εμπιστευθείσαν εις αυτόν δεκάτην. Ο δε Ξενοφών, λαβών αυτήν, αγοÏάζει κτήμα επ' ονόματι της ΑÏÏ„Îμιδος, επί του οποίου εχÏησμοδότει ο Απόλλων. ((7) ΔιÎÏÏεε δε διά μÎσου του κτήματος Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï€Î¿Ï„Î±Î¼ÏŒÏ‚ ονομαζόμενος ΣελινοÏÏ‚. Αλλά και εις την Έφεσον, παÏά τον ναόν της ΑÏÏ„Îμιδος, ποταμός, ΣελινοÏÏ‚ ονομαζόμενος επίσης, ÏÎει. Και εις τους δÏο υπάÏχουν ιχθÏÏ‚ και κογχÏλια. Εις το εν ΣκιλλοÏντι όμως κτήμα υπάÏχει και θήÏα όλων των εν κυνηγίω συλλαμβανομÎνων ζώων. ΚατεσκεÏασε δε και θυσιαστήÏιον («βωμόν») και ναόν από του ιεÏÎ¿Ï ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î¿Ï… χÏήματος, και του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï (τακτικά κατ' Îτος), κÏατών πάντοτε την δεκάτην των ωÏιμαζόντων εις τους αγÏοÏÏ‚ καÏπών του, Ï€ÏοσÎφεÏεν αυτήν ως θυσίαν εις την ΑÏÏ„Îμιδα, και όλοι οι (εκ του ΣκιλλοÏντος) πολίται και οι των πεÏιχώÏων άνδÏες και γυναίκες ελάμβαναν μÎÏος εις την εοÏτήν. ΕχοÏήγει δε η θεά (την ημÎÏαν εκείνην) εις τους Ï€Ïοσκυνητάς τα Ï€Ïος συντήÏησίν των: άÏτους, οίνον, καÏποÏÏ‚, γλυκÏσματα και μÎÏη &(κοψίδια)& και από τα θυσιαζόμενα εκ των αφιεÏωμÎνων εις την Θεάν ζώων και από τα θηÏευόμενα. Διότι κατά την ημÎÏαν της εοÏτής εξήÏχοντο εις κυνήγιον και τα Ï„Îκνα του Ξενοφώντος και τα των άλλων πολιτών, καθώς και όσοι εκ των ανδÏών ήθελαν. Και άλλα μεν των θηÏαμάτων (ζώων) εφονεÏοντο εντός Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï… ιεÏÎ¿Ï ÎºÏ„Î®Î¼Î±Ï„Î¿Ï‚, άλλα δε και επί του ÏŒÏους Φολόη, αγÏιόχοιÏοι δηλαδή και δοÏκάδες και Îλαφοι. ΑπÎχει δε η χώÏα αυτή, διά της οποίας διÎÏχεται και η από Λακεδαίμονος εις Ολυμπίαν οδός, ως είκοσι στάδια από του εν Ολυμπία ιεÏÎ¿Ï Î½Î±Î¿Ï Ï„Î¿Ï… Διός. ΥπάÏχουν δε εις τον ιεÏόν αυτόν χώÏον και λειμών και ÏŒÏη σÏδενδÏα, καταλληλότατα διά να θÏÎψουν αγÏιοχοίÏους και αίγας και βους και ίππους, ώστε ακόμη και τα ζώα αυτά των εÏχομÎνων εις την εοÏτήν πανηγυÏιστών να Ï„ÏÎφωνται την ημÎÏαν εκείνην) αφθόνως &(να καλοπεÏνοÏν).& ΓÏÏω δε από τον ναόν αυτόν εφυτεÏθη άλσος από ήμεÏα δÎνδÏα, παÏάγοντα καθ' ωÏισμÎνας ÏŽÏας του Îτους φαγωσίμους καÏποÏÏ‚. Ο δε ναός, όπως είναι δυνατόν να ομοιάζη μικÏός ναός Ï€Ïος μÎγαν, ομοιάζει με τον εν ΕφÎσω μÎγαν της ΑÏÏ„Îμιδος ναόν, επίσης και το εν αυτώ κυπαÏίσσινον άγαλμα («ξόανον») με το της ΕφÎσου, το όποιον όμως είναι εκ χÏυσοÏ. Και στήλη Îχει στηθή παÏά τον ναόν, φÎÏουσα την εξής επιγÏαφήν: &Ο χώÏος οÏτος είναι αφιεÏωμÎνος εις την Θεάν ΆÏτεμιν. Πας Îχων κτήματα και καÏποÏμενος αυτά, την μεν δεκάτην εκ των καÏπών εκάστου Îτους εντÎλλεται να Της Ï€ÏοσφÎÏη ως θυσίαν. Απ' ÏŒ,τι δε του πεÏισσεÏση, να επισκευάζη τον ναόν. Αν δε τις δεν συμμοÏφωθή Ï€Ïος την εντολήν αυτήν, αυτός θα κÏιθή από την Θεάν κατά τα ÎÏγα του.& Κεφάλαιον Ï„ÎταÏτον. Εκ της ΚεÏασοÏντος δ' εξηκολοÏθησαν την κατά θάλασσαν ποÏείαν των όσοι και Ï€ÏοτήτεÏα. Οι δε λοιποί εποÏεÏοντο διά ξηÏάς. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν εις τα ÏŒÏια των Μοσσυνοίκων, στÎλλουν εις αυτοÏÏ‚ Τιμησίθεον τον ΤÏαπεζοÏντιον, όστις ήτον εν ΤÏαπεζοÏντι επιφοÏτισμÎνος την επιστασίαν των υποθÎσεων των Μοσσυνοίκων («πÏόξενος»), εÏωτώντες αυτοÏÏ‚ να μάθουν αν ως φίλοι ή ως εχθÏοί των θα διÎλθουν εκ της χώÏας των. ΟÏτοι δ' απεκÏίθησαν ότι δεν θα τους άφηναν να διÎλθουν. Διότι είχαν μεγάλην πεποίθησιν εις την οχυÏότητά της. («Επίστευον Î³Î±Ï Ï„Î¿Î¹Ï‚ χωÏίοις»). Μετά τοÏτο λÎγει ο Τιμησίθεος ότι εχθÏοί των Μοσσυνοίκων τοÏτων είναι οι εκ της χώÏας εκείνης, (ην βλÎπετε), οÏμώμενοι κάτοικοι. Κ' επÏότεινεν ως επιβαλλόμενον από τας πεÏιστάσεις να τους Ï€ÏοσκαλÎσουν (Ï€Ïος σÏμπÏαξιν), εάν ήθελαν να συμμαχήσουν μαζή των. ((8) Αποσταλείς, λοιπόν, ο Τιμησίθεος Ï€Ïος εκείνους, επανήλθε φÎÏων τους άÏχοντάς των (Ï€Ïος τους Έλληνας). Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν, συνήλθον (εις το αυτό μÎÏος) και οι άÏχοντες των Μοσσυνοίκων και οι στÏατηγοί των Ελλήνων. Και διεÏμηνεÏοντος του ΤιμησιθÎου, ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδÏες ΜοσσÏνοικοι, ημείς σκοπόν Îχομεν να φθάσωμεν σώοι εις την Ελλάδα, βαδίζοντες πεζή. Διότι στεÏοÏμεθα πλοίων. Μας εμποδίζουν όμως οÏτοι, οίτινες, καθώς μανθάνομεν, είναι εχθÏοί σας. »Εάν, λοιπόν, θÎλετε, δÏνασθε να συμμαχήσετε μαζή μας και να τους τιμωÏήσετε, εάν ποτε οÏτοι σας Îβλαψαν εις τίποτε, οÏτω δε του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï Î½Î± Îχετε αυτοÏÏ‚ υπό την εξουσίαν σας. »Εάν όμως δεν συμμαχήσετε, σκεφθήτε αν θα σας δοθή και πάλιν η ευκαιÏία ν' αποκτήσετε ως σÏμμαχόν σας τόσω μεγάλην, &(σαν τη δική μας)&, δÏναμιν». Εις ταÏτα απεκÏίθη ο άÏχων των Μοσσυνοίκων (ο εν ονόματι των άλλων ομιλών): «ότι και θÎλουν ÏŒ,τι τους Ï€Ïοτείνουν και δÎχονται την συμμαχίαν (συμμαχοÏν)». «ΕμπÏός, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, ειπÎτε μας εις τι θα μας χÏησιμοποιήσετε, αν συμμαχήσωμεν μαζή σας, και σεις ποίαν βοήθειαν είσθε εις θÎσιν να μας δώσετε, όσον αφοÏά την πεÏαιτÎÏω ποÏείαν μας». Εκείνοι δε απεκÏίθησαν: «ότι είμεθα ικανοί να εισβάλωμεν εις την αμοιβαίως (και εις τους δÏο μας) εχθÏικήν ταÏτην χώÏαν, από το αντίθετον αυτής μÎÏος. Και να σας στείλωμεν εδώ και πλοία και άνδÏας, οίτινες ου μόνον θα γείνουν σÏμμαχοί σας, αλλά και τον πεÏαιτÎÏω δÏόμον θα σας δείξουν». Μετά ταÏτα, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏ…Î½ÎµÏ†ÏŽÎ½Î·ÏƒÎ±Î½ (Î±Ï†Î¿Ï Îδωκαν και Îλαβαν ενόÏκους διαβεβαιώσεις ότι θα τηÏήσουν αμφότεÏα τα μÎÏη τα συμφωνηθÎντα), ανεχώÏησαν. Και ήλθαν την επομÎνην φÎÏοντες Ï„Ïιακόσια μονόξυλα πλοία, Îκαστον των οποίων είχε Ï„Ïεις άνδÏας, εξ ων οι μεν δÏο, αποβιβαζόμενοι, παÏετάσσοντο, ο άλλος δ' Îμενεν (εις το πλοίον). Και οÏτοι μεν (οι μείναντες), παÏαλαβόντες τα πλοία, απÎπλευσαν, οι δ' αποβιβασθÎντες παÏετάχθησαν κατά τον εξής Ï„Ïόπον: Ετοποθετήθησαν, καθώς χοÏοί, ο Îνας τον άλλον αντικÏÏζοντες, ανά εκατόν ως Îγγιστα άνδÏες, φÎÏοντες όλοι (πλεκτάς) ασπίδας κατασκευασμÎνας από χονδÏά λευκά δÎÏματα βοών, αίτινες ωμοίαζαν με Ï€Îταλον κισσοÏ, εις δε την δεξιάν χείÏα κÏατοÏντες Îκαστος ακόντια μήκους πεÏίπου Îξ πήχεων, Îχοντα ÎμπÏοσθεν μεν λόγχην, όπισθεν δε εκ του ιδίου ξÏλου, (από Ï„dοοποίον ήτο και το ακόντιον), Îχοντα το σχήμα σφαίÏας. ΕφόÏουν δε χιτώνας τόσον μικÏοÏÏ‚, ώστε δεν Îφθαναν μÎχÏι των γονάτων, τόσον δε χονδÏοÏÏ‚ όσον το εκ Î»Î¹Î½Î¿Ï ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î¿ Ïφασμα, με τα οποίον κατασκευάζονται τα στÏώματα, επί της κεφαλής δε (ÎφεÏαν) δεÏματίνους, ως αι Παφλαγονικαί, πεÏικεφαλαίας, φεÏοÏσας εις το μÎσον θÏσανον από Ï„Ïίχας ίππου, παÏεμφεÏείς δε Ï€Ïος τας ΠεÏσικάς τιάÏας. ΈφεÏαν δε και αμφιστόμους σιδηÏοÏÏ‚ πελÎκεις. Μετά ταÏτα Îκαμε την αÏχήν Îνας εξ αυτών και όλοι οι άλλοι εποÏεÏοντο Ïυθμικώς άδοντες, διελθόντες δε διά μÎσου των ωπλισμÎνων λόχων των Ελλήνων, εβάδισαν κατ' ευθείαν κατά του μÎÏους (του «χωÏίου»), εις ο ευÏίσκοντο οι πολÎμιοι και το οποίον εφαίνετο ότι ήτο λίαν πεÏιμάχητον. Κατωκείτο δε τοÏτο (Îκειτο) Ï€Ïο της πόλεώς των, της Ï…Ï€' αυτών ονομαζομÎνης Î ÏωτευοÏσης, ήτις κατείχε την υψηλοτÎÏαν κοÏυφήν της των Μοσσυνοίκων χώÏας. ΠεÏί του μÎÏους δε τοÏτου ήτο και ο πόλεμος. Διότι οι κατÎχοντες διαÏκώς αυτό εφÏόνουν ότι είναι κÏÏιοι και όλων εν γÎνει των Μοσσυνοίκων, Îλεγαν δε (οι εκ των βαÏβάÏων σÏμμαχοι) ότι αδίκως κατελήφθη τοÏτο, και ότι, ενώ ήτο μÎÏος κοινόν δι' όλους, ήσαν ήδη εκείνοι ισχυÏότεÏοι των, αφ' ης αυθαιÏÎτως το κατÎλαβον. Τους ηκολοÏθουν δε καί τινες εκ των Ελλήνων, ουχί κατά διαταγήν των στÏατηγών συμπαÏαταχθÎντες, αλλ' ακολουθήσαντες τες αυτοβοÏλως, Ï€Ïος διαÏπαγήν (για να πλιατσικολογήσουν). Οι δε πολÎμιοι εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¼ÎµÎ½ ησÏχαζαν, εφ' όσον οÏτοι επÏοχώÏουν. Άμα όμως επλησίασαν Ï€Ïος το μÎÏος των, εξοÏμήσαντες εκείθεν τους Ï„ÏÎπουν εις φυγήν, φονεÏουν ουκ ολίγους εκ των βαÏβάÏων καί τινας εκ των συνακολουθησάντων Ελλήνων, και τους καταδιώκουν, Îως ου είδαν να ÎÏχωνται οι Έλληνες εις βοήθειάν των. Κατόπιν δε, στÏαφÎντες Ï€Ïος τα οπίσω, Îφυγαν, και, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€ÎµÎºÎµÏ†Î¬Î»Î¹ÏƒÎ±Î½ τους νεκÏοÏÏ‚, τους επεδείκνυον μακÏόθεν Ï€Ïος τους Έλληνας και τους πολεμίους των, και συγχÏόνως εχόÏευαν, άδοντες Ï€Ïος κάποιον ήχον. Οι δ' Έλληνες πάÏα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏƒÏ„ÎµÎ½Î¿Ï‡Ï‰Ïήθησαν, και διότι Îγειναν οÏτω τολμηÏότεÏοι, οι πολÎμιοι, και διότι οι συνακολουθήσαντες Έλληνες ετÏάπησαν, όπως και οι βάÏβαÏοι, εις φυγήν, αν και ήσαν ουκ ολίγοι. Î Ïάγμα το οποίον ουδÎποτε είχε συμβή κατά την μÎχÏι τοÏδε οδοιποÏίαν των. Ο δε Ξενοφών συναθÏοίσας τους Έλληνας τους είπε τα εξής: «Ω άνδÏες στÏατιώται, μην αποθαÏÏυνθήτε δι' όσα Îγιναν. Διότι Ï€ÏÎπει να γνωÏίζετε ότι επήλθε και κάποιο καλόν, όχι μικÏότεÏον του δυστυχήματος, το οποίον επάθαμεν. »Διότι Ï€Ïώτον μεν γνωÏίζετε καλά πλÎον, ότι εκείνοι οίτινες μÎλλουν να γίνουν οδηγοί μας, είναι Ï€Ïάγματι εχθÏοί εκείνων, Ï€Ïος τους οποίους είμεθα κατ' ανάγκην και ημείς. Έπειτα δε και όσοι εκ των Ελλήνων αδιαφόÏησαν Ï€Ïος την παÏ' ημίν κÏατοÏσαν τάξιν και πειθαÏχίαν κ' ενόμισαν ότι είναι ικανοί να Ï€Ïάττουν μετά των βαÏβάÏων όσα μεθ' ημών Ï€Ïάττουν, ετιμωÏήθησαν. Îστε εις το μÎλλον να σεβασθοÏν πεÏισσότεÏον την πειθαÏχίαν του στÏατεÏματος. »ΠÏÎπει, λοιπόν, να Ï€Ïοετοιμασθήτε, όπως και εις τους εκ των βαÏβάÏων συμμάχους μας αποδείξετε (φανήτε) ότι είσθε Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î»Î¯Ï„ÎµÏοι αυτών, και εις τους πολεμίους φανεÏώσετε ότι οι άνδÏες, με τους οποίους θα πολεμήσουν Ï„ÏŽÏα, δεν είναι όμοιοι με τους ατάκτους, με τους οποίους Ï€Ïο ολίγου επολÎμησαν». ΤαÏτην μεν, λοιπόν, την ημÎÏαν ουδÎν ÎÏ€Ïαξαν. Την δ' επομÎνην, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοσÎφεÏαν θυσίας εις τους θεοÏÏ‚ και είδαν ότι ήσαν παÏ' αυτών ευπÏόσδεκτοι, και αφοÏ, κατόπιν, εγευμάτισαν, παÏÎταξαν τους λόχους τάξαντες τους άνδÏας εκάστου (λόχου) τον Îνα όπισθεν του άλλου και αφήσαντες Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ λόχων διαστήματα («ποιησάμενοι οÏθίους τους λόχους»), κατά τον αυτόν δε Ï„Ïόπον και τους βαÏβάÏους εις το αÏιστεÏόν κÎÏας παÏατάξαντες, εποÏεÏοντο Îχοντες τους τοξότας Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ λόχων, ενώ το μÎτωπον των οπλιτών Îμενεν ολίγον όπισθεν. Διότι τινÎÏ‚ των πολεμίων, Ï„ÏÎχοντες ελευθÎÏως Ï€Ïος τα κάτω, τους ελιθοβόλουν. Και τοÏτων την οÏμήν ανÎκοπτον οι (Ï€ÏοτεταγμÎνοι των οπλιτών) τοξόται και πελτασταί. Οι δε λοιποί εποÏεÏοντο βάδην, Ï€Ïώτον μεν κατά του μÎÏους, από του οποίου την Ï€ÏοηγουμÎνην ετÏάπησαν εις φυγήν οι βάÏβαÏοι και οι συνακολουθήσαντες αυτοÏÏ‚ Έλληνες. Διότι εδώ είχαν αντιπαÏαταχθή (την Ï€ÏοτεÏαίαν) οι πολÎμιοι. Î Ïος μεν, λοιπόν, τους πελταστάς αντÎστησαν οι βάÏβαÏοι και εμάχοντο. Επειδή όμως επλησίασαν ήδη οι οπλίται, ήÏχισαν να Ï„ÏÎπωνται εις φυγήν. Και οι μεν πελτασταί τους κατεδίωκον κατά πόδας, φεÏόμενοι άνω, Ï€Ïος την πόλιν. Οι δε οπλίται ηκολοÏθουν εν τάξει. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν άνω, πλησιάζοντες ήδη τας οικίας της Î ÏωτευοÏσης των, τότε οι πολÎμιοι συγκεντÏωθÎντες επί ταυτό όλοι εμάχοντο και εκίνουν με οÏμήν (ετίναζαν μακÏάν) τα ακόντια και με δόÏατα μακÏά και παχÎα, τόσα, ώστε μόλις να δÏναται να τα σηκώση Îνας άνδÏας, Ï€Ïοσεπάθουν ν' αμυνθοÏν εκ του συστάδην. Επειδή όμως οι Έλληνες δεν υπεχώÏουν, αλλά, τουναντίον, επÏοχώÏουν Ï€Ïος την αυτήν (πάντοτε) διεÏθυνσιν (Ï€Ïος το μÎÏος των), ετÏάπησαν κ' εντεÏθεν εις φυγήν οι βάÏβαÏοι, εγκαταλείψαντες όλοι την Î ÏωτεÏουσάν των. Ο δε βασιλεÏÏ‚ των (άÏχων), ο κατοικών διαÏκώς κατάκλειστος εις τον επί του υψηλοτÎÏου σημείου της πόλεως οικοδομημÎνον Ï€ÏÏγον του, τον οποίον όλοι από ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï Î´Î¹Î±Ï„ÏÎφουν και φυλάττουν, ηÏνείτο να εξÎλθη εκείθεν, καθώς και ο εις το Ï€ÏότεÏον κυÏιευθÎν χωÏίον (μÎÏος) βασιλεÏÏ‚, αλλά κ' εκείνος και οÏτος εκεί μαζή με τους Ï€ÏÏγους των εκάησαν. Οι δ' Έλληνες, διαÏπάζοντες τα μÎÏη ταÏτα, εÏÏισκαν εις τας οικίας αποθήκας γεμάτος από επισωÏευμÎνους πεÏυσινοÏÏ‚ ((9) άÏτους, καθώς οι ΜοσσÏνοικοι εβεβαίουν, και από σίτον νÎον, αποκείμενον μαζή με την καλάμην του &(με Ï„' άχυÏα)&. Ήτο δε το πεÏισσότεÏον μÎÏος του σίτου γυμνοκÏίθι («ζειά»). ((10) ΗÏÏαν ακόμη (εντός των αποθηκών) και μεγάλα τεμάχια δελφίνων ταÏιχευμÎνα μÎσα εις αγγεία πήλινα &(λαγήνια)&, και εις δοχεία, άλειμμα &(ξÏγγι)& από δελφίνας, το οποίον μετεχειÏίζοντο οι ΜοσσÏνοικοι, όπως οι Έλληνες το Îλαιον. Î Ïος δε, εις τα ανώγεια των οικιών, και πολλά κάστανα («κάÏυα πλατÎα»), μη Îχοντα κανÎνα χώÏισμα. ΤοÏτων δε και πλείστου σίτου Îκαμνον χÏήσιν, βÏάζοντες αναμίξ αυτά και μεταβάλλοντες κατόπιν εις ψημÎνους άÏτους. ΗÏÏαν δε Ï€ÏοσÎτι και οίνον, όστις άκÏατος μεν ήτο λίαν δυνατός (στην γεÏσιν) ως εκ της δÏιμÏτητός του, συγκεÏασμÎνος δε (με ÏδωÏ), εγίνετο ευώδης και γλυκÏÏ‚. Οι μεν Έλληνες, λοιπόν, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ³ÎµÏ…Î¼Î¬Ï„Î¹ÏƒÎ±Î½ ενταÏθα, επÏοχώÏησαν, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±ÏÎδωσαν το κυÏιευθÎν αυτό χωÏίον εις τους συμμαχήσαντας εκ των Μοσσυνοίκων. Και εκ των άλλων δε μεÏών, όσα επÎÏασαν και ήσαν σÏμμαχα &(με το μÎÏος)& των πολεμίων, τα μεν πεÏισσότεÏον ευπÏόσιτα, άλλοι μεν των κατοίκων, φεÏγοντες, εγκατÎλειπον, άλλοι δε, παÏαδίδοντες εκουσίως, Ï€ÏοσεχώÏουν. Τα δε πλείστα εξ αυτών ήσαν τοιαÏτα πεÏίπου &(απάνου-κάτου)&: Αι πόλεις απείχον απ' αλλήλων κατά το μάλλον ή ήττον στάδια ογδοήκοντα. Όταν δε φωνάζονται Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ δυνατά οι κάτοικοι, ακοÏει ο είς τον άλλον από της μιας εις την άλλην πόλιν. Τόσον υψηλά ÏŒÏη είχεν η χώÏα και τόσας Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î±Ï…Ï„ÏŽÎ½ κοιλάδας. ((11) Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ, ποÏευόμενοι, Îφθασαν (επί Ï„Îλους) εις φιλικά των μÎÏη, τους παÏουσίαζαν παχυτάτους παίδας των ευκαταστάτων &(νοικοκυÏαίων)&, θÏεμμÎνους με βÏαστά καÏÏδια, Îχοντας Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î±Î»Î±ÎºÏŒÎ½ και λευκόν το δÎÏμα και κατά το μήκος και το πλάτος (του σώματός των) ίσου σχεδόν πάχους, διακεντημÎνους δε καθ' όλα των τα νώτα και τα ÎμπÏοσθεν με ποικίλα ανθοειδή στίγματα. Εζήτουν δε και να συνουσιασθοÏν ολοφάνεÏα με τας εταίÏας τας οποίας ÎφεÏον μαζή των οι Έλληνες. Διότι τα Îθιμά των δεν τους το απηγόÏευον. Γυναίκες δε και άνδÏες ήσαν λευκοί όλοι. ΠεÏί τοÏτων Îλεγαν, οι λαβόντες μÎÏος εις την εκστÏατείαν ότι ήσαν βαÏβαÏώτατοι τα ήθη και τους Ï„Ïόπους και ότι ήσαν πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Î±Ï€Î¿Î¼ÎµÎ¼Î±ÎºÏυσμÎνοι των Ελληνικών νόμων. Διότι ευÏισκόμενοι εν τω μÎσω πλήθους ÎÏ€Ïαττον Ï€Ïάξεις, τας οποίας Ï€Ïάττουν οι άνθÏωποι (μόνον) όταν ήναι μόνοι. Και, αντιθÎτως, όταν ήσαν μόνοι, ÎÏ€Ïαττον τας αυτάς Ï€Ïάξεις τας οποίας (ÎÏ€Ïαττον) ευÏισκόμενοι εν τω μÎσω πλήθους. Δηλαδή ωμίλουν μόνοι των (εμονολόγουν) και εγÎλων διά τον εαυτόν των &(αυτοκοÏοϊδεÏοντο)& και εχόÏευαν σταματώντες όπου ετÏχαινε (όπου και αν ευÏίσκοντο), σαν να εφαντάζοντο ότι επεδεικνÏοντο (ότι εχόÏευαν) ÎμπÏοσθεν άλλων. Κεφάλαιον Ï€Îμπτον. Διά μÎσου της χώÏας ταÏτης, της φιλικής και της πολεμίας, ποÏευθÎντες οι Έλληνες οκτώ σταθμοÏÏ‚, αφίχθησαν εις την χώÏαν των ΧαλÏβων ((12). ΟÏτοι, όντες ολίγοι, ήσαν υπήκοοι των Μοσσυνοίκων και οι πλείστοι εξ αυτών απÎζων μεταλλευόμενοι και επεξεÏγαζόμενοι τον σίδηÏον. ΕντεÏθεν φθάνουν εις την χώÏαν των ΤιβαÏηνών, ήτις ήτο Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÎ´Î¹Î½Ï‰Ï„ÎÏα και είχε τα Ï€Ïος την θάλασσαν μÎÏη ολιγώτεÏον απόκÏημνα. Και οι στÏατηγοί εφÏόνουν ότι ÎÏ€Ïεπε να τα πλησιάσουν (να κατευθυνθοÏν Ï€Ïος αυτά) με τον στÏατόν των και ότι κάτι ÎÏ€Ïεπεν εντεÏθεν να ωφεληθή το στÏάτευμα, τα δε Ï€Ïος Îνδειξιν της φιλοξενίας των δώÏα, όσα απÎστειλαν Ï€Ïος αυτοÏÏ‚ οι ΤιβαÏηνοί, δεν ήθελαν να τα δεχθοÏν, αλλ', Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ παÏήγγειλαν να πεÏιμÎνουν μÎχÏις ου αποφασίσουν, παÏετήÏουν τα των Ï€ÏοσφεÏθÎντων (εις τους θεοÏÏ‚) σφαγίων σπλάγχνα. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ κατηνάλωσαν ουκ ολίγα θÏματα, επί Ï„Îλους απεφάνθησαν οι μάντεις όλοι ότι δεν παÏεδÎχοντο (δεν επÎÏ„Ïεπον) κατ' ουδÎνα λόγον οι θεοί τον πόλεμον. Κατόπιν, λοιπόν, τοÏτου εδÎχθησαν τα δώÏα και, ποÏευόμενοι ως διά φιλικής χώÏας επί δÏο ημÎÏας, Îφθασαν εις την Ελληνικήν πόλιν ΚοτÏωÏα, αποικίαν των ΣινωπÎων, πεÏιλαμβανομÎνην δε εις την των ΤιβαÏηνών χώÏαν. [Έως εδώ εποÏεÏετο ο στÏατός (η εις την Ελλάδα επιστÏοφή εγίνετο) διά ξηÏάς. Και η μεν Îκτασις (και το μεν μήκος) της Î¿Î´Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ καταβάσεως από της παÏά την Βαβυλώνα μάχης μÎχÏι των ΚοτυώÏων ήτο σταθμοί εκατόν είκοσι δÏο, παÏασάγγαι εξακόσιοι είκοσι, στάδια δÎκα οκτώ χιλιάδες εξακόσια. Το δε (καταναλωθÎν) χÏονικόν διάστημα, οκτώ μήνες]. ΕνταÏθα Îμειναν σαÏάντα Ï€Îντε ημÎÏας. Κατά το διάστημα αυτό Ï€Ïώτον μεν Ï€ÏοσÎφεÏαν θυσίας εις τους θεοÏÏ‚ και λιτανείας Îκαμαν ξεχωÏιστά εκάστη Ελληνική εθνότης, ((13) και γυμνικοÏÏ‚ αγώνας. Τα δε Ï€Ïος Ï„Ïοφήν των αναγκαία ελάμβαναν διά της βίας, άλλα μεν εκ της Παφλαγονίας, άλλα δε εκ των πεÏιχώÏων των ΚοτυωÏιτών. Διότι οÏτοι οÏτε Ï„Ïοφάς Ï€Ïος αγοÏάν παÏείχον, οÏτε την εντός των τειχών των (την εις την πόλιν των) είσοδον των ασθενών επÎÏ„Ïεπαν. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ïτω ÎÏχονται από την Σινώπην Ï€ÏÎσβεις, φοβηθÎντες και πεÏί της χώÏας των ΚοτυωÏιτών και πεÏί της πόλεώς των. Διότι αÏτη ήτον αποικία των ΣινωπÎων, οι δε ΚοτυωÏίται φόÏου εις αυτοÏÏ‚ υποτελείς, και διότι εμάνθαναν ότι ελεηλατείτο από τους Έλληνας η χώÏα των. Ελθόντες, λοιπόν, εις το Ελληνικόν στÏατόπεδον διεμαÏÏ„ÏÏοντο. Επ' ονόματι δ' αυτών ωμίλησεν ως εξής ο Εκατώνυμος, όστις ÎχαιÏε φήμην ότι ήτο δεινός πεÏί το λÎγειν. »Μας απÎστειλεν — είπεν — ω άνδÏες στÏατιώται, η πόλις των ΣινωπÎων, Ï€Ïώτον μεν, διά να σας επευφημήσωμεν ως Έλληνας νικητάς των βαÏβάÏων, Îπειτα δε, διά να σας εκφÏάσωμεν την χαÏάν μας ότι ευÏίσκεσθε πλÎον ενταÏθα εν ασφαλεία (ότι διεσώθητε), αφοÏ, ως εμάθαμεν, πολλάς και φοβεÏάς εδοκιμάσατε πεÏιπετείας. «Έχομεν δε την αξίωσιν, επειδή είμεθα και ημείς Έλληνες (όπως και σεις), να ευεÏγετηθώμεν μεν εις οτιδήποτε από σας — Έλληνας όντας — να μη ζημιωθώμεν δε παντάπασι. Διότι και ημείς ουδÎποτε, ουδΠκατ' ελάχιστον, εις την ζωήν μας σας εβλάψαμεν. »Οι ΚοτυωÏίται δε αυτοί, και άποικοι ιδικοί μας είναι, και την χώÏαν (που κατÎχουν) ημείς τους παÏεδώσαμεν, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î·Î½ επήÏαμεν διά της βίας από τους βαÏβάÏους. Διά τοÏτο δε και μας είναι (ωÏισμÎνου) φόÏου υποτελείς, καθώς και οι ΚεÏασοÏντιοι και οι ΤÏαπεζοÏντιοι. Îστε οιονδήποτε κακόν και αν Ï€Ïοξενήσετε εις αυτοÏÏ‚, η πόλις των ΣινωπÎων φÏονεί ότι εις αυτήν (Ï€Ïωτίστως) αντανακλά η βλάβη. »Εν τοÏτοις μανθάνομεν Ï„ÏŽÏα ότι εξ υμών τινες, εισεÏχόμενοι διά της βίας εις την πόλιν, κατασκηνοÏν εις τας οικίας, και ότι από τα Ï€ÎÏιξ επίσης διά της βίας λαμβάνουν &(παίÏνουν)& — ÏŒ,τι σας χÏειάζεται, χωÏίς κανÎνα καλόν Ï„Ïόπον να μεταχειÏίζωνται πειθοÏÏ‚. »Πάντα ταÏτα, λοιπόν, ημείς δεν τα επιδοκιμάζομεν. Εάν δ' εξακολουθήτε να Ï€Ïάττετε τοιαÏτα, θα ευÏεθώμεν εις την ανάγκην να λάβωμεν τα μÎÏ„Ïα μας, συμμαχοÏντες με τον ΚοÏÏλαν (τον της Παφλαγονίας άÏχοντα) και τους Παφλαγόνας και με οιονδήποτε άλλον ημποÏÎσωμεν». Εις ταÏτα εγεÏθείς ο Ξενοφών απήντησε εν ονόματι του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Ï„Î± εξής: «Ημείς, ω άνδÏες Σινωπείς, είμεθα ευχαÏιστημÎνοι (αÏκοÏμεθα) ότι εφθάσαμεν (Îως εδώ) διασώσαντες και τους εαυτοÏÏ‚ μας και την τιμήν των όπλων μας. Διότι δεν μας ήτο δυνατόν συγχÏόνως και ταναγκαιοÏντα εις ημάς Ï€Ïάγματα να φÎÏωμεν μαζή μας και να πολεμώμεν. »Και Ï„ÏŽÏα, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î»Îον ήλθαμεν εις τας Ελληνίδας πόλεις, εις μεν την ΤÏαπεζοÏντα, διότι μας παÏείχον ακόπως Ï„Ïοφάς Ï€Ïος αγοÏάν, τας επÏομηθευόμεθα αγοÏάζοντες, και αντί των πεÏιποιήσεων, με τας οποίας μας ετίμησαν, και των δώÏων, με τα οποία εφιλοδώÏησαν το στÏάτευμά μας, τους αντιπεÏιποιήθημεν και ημείς όπως τους ήξιζε, και εάν κανείς εκ των βαÏβάÏων ήτο φίλος των, δεν τον επειÏάξαμεν. Τους δ' εχθÏοÏÏ‚ των, κατά των οποίων μας ωδήγησαν, τους εβλάψαμεν όσον ημποÏÎσαμεν. »Αν θÎλετε δ' εÏωτήσατΠτους να σας ειποÏν τας πεÏί ημών εντυπώσεις των &(σαν τι λογής ανθÏώπους μας ηÏÏαν)&. Διότι παÏευÏίσκονται εδώ εκείνοι, τους οποίους λόγω φιλίας Îστειλε μαζή μας (μας Îδωκεν) η πόλις, διά να μας χÏησιμεÏσουν εις τον δÏόμον μας ως οδηγοί. »Εις οιονδήποτε μÎÏος όμως εÏχόμενοι, είτε εις βάÏβαÏον χώÏαν, είτε εις Ελληνίδα, δεν ευÏίσκομεν Ï„Ïοφάς Ï€Ïος αγοÏάν, εκεί, ουχί επί τω σκοπώ εξευτελισμοÏ, αλλά διότι πιεζόμεθα υπό της ανάγκης, τας λαμβάνομεν διά της βίας. »Και τους ΚαÏδοÏχους και τους Ταόχους και τους Χαλδαίους, αν και δεν ήσαν υπήκοοι του βασιλÎως, (δεν υπήÏχεν επομÎνως κανείς λόγος, διά να τους Îχωμεν εχθÏοÏÏ‚), εν τοÏτοις, καίτοι ήσαν πάÏα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏ€Î¹ÎºÎ¯Î½Î´Ï…Î½Î¿Î¹, τους εκάναμεν εχθÏοÏÏ‚ μας, μόνον και μόνον διότι ευÏÎθημεν εις την ανάγκην, επειδή δεν μας επÎÏ„Ïεπαν την Ï€Ïομήθειαν Ï„Ïοφών, να λαμβάνωμεν αυτάς διά της βίας. «Τους δε ΜάκÏωνας, αν και ήσαν βάÏβαÏοι, επειδή μας παÏείχον κατά τας δυνάμεις των &(το κατά δÏναμιν)& Ï„Ïοφάς Ï€Ïος αγοÏάν, και φίλους μας τους ενομίζαμεν και ουδÎν παÏ' αυτών αυθαιÏÎτως ελαμβάναμεν. »Ως Ï€Ïος τους ΚοτυωÏίτας δε, οι οποίοι λÎγετε ότι είναι υπήκοοί σας, εάν ελάβαμÎν τι παÏ' αυτών, χωÏίς να θÎλουν, τοÏτου αυτοί και μόνοι είναι αίτιοι. Διότι δεν εφÎÏθησαν Ï€Ïος ημάς ως φίλοι, αλλά, κλείσαντες τας Ï€Ïλας του τείχους των, οÏτε εντός της πόλεώς των μας επÎÏ„Ïεπαν την είσοδον, οÏτε Îξω αυτής μας Îστελλον Ï„Ïοφάς Ï€Ïος αγοÏάν. Αίτιος δε της τοιαÏτης συμπεÏιφοÏάς των Îλεγαν ότι ήτον ο παÏ' υμών εξαÏτώμενος διοικητής των («αÏμοστής»). »Όσον δ' αφοÏά πεÏί της, ην μας αποδίδετε, κατηγοÏίας: ότι ημείς κατασκηνοÏμεν εις την πόλιν σας, εισεÏχόμενοι εις αυτήν διά της βίας, το Ï€Ïάγμα Îχει ως εξής: Ημείς είχαμεν την αξίωσιν από σας να δεχθήτε εις τας οικίας σας τους ασθενείς μας. Επειδή όμως δεν μας άνοιγαν τας Ï€Ïλας της πόλεως (διά να εισÎλθωμεν), διά τοÏτο εις ο μÎÏος αυτό αφ' ÎµÎ±Ï…Ï„Î¿Ï Î®Ï„Î¿Î½ ευάλωτον το τείχος (εις ο μÎÏος το τείχος, ως εκ της θÎσεώς του, ήτον ευδιάβατον) εισηÏχόμεθα ακουσίως των, ουδεμίαν άλλην βίαν μετεÏχόμενοι κατά των κατοίκων. Διότι και οι εις τας οικίας των ΚοτυωÏιτών κατασκηνοÏντες ασθενείς μας εξ ιδίων εδαπάνων, και τας Ï€Ïλας της πόλεώς των εφÏουÏοÏμεν, όπως εμποδίζωμεν τους αÏÏώστους μας να ενοχλοÏν τον αÏμοστήν σας, δυνάμεθα δε να τους μεταφÎÏωμεν ευκόλως εκείθεν, όταν θÎλωμεν. ((14) »Όσον δ' αφοÏά τους άλλους εξ ημών, είμεθα, όπως βλÎπετε, εις το ÏπαιθÏον παÏατεταγμÎνοι, Îτοιμοι πάντοτε, αν μεν κανείς μας ευεÏγετήση, να τον αντευεÏγετήσωμεν, αν δε μας βλάψη, να τον εμποδίσωμεν. »Ως Ï€Ïος όσα δε μας απειλήσατε, ότι δηλαδή θα συμμαχήσετε, όταν θα το κÏίνετε εÏλογον, με τον ΚοÏÏλαν και τους Παφλαγόνας εναντίον μας, είσθε ελεÏθεÏοι να το Ï€Ïάξετε. Ημείς όμως, εάν μεν παÏαστή ανάγκη, θα πολεμήσωμεν και τους δÏο — μάθετε δε ότι μÎχÏι τοÏδε και άλλους Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσοτÎÏους από σας επολεμήσαμεν. Αν δε νομίσωμεν συμφÎÏον μας να κάνωμεν φίλον &(να πάÏωμε με το μÎÏος μας)& τον άÏχοντα της Παφλαγονίας — μανθάνομεν δε ότι και επιθυμεί οÏτος (να κατακτήση) την πόλιν σας και τα παÏά την θάλασσαν οχυÏά μÎÏη — θα Ï€Ïοσπαθήσωμεν, συντÏÎχοντες αυτόν εις τους σκοποÏÏ‚ του (εις ÏŒ,τι επιθυμεί), να γίνωμεν με κάθε Ï„Ïόπον φίλοι του». Μετά τους λόγους αυτοÏÏ‚ του Ξενοφώντος οι μετά του ΕκατωνÏμου συναποσταλÎντες Ï€ÏÎσβεις καταφώÏως εφάνησαν δυσαÏεστηθÎντες διά τα λεχθÎντα. ΠαÏουσιασθείς όμως άλλος τις εξ αυτών Ï€Ïο των Ελλήνων είπεν ότι δεν ήλθαν επί τω σκοπώ να τους πολεμήσουν, αλλά διά να τους βεβαιώσουν, ότι είναι φίλοι των. Και ότι, «όταν μεν Îλθετε εις την πόλιν των ΣινωπÎων, θα σας υποδεχθώμεν εκεί με αναμνηστικά φιλοξενίας δώÏα. Επί του παÏόντος δε, θα διατάξωμεν τους ΚοτυωÏίτας να σας δώσουν ÏŒ,τι ημποÏÎσουν. Διότι βλÎπομεν ότι όλα όσα λÎγετε είναι αληθή». Μετά ταÏτα και οι ΚοτυωÏίται Îστελλον Ï€Ïος τους Έλληνας δώÏα (εις ανάμνησίν των), και οι στÏατηγοί των Ελλήνων εφιλοξÎνουν τους Ï€ÏÎσβεις των ΣινωπÎων, και Î±Î½Î±Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ συνωμίλουν φιλικώτατα πεÏί πολλών, διεÏωτώντες λεπτομεÏÏŽÏ‚ αλλήλους και πεÏί άλλων μεν, Ï€Ïο πάντων όμως πεÏί των παÏουσιασθησομÎνων, ως Ï€Ïος την πεÏαιτÎÏω αυτών ποÏείαν, αναγκών. Κεφάλαιον Îκτον ΟÏτω η ημÎÏα αÏτη ετελείωσε. Την δ' επομÎνην συνεκάλεσαν οι στÏατηγοί τον στÏατόν (εις εκκλησίαν). Και απεφάσισαν, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοσκαλÎσουν και τους Ï€ÏÎσβεις των ΣινωπÎων, να συσκεφθοÏν πεÏί της πεÏαιτÎÏω ποÏείας. Διότι, εάν μεν διά ξηÏάς ηναγκάζοντο να Ï€ÏοχωÏήσουν (του λοιποÏ), εφÏόνουν ότι θα τους ήσαν χÏήσιμοι οι Σινωπείς, ως ÎμπειÏοι της Παφλαγονίας. Εάν δε διά θαλάσσης, και πάλιν ενόμιζαν ότι θα ελάμβαναν αυτών ανάγκην. Διότι επίστευαν ότι ήσαν οι καταλληλότεÏοι να Ï€ÏομηθεÏσουν ταπαιτοÏμενα &(τα χÏειαζοÏμενα)& διά τον στÏατόν πλοία. Î ÏοσκαλÎσαντες, λοιπόν, τους Ï€ÏÎσβεις συνεσκÎπτοντο μαζή των πεÏί τοÏτου, και ηξίουν παÏ' αυτών να τους πεÏιποιηθοÏν, Ï€Ïωτίστως εις τοÏτο Ï€ÏοσÎχοντες: ότι Ï€Ïος Έλληνας, Έλληνες αυτοί όντες, Ï€ÏÎπει να φανοÏν φίλοι και να συμβουλεÏσουν εις αυτοÏÏ‚ τα βÎλτιστα. ΕγεÏθείς δε ο Εκατώνυμος, κατ' αÏχάς μεν απελογήθη δι' εκείνο το οποίον είχεν είπη (Ï€ÏοηγουμÎνως) — πως θα Îκαναν δηλαδή φίλον των τον άÏχοντα της Παφλαγονίας (ΚοÏÏλαν) — ότι είπε τοÏτο όχι με τον σκοπόν απειλής πολÎμου κατά των Ελλήνων, αλλά διά να δείξη ότι, ενώ ήσαν ελεÏθεÏοι να γείνουν φίλοι, των βαÏβάÏων, αυτοί επÏοτίμησαν τους Έλληνας. Επειδή δε τους παÏεκίνουν να είπουν την (πεÏί της λοιπής ποÏείας) γνώμην των, ο Εκατώνυμος, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïοσηυχήθη Ï€Ïώτα εις τους ΘεοÏÏ‚, είπε τα εξής: «Εάν μεν ήθελα Ï€Ïοτείνη όσα μου φαίνονται ως καλλίτεÏα, πολλά τα καλά θα απελάμβανα. Εάν δ' όχι, τουναντίον. Διότι εκείνο το οποίον λÎγεται (παÏοιμιακώς) «ιεÏά συμβουλή» νομίζω ότι θα με βοηθήση ομιλοÏντα (πεÏί του τι Ï€ÏÎπει να Ï€Ïάξετε). Διότι Ï„ÏŽÏα πλÎον, εάν μεν φανώ Ï€Ïοτείνων τα οÏθά και Ï€ÏÎποντα, πολλοί θα ήναι οι επαινοÏντες με, εάν δ' όχι πολλοί θα ήναι οι καταÏώμενοι. »Και λοιπόν είμαι εις θÎσιν να γνωÏίζω ότι, εάν μεν Ï€ÏοχωÏήσετε (μεταφεÏθήτε) εντεÏθεν διά θαλάσσης, θα δοκιμάσωμεν Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσοτÎÏας ενοχλήσεις. Διότι ημείς θα παÏαστή ανάγκη να σας Ï€ÏομηθεÏσωμεν τα Ï€Ïος τοÏτο πλοία. Εάν δε Ï€ÏοχωÏήσετε διά ξηÏάς, σεις (μόνοι) θα ήσθε εκείνοι οίτινες θα αναγκασθήτε καθ' οδόν να πολεμήτε. »Ουχ ήττον, (ως Ï€Ïος την διά ξηÏάς ποÏείαν), Ï€ÏÎπει να σας είπω όσα γνωÏίζω. Διότι και της χώÏας των Παφλαγόνων Îχω πείÏαν και των στÏατιωτικών αυτών δυνάμεων. Η χώÏα, λοιπόν, αÏτη Îχει και πεδιάδας ευφοÏωτάτας και ÏŒÏη υψηλότατα. Και Ï€Ïώτον μεν γνωÏίζω καλά το μÎÏος, από το οποίον θ' αναγκασθήτε να εισβάλετε (εις την χώÏαν). Διότι δεν είναι δυνατόν να γείνη Î±Î»Î»Î¿Ï Î· εισβολή παÏά εις ο μÎÏος υψοÏνται εκατÎÏωθεν της Î¿Î´Î¿Ï Î±Î¹ Ï€Ïος κÎÏατα ομοιάζουσαι κοÏυφαί του ÏŒÏους, τας οποίας, άπαξ καταλαβόντες, θα ηδÏναντο και ελάχιστοι μόνον άνδÏες να κÏατήσουν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ καταληφθοÏν αÏται, δεν θα ηδÏνατο πλÎον να πεÏάση εκείθεν οÏτε όλον το γÎνος των ανθÏώπων. Τας κοÏυφάς δε ταÏτας Ï€ÏοθÏμως ήθελα σας δείξη, εάν ηθÎλατε ν' αποστείλετε μαζή μου κανÎνα από τους ανθÏώπους σας. »Έπειτα δε γνωÏίζω και τας πεδιάδας και το εν αυταίς ιππικόν των Παφλαγόνων, το οποίον οι βάÏβαÏοι νομίζουν ότι είναι Ï…Ï€ÎÏτεÏον ολοκλήÏου του Î¹Ï€Ï€Î¹ÎºÎ¿Ï Ï„Î¿Ï… βασιλÎως, Ï€Ïος τον οποίον (πολεμοÏντα), αν και τους Ï€Ïοσεκάλεσεν (εις βοήθειάν του), δεν Ï€Ïοσήλθον, διότι ο αÏχηγός των Îχει Ï€Î¿Î»Ï Î¼ÎµÎ³Î¬Î»Î·Î½ (πεÏί της χώÏας του) ιδÎαν. »Εάν, εν τοÏτοις, ημποÏÎσετε να καταλάβετε κÏυφίως ή (δι' αιφνιδίας τινός εφόδου) Ï€Ïοφθάσετε να καταλάβετε τα ÏŒÏη, και εάν ακόμη υπεÏισχÏσετε (τους νικήσετε) εν τη πεδιάδι, πολεμοÏντες Ï€Ïος το ιππικόν των και Ï€Ïος πλÎον των εκατόν είκοσι χιλιάδων πεζών, θα φθάσετε εις τους ποταμοÏÏ‚ κατόπιν, Ï€Ïώτον μεν εις τον ΘεÏμώδοντα, Îχοντα πλάτος Ï„Ïιών πλÎθÏων, τον οποίον φÏονώ ότι είναι λίαν δÏσκολον να διαβήτε, Ï€Ïο πάντων διότι ÎμπÏοσθÎν σας μεν θα ευÏίσκωνται πολλοί πολÎμιοι (παÏατεταγμÎνοι), πολλοί δε άλλοι θα σας ακολουθοÏν όπισθεν. Κατόπιν δε θα φθάσετε εις τον ΊÏιν, Ï„Ïιών πλÎθÏων ωσαÏτως Îχοντα το πλάτος. Και κατόπιν εις τον Άλυν, Îχοντα πλάτος όχι ολιγώτεÏον των δÏο σταδίων, τον οποίον είναι απολÏτως αδÏνατον να διαβήτε άνευ πλοίων. Ποιος δε θα σας Ï€ÏομηθεÏση τα Ï€Ïος τοÏτο αναγκαιοÏντα πλοία; Επίσης δ' αδιάβατος είναι και ο ΠαÏθÎνιος, εις τον οποίον θα φθάσετε, εάν (Ï€Ïώτον) κατοÏθώσετε να διαβήτε τον Άλυν. »Εγώ μεν, λοιπόν, νομίζω ότι όχι μόνον δυσκολωτάτη είναι διά σας η πεÏαιτÎÏω ποÏεία του στÏατεÏματος, αλλά και εντελώς αδÏνατος. Εάν όμως ποÏευθήτε διά θαλάσσης, θα σας ήναι εÏκολον εντεÏθεν μεν να φθάσετε εις Σινώπην παÏαπλÎοντες. Εκ της Σινώπης δε εις την ΗÏάκλειαν. Και εκ της ΗÏακλείας δεν θα σας ήναι πλÎον διόλου δÏσκολον να Ï€ÏοχωÏήσητε, είτε διά ξηÏάς, είτε διά θαλάσσης θÎλετε. Διότι εις την ΗÏάκλειαν θα εÏÏετε Ï€Ïος τοις άλλοις και άφθονα πλοία». Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ είπε ταÏτα ο Εκατώνυμος, άλλοι μεν εκ των Ελλήνων τον υπωπτεÏοντο ότι επÏότεινε τοιαÏτα Îνεκα της Ï€Ïος τον ΚοÏÏλαν φιλίας του, του οποίου εν Σινώπη ήτον ο δημόσιος φιλοξενητής. Άλλοι δε ότι θα ελάμβανεν από τον ΚοÏÏλαν τοÏτον δώÏα διά τας συμβουλάς, τας οποίας θα Îδιδεν εις τους Έλληνας. Άλλοι δε τον υπωπτεÏοντο ότι συνεβοÏλευσε τοιαÏτα και διά την εξής αιτίαν: διά να μη Ï€Ïοξενήσουν δηλαδή, εάν τυχόν εποÏεÏοντο διά ξηÏάς, κακόν τι (διά να μη βλάψουν δηλαδή) την χώÏαν των ΣινωπÎων. Ουχ ήττον οι Έλληνες απεφάσισαν να ποÏευθοÏν πλÎον διά θαλάσσης. Μετά τους λόγους εκείνους του ΕκατωνÏμου ο Ξενοφών είπεν: «Ω Σινωπείς, οι μεν στÏατιώται εξÎλεξαν την ποÏείαν, την οποίαν σεις συνεβουλεÏσατε (επÏοτείνατε). Τα Ï€Ïάγματα, λοιπόν, Îχουν ως εξής: Εάν μεν Ï€Ïόκηται να Îχωμεν πλοία αÏκετά τον αÏιθμόν, τόσα ώστε οÏτε Îνας καν εκ των στÏατιωτών μας να μείνη ενταÏθα, θα Ï€ÏοχωÏήσωμεν διά θαλάσσης. Εάν όμως Ï€Ïόκηται άλλοι μεν να εγκαταλειφθοÏν, άλλοι δε ν' αναχωÏήσουν, δεν θα εισÎλθωμεν εις τα πλοία. «Διότι φÏονοÏμεν ότι: όπου μεν είμεθα ισχυÏοί, εκεί δυνάμεθα και την ζωήν μας να υπεÏασπίζωμεν και τας Ï„Ïοφάς μας ευκόλως να Ï€Ïομηθευώμεθα. Όπου δ' ευÏεθώμεν κατώτεÏοι των πολεμίων, εκεί είναι φανεÏόν ότι θα πεÏιÎλθωμεν εις μοίÏαν ανδÏαπόδων (θα εξανδÏαποδισθώμεν)». ΑκοÏσαντες ταÏτα οι Σινωπείς τους Ï€ÏοÎÏ„Ïεπον ν' αποστείλουν μαζή των Ï€ÏÎσβεις εις Σινώπην, (ίνα επιστατήσουν εις την αποστολήν των πλοίων). Και αποστÎλλουν, λοιπόν, Καλλίμαχον τον ΑÏκάδα και ΑÏίστωνα τον Αθηναίον και Σαμόλαν τον Αχαιόν. Και οÏτοι μεν πάντες (Σινωπείς τε και Ï€ÏÎσβεις των Ελλήνων) ανεχώÏησαν. Κατά τον εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´Îµ χÏόνον ο Ξενοφών, βλÎπων ότι πολλοί μεν οπλίται Έλληνες, πολλοί δε και πελτασταί και τοξόται και σφενδονήται, Ï€ÏοσÎτι δε και ιππείς, οίτινες μάλιστα ήσαν ήδη ικανώτατοι ως εκ της μακÏάς των ασκήσεως εν τοις μάχαις, βλÎπων ότι ευÏίσκοντο ήδη εν τω Πόντω, όπου ουδÎποτε άλλοτε είχε παÏασκευασθή τόσον μεγάλη δÏναμις δι' ελαχίστων μÎσων, ενόμισε καλόν, Î±Ï†Î¿Ï Î¹Î´ÏÏσουν ενταÏθα (νÎαν Ελληνικήν) πόλιν (οι Έλληνες στÏατιώται), να Ï€ÏοσθÎσουν οÏτω χώÏαν και δÏναμιν (νÎαν) στην Ελλάδα. ΕφÏόνει δε ότι αÏτη θ' αποκαταστή ποτε μεγάλη, σκεπτόμενος και το πλήθος των αποικισθησομÎνων Ελλήνων και τους πεÏιοικοÏντας τον Πόντον κατοίκους. Και Ï€Ïος τον σκοπόν αυτόν, Ï€ÏοσκαλÎσας τον διατελÎσαντα μάντιν του ΚÏÏου Σιλανόν τον ΑμβÏακιώτην, τον διÎταξε να εÏωτήση διά θυσίας τους θεοÏÏ‚, Ï€Ïιν ή ακόμη ανακοινώση τι εις τον στÏατόν. Ο δε Σιλανός, φοβηθείς μη Ï€ÏαγματοποιηθοÏν ταÏτα και εγκαταστή εκεί που η στÏατιά, διαδίδει την διάδοσιν στο στÏάτευμα, ότι ο Ξενοφών επιθυμεί να μείνη εκεί μονίμως ο στÏατός και να ιδÏÏση (δι' αυτοÏ) Ελληνικήν πόλιν και εις εαυτόν όνομα και δÏναμιν μεγάλην να Ï€Ïοσδώση. Αυτός δ' ο ίδιος Σιλανός ήθελε να φθάση όσον το δυνατόν ταχÏτεÏον εις την Ελλάδα. Διότι ÎφεÏε μαζή του, διασώσας καθ' όλην την μÎχÏι τοÏδε ποÏείαν, τους Ï„Ïισχιλίους δαÏεικοÏÏ‚, τους οποίους είχε λάβη από τον ΚÏÏον, ότε, κατόπιν θυσίας, είχεν επαληθεÏση εις την Ï€ÏÏŒÏÏησίν του ότι επί δÎκα ημÎÏας δεν ήθελε τον πολεμήση ο βασιλεÏÏ‚. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îμαθαν οι στÏατιώται (την Ï€Ïόθεσιν αυτήν του Ξενοφώντος), άλλοι μεν εξ αυτών εφÏόνουν ότι θα ήτο καλλίτεÏον να μείνουν, άλλοι δε, οι και πεÏισσότεÏοι, τουναντίον. Οι δε στÏατηγοί Τιμασίων ο ΔαÏδανεÏÏ‚ και ΘώÏαξ ο Βοιώτιος εις εμπόÏους τινάς των ΗÏακλεωτών και ΣινωπÎων, εκεί παÏευÏεθÎντας κατά Ï„Ïχην, λÎγουν ότι, εάν (οÏτοι) ((15) δεν χοÏηγήσουν εις τον στÏατόν μισθόν, ώστε να Îχη οÏτος στο ταξείδι όλα τα Ï€Ïος συντήÏησίν του αναγκαία, Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒÎ½ τόσον μεγάλη (στÏατιωτική) δÏναμις ν' αναγκασθή να μείνη εις τον Πόντον. Διότι Îχει σκοπόν ο Ξενοφών — εκεί δε τείνουν όλαι του αι Ï€Ïοσπάθειαι — οπόταν Îλθουν τα πλοία, τότε να είπη αίφνης στον στÏατόν: »Ω άνδÏες, Ï„ÏŽÏα μεν πλÎον σας βλÎπομεν ότι δεν είσθε εις θÎσιν: και κατά την επιστÏοφήν σας να Îχετε τα Ï€Ïος διατÏοφήν σας αναγκαία και, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ€Î¹ÏƒÏ„ÏÎψετε εις την Ελλάδα, να φανήτε κάπως ωφÎλιμοι εις τους οικείους σας. Εάν όμως επιθυμήτε (να διαθÎσετε άλλως τα καθ' υμάς), δÏνασθε, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎºÎ»Îξετε οιονδήποτε θελήσετε μÎÏος της πεÏί τον Πόντον κατοικουμÎνης χώÏας, να Ï€ÏοσοÏμισθήτε εκεί, και όσοι μεν Îχουν αντίθετον γνώμην, ν' απÎλθουν εις την πατÏίδα των, όσοι δε είναι σÏμφωνοι, να μείνουν. Έχετε δ' αÏκετά πλοία εις την διάθεσίν σας, ώστε, όπου και αν θελήσετε, να επιπÎσετε αιφνιδίως (ως κατακτηταί)». ΑκοÏσαντες ταÏτα οι ÎμποÏοι τα αναγγÎλλουν εις τας πόλεις (Σινώπην και ΗÏάκλειαν). Μαζή μ' αυτοÏÏ‚ δ' απÎστειλεν εκεί Τιμασίων ο ΔαÏδανεÏÏ‚ και ΕυÏÏμαχον τον ΔαÏδανÎα και ΘώÏακα τον Βοιώτιον, με την εντολήν να τα επαναλάβουν &(να ειποÏν κι' αυτοί τα ίδια)&. Οι δε Σινωπείς και ΗÏακλεώται, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ ήκουσαν, αποστÎλλουν Ï€Ïος τον Τιμασίωνα απεσταλμÎνον, και τον παÏακαλοÏν να Ï€Ïωτοστατήση επ' αμοιβή (Î±Ï†Î¿Ï Î»Î¬Î²Î· χÏήματα) εις την διά παντός Ï„Ïόπου αναχώÏησιν της στÏατιάς. ΟÏτος δε, μ' ευχαÏίστησίν του ακοÏσας ταÏτα, λÎγει Ï€Ïος τους συνηθÏοισμÎνους ήδη στÏατιώτας τα εξής: «Δεν Ï€ÏÎπει να Îχετε τον νουν σας εις το πώς να μείνετε εις την χώÏαν ταÏτην, οÏτε να Ï€Ïοτιμήσετε τίποτε άλλο πεÏισσότεÏον από την εις την Ελλάδα επιστÏοφήν σας. Μανθάνω δε ότι διά την υπόθεσιν αυτήν εÏωτοÏν τινες διά θυσιών τους ΘεοÏÏ‚, χωÏίς να σας ανακοινώσουν τίποτε. Λοιπόν, σας υπόσχομαι, αν αναχωÏήσετε, να δώσω επί Îνα μήνα ((16) εις Îκαστον από της Ï€Ïώτης του Ï€ÏοσεχοÏÏ‚ μηνός ως μισθόν ανά Îνα κυζικηνόν στατήÏα. ((17) Και να σας φÎÏω εις την ΤÏωάδα, από την οποίαν είμαι φυγάς και όπου η πόλις μου (η πατÏίς μου) θα ήναι αφ' εαυτής πάντοτε Ï€Ïόθυμος να σας υποστηÏίξη. Διότι εκουσίως των (χωÏίς διόλου να εκβιασθοÏν) θα με δεχθοÏν εκεί (οι συμπολίται μου). »Εγώ δε ο ίδιος θα σας οδηγήσω εις τα μÎÏη εκείνα, όθεν πολλά θα ωφεληθήτε χÏήματα. ΓνωÏίζω δε κάλλιστα και την Αιολίδα και την ΦÏυγίαν και την ΤÏωάδα και (εν γÎνει) ολόκληÏον την υπό του ΦαÏναβάζου διοικουμÎνην χώÏαν. Τα μεν (εκ των μεÏών αυτών), διότι κατάγομαι εκείθεν, τα δε, διότι συνεστÏατεÏθην (υπηÏÎτησα) εν αυτοίς ποτε με τον ΚλÎαÏχον και τον ΔεÏκυλίδαν». ((18) ΕγεÏθείς και πάλιν ΘώÏαξ ο Βοιώτιος, όστις διαÏκώς εφιλονίκει με τον Ξενοφώντα πεÏί στÏατηγίας, είπεν ότι «εάν εξÎλθουν εκ του Πόντου, θ' απαντήσουν την ΧεÏÏόνησον (θα Îχουν εις την διάθεσίν των την Χ.), χώÏαν ωÏαίαν και ευδαίμονα, ώστε όσοι μεν θÎλουν, να κατοικήσουν εις αυτήν, όσοι δε δεν θÎλουν, ν' απÎλθουν εις τας πατÏίδας των. Είναι δε γελοίον, ενώ υπάÏχει εις την Ελλάδα χώÏα πολλή και άφθονος, να ζητοÏν τοιαÏτην (Ï€Ïος διανομήν) εις γην βαÏβαÏικήν. »Όταν δ' άπαξ — Ï€ÏοσÎθηκε — φθάσετε εκεί, τόσον εγώ, όσον και ο Τιμασίων υποσχόμεθα να σας δώσωμεν μισθόν». Έλεγε δε ταÏτα Îχων Ï…Ï€' όψει του όσα εις τον Τιμασίωνα είχαν υποσχεθή οι ΗÏακλεώται και οι Σινωπείς, διά να τους πείσουν ν' αναχωÏήσουν εκείθεν. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´Îµ τοÏτω (εφ' όσον δ' ωμίλει οÏτος) εσίγα ο Ξενοφών. ΕγεÏθÎντες δε Φιλήσιος και ΛÏκων οι Αχαιοί Îλεγαν πόσον φοβεÏόν(!) ήτο: κατ' ιδίαν μεν ο Ξενοφών να Ï€Ïοσπαθή να τους πείση &(ξεγελάση)& να εγκατασταθοÏν Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ να εÏωτά Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ εγκαταστάσεώς των ταÏτης τους ΘεοÏÏ‚, ουδÎν ανακοινών εις τον στÏατόν, ενώπιον δε των στÏατηγών να μη λÎγη πεÏί τοÏτου τίποτε. Îστε ηναγκάσθη ο Ξενοφών να σηκωθή (επί Ï„Îλους) και να είπη τα εξής: «Εγώ, ω άνδÏες, εÏωτώ μεν, καθώς βλÎπετε, τους ΘεοÏÏ‚: πόσα είμαι εις θÎσιν να Ï€Ïάττω Ï…Ï€ÎÏ Ï…Î¼ÏŽÎ½ κ' εμοÏ, όπως, και λÎγων και σκεπτόμενος και δÏων, επιτυγχάνω αυτά οποία θα ÎÏ€Ïεπε να ήναι (θα ήÏμοζαν) και εις σας και εις εμΠ— δηλαδή «κάλλιστα και άÏιστα. ((19) Και Ï„ÏŽÏα επίσης τους ηÏώτων πεÏί Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î±ÎºÏιβώς, πεÏί του αν (δηλαδή) θα ήτο Ï€ÏοτιμότεÏον ν' αÏχίσω να ομιλώ και να ενεÏγώ πεÏί της υποθÎσεως ταÏτης ή όλως διόλου να μη θίξω αυτήν. »Ο μάντις δε Σιλανός μου απεκÏίθη: εν Ï€Ïώτοις μεν ότι τα ιεÏά ((19α) ήσαν καλά. Άλλως τε είχεν Ï…Ï€' όψει του ότι δεν ήμην κ' εγώ άπειÏος τοÏτων, ως παÏευÏισκόμενος πάντοτε κατά την εξÎτασίν των. Μου είπε δε ότι εις τα ιεÏά εφαίνετο κάποιος εναντίον ÎµÎ¼Î¿Ï Î´ÏŒÎ»Î¿Ï‚ και επιβουλή, διότι, ως φαίνεται, είχεν Ï…Ï€' όψιν ότι αυτός ο ίδιος διελογίζετο να με διαβάλη Ï€Ïος σας. Διότι (ως γνωÏίζετε) διÎδωκεν ότι εγώ είχα ήδη κατά νουν να Ï€Ïαγματοποιήσω (όσα εμάθατε), χωÏίς Ï€ÏοηγουμÎνως να σας πείσω. »Εγώ δε, εάν μεν σας Îβλεπα να στεÏήσθε των Ï€Ïο συντήÏησίν σας αναγκαίων, μάθετε ότι θα εφÏόντιζα πεÏί τοÏτου οÏτως, ώστε να ήτο δυνατόν, Î±Ï†Î¿Ï Î¬Ï€Î±Î¾ καταλάβετε μίαν πόλιν, οιοσδήποτε μεν ήθελε ν' αναχωÏήση Ï„ÏŽÏα, ν' ανεχώÏει, όστις δε δεν ήθελε, (ν' ανεχώÏει) ÏστεÏα, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Îκτα αÏκετά, τόσα, ώστε να φανή κατά τι ωφÎλιμος και εις τους συγγενείς του. »Επειδή όμως βλÎπω ότι οι ΗÏακλεώται και Σινωπείς, και τα ζητηθÎντα Ï€Ïος αναχώÏησιν πλοία σας αποστÎλλουν, και μισθόν σας υπόσχονται από της Ï€Ïώτης του Ï€ÏοσεχοÏÏ‚ μηνός, νομίζω συμφÎÏον, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏŽÎ¿Î¹ και αβλαβείς φθάνομεν οÏτω όπου θÎλομεν, να λάβωμεν τον διά την σωτηÏίαν μας αυτήν (διδόμενον) μισθόν, εγώ δε αυτός αποσÏÏω την πεÏί (διαÏκοÏÏ‚) εγκαταστάσεως Ï€Ïότασίν μου, όσοι δ' εξ υμών είχαν Îλθη Ï€Ïός εμΠλÎγοντες ότι οφείλω να Ï€Ïάξω όσα Ï€Ïο ολίγου ανÎφεÏα, μετά τους λόγους μου αυτοÏÏ‚ τους λÎγω ότι υποχÏεοÏνται πλÎον να σιγήσουν. «Διότι Îχω την γνώμην ότι, εάν μεν ήσθε όλοι μαζή (ενωμÎνοι), όπως Ï„ÏŽÏα, θα μου φανήτε ότι και άξιοι τιμής είσθε και τα Ï€Ïος συντήÏησίν σας ασφαλώς θα Îχετε. Διότι, όταν ήσθε ισχυÏοί, δÏνασθε και να καταλαμβάνετε ακόπως τα των ασθενεστÎÏων σας. Εάν διασπασθήτε όμως και εις μικÏά κομματιάσετε μÎÏη τας δυνάμεις σας, τότε οÏτε τα Ï€Ïος συντήÏησίν σας δÏνασθε να Îχετε, οÏτε ατιμωÏητί ν' απομακÏυνθήτε εντεÏθεν. «Λοιπόν φÏονώ ÏŒ,τι και σεις: να αναχωÏήσωμεν εις την Ελλάδα, και, φυσικά, εάν τις συλληφθή (εκ του στÏατοÏ) καθυστεÏών (μÎνων οπίσω), Ï€Ïιν ή ακόμη ολόκληÏον το στÏάτευμα ευÏεθή εν ασφαλεία, οÏτος να κατηγοÏηθή (εναχθή) ως αδικών. Ας υψώση δε την χείÏα όστις φÏονεί τα λεγόμενά μου ως οÏθά». Και άπαντες την Ïψωσαν. Αλλ' ο μάντις Σιλανάς διεμαÏÏ„ÏÏετο διά τα λεχθÎντα και Ï€Ïοσεπάθει με επιχειÏήματα διάφοÏα να τους πείση ότι το δίκαιον ήτον: οποίος ήθελε, να αναχωÏή εις την πατÏίδα του ελευθÎÏως. Οι στÏατιώται όμως δεν τον ηνείχοντο (λÎγοντα τοιαÏτα), αλλά τον εφοβÎÏιζαν ότι, εάν τον συλλάβουν δÏαπετεÏοντα, θα τον τιμωÏήσουν. Μετά ταÏτα, Î±Ï†Î¿Ï Î¿Î¹ ΗÏακλεώται εκατάλαβαν πώς απεφάσισαν πλÎον (οι Έλληνες) ν' αναχωÏήσουν, και ότι αυτός ο ίδιος Ξενοφών Îδωκε την Ï€Ïος τοÏτο ψήφον του, τα μεν διά την αναχώÏησιν πλοία αποστÎλλουν, ως Ï€Ïος τα χÏήματα όμως, όσα είχαν υποσχεθή εις τον Τιμασίωνα και ΘώÏακα, τους εγÎλασαν. Τότε εκείνοι οίτινες είχαν υποσχεθή τον μισθόν ευÏÎθησαν εις μεγάλην αμηχανίαν φοβοÏμενοι τους στÏατιώτας. ΠαÏαλαβόντες, λοιπόν, οÏτοι και τους λοιποÏÏ‚ στÏατηγοÏÏ‚, εις τους οποίους είχαν ήδη ανακοινώση όλας τας Ï€ÏοηγουμÎνας ενεÏγείας των — ήσαν δε όλοι, πλην του ÎÎωνος του Ασιναίου, όστις ήτον υποστÏάτηγος του ΧειÏοσόφου, μη Ï€Ïοσελθόντος ακόμη εις την συνÎλευσιν — ÎÏχονται εις τον Ξενοφώντα και του λÎγουν ότι μετÎβαλαν γνώμην και ότι νομίζουν πως είναι οÏθόν ν' αποπλεÏσουν, Î±Ï†Î¿Ï Ï…Ï€Î¬Ïχουν εις την διάθεσίν των πλοία, εις τον Φάσιν (ποταμόν), καταλαμβάνοντες την χώÏαν των Φασιανών (Κολχίδα). ((20) ΕτÏχαινε δε τότε να ήναι βασιλεÏÏ‚ της χώÏας ταÏτης ο εγγονός του ποτΠεν αυτή βασιλÎως Αιήτου. Ο Ξενοφών όμως (εις τας Ï€Ïοτάσεις εκείνας των στÏατηγών) απεκÏίθη ότι αÏνείται να είπη τοιοÏτο τι εις το στÏάτευμα. «Εάν δε θÎλετε — Ï€ÏοσÎθηκεν — Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÎµÎ¹Ï‚ συναθÏοίσετε Ï€Ïος τον σκοπόν τοÏτον τον στÏατόν, Ï€ÏοτείνατΠτο». Τότε Τιμασίων ο ΔαÏδανεÏÏ‚ Ï€Ïοτείνει να μη συγκαλÎσουν τον στÏατόν εις εκκλησίαν, αλλ' Îκαστος (των στÏατηγών) να Ï€Ïοσπαθή Ï€Ïώτον να πείση τους λοχαγοÏÏ‚ του. ÎŒÏ€ÎµÏ ÎºÎ±Î¹ ÎÏ€Ïαξαν, αποχωÏήσαντες. Κεφάλαιον Îβδομον Οι στÏατιώται, λοιπόν, εÏωτώντες Îμαθαν τας νÎας ταÏτας Ï€Ïοτάσεις &(τα νÎα αυτά ανακατώματα)&. Και ο ÎÎων διαβάλλει τον Ξενοφώντα λÎγων ότι, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±ÏÎσυÏε (με το μÎÏος του) τους άλλους στÏατηγοÏÏ‚, σκÎπτεται, εξαπατήσας τους στÏατιώτας, να τους οδηγήση οπίσω εις τον Φάσιν. ΑκοÏσαντες δε ταÏτα οι στÏατιώται δυσηÏεστήθησαν και συναθÏοίσεις εγίνοντο και κÏκλοι συνεκÏοτοÏντο [και πάÏα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏ†Î¿Î²Î¿Ïντο μήπως τους μεταχειÏισθοÏν όπως μετεχειÏίσθησάν ποτε και τους κήÏυκας των Κόλχων και τους αγοÏανόμους. Εκ των οποίων όσοι δεν κατÎφυγαν τότε εις την θάλασσαν (εις τα πλοία), ελιθοβολήθησαν]. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ ο Ξενοφών αντελήφθη την εξÎγεÏσιν ταÏτην των στÏατιωτών, απεφάσισε να τους συγκαλÎση εις εκκλησίαν ((21) το ταχÏτεÏον και να μη τους αφήση αφ' εαυτών εδώ κ' εκεί να συναθÏοίζωνται &(όπου τους κατÎβαινε)&. ΔιÎταξε, λοιπόν, τον κήÏυκα να τους Ï€ÏοσκαλÎση. Και οÏτοι, μόλις τον ήκουσαν, Ï€ÏοσÎÏ„Ïεξαν όλοι Ï€Ïοθυμώτατα. Τότε ο Ξενοφών τους μεν στÏατηγοÏÏ‚ δεν κατηγόÏει, διότι οÏτοι είχαν ήδη Îλθη Ï€Ïος αυτόν, λÎγει δε (Ï€Ïος τους συναθÏοισθÎντας στÏατιώτας) τα εξής: Μανθάνω, ω άνδÏες, ότι κάποιος (εξ υμών) με διαβάλλει ότι εγώ δήθεν σκÎπτομαι δι' απάτης να σας οδηγήσω (φÎÏω) εις τον Φάσιν. ΑκοÏσατΠμε εν ονόματι των Θεών, και εάν μεν αποδειχθή ότι εγώ σας ηδίκησα, τότε μου επιβάλλεται να μην αναχωÏήσω απ' εδώ, Ï€Ïιν δικασθώ (Ï€Ïιν δώσω λόγον των Ï€Ïάξεών μου). Αν όμως αποδειχθή ότι με ηδίκησαν οι συκοφαντήσαντÎÏ‚ με, τότε μεταχειÏισθήτε τους όπως τους Ï€ÏÎπει. Σεις δε — Ï€ÏοσÎθηκε — γνωÏίζετε βεβαίως από Ï€Î¿Ï Î¿ Ήλιος ανατÎλλει και Ï€Î¿Ï Î´Ïει, και ότι, εάν μεν τις Ï€Ïοτίθεται να υπάγη εις την Ελλάδα, Ï€ÏÎπει να βαδίση Ï€Ïος δυσμάς. Εάν δΠτις θÎλη να υπάγη εις τους βαÏβάÏους, ότι θα βαδίση, αντιθÎτως, Ï€Ïος ανατολάς. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να υπάÏξη άνθÏωπος όστις να ημποÏή να σας εξαπατήση εις τοÏτο: ότι όπου μεν ο Ήλιος ανατÎλλει, ότι εκεί δÏει, όπου δε δÏει, ότι εκεί ανατÎλλει; Αλλ' όμως και τοÏτο ακόμη βÎβαια γνωÏίζετε: ότι ο μεν βοÏÏάς (πνÎων) φÎÏει (τον πλÎοντα) Îξω του Πόντου, Ï€Ïος την Ελλάδα, ο δε νότος, εντός του Πόντου, Ï€Ïος τον Φάσιν. Και λÎγεται (από τους ναυτικοÏÏ‚) ότι, όταν πνÎη βοÏÏάς, είναι οι Ï€Ïος την Ελλάδα πλόες ευνοϊκοί και οÏÏιοι. ΤοιοÏτου είδους, λοιπόν, απάτην θα ευÏίσκετο άÏα γε κανείς να μετÎλθη Ï€Ïος υμάς (με τοιοÏτου είδους ψÎμματα, λοιπόν, θα ήτο δυνατόν κανείς να σας ξεγελάση) ώστε να σας πείση να επιβιβασθήτε εις τα πλοία, οπόταν πνÎη εις τον Πόντον νότιος άνεμος; Αλλά θα ηδÏνατό τις να μοι είπη ότι δεν θα συμβή τοÏτο, διότι δήθεν εγώ θα επιβιβασθώ όταν θα ήναι μόνον γαλήνη. «Λοιπόν, εγώ μεν θ' αναχωÏήσω μ' Îνα μόνον πλοίον, σεις δε όλοι, τουλάχιστον μ' εκατόν. Î ÏŽÏ‚, λοιπόν, εγώ ήθελα σας εξαναγκάση να αναχωÏήσετε μαζή μου χωÏίς να θÎλετε ή πώς ήθελα σας σÏÏη δι' απάτης με το μÎÏος μου; «Αλλ' Îστω. ΠαÏαδÎχομαι ότι σας εξηπάτησα και διά δόλου σας παÏÎσυÏα να Îλθετε εις τον Φάσιν. Και, λοιπόν, αποβιβαζόμεθα εις την χώÏαν. Βεβαίως θα ενοήσετε αμÎσως ότι δεν ευÏίσκεσθε εις την Ελλάδα. Και εγώ μεν ο εξαπατήσας υμάς θα ήμαι (απÎναντί σας) Îνας, σεις δε οι εξαπατηθÎντες θα ήσθε (απÎναντί μου) πεÏίπου δÎκα χιλιάδες με τα όπλα σας. Î ÏŽÏ‚, λοιπόν, (κατά ποίον, λοιπόν, άλλον Ï„Ïόπον) θα ηδÏνατο πεÏισσότεÏον να τιμωÏηθή Î±Î½Î®Ï Î® οÏτω πεÏί ÎµÎ±Ï…Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ πεÏί υμών σκεπτόμενος; «Αλλ' οι λόγοι οÏτοι είναι λόγοι ανθÏώπων και ηλιθίων και φθονοÏντων με διά τας τιμάς, με τας οποίας με πεÏιβάλλετε. Αν και φÏονώ ότι όχι βÎβαια δικαίως ήθελαν με φθονήση. Διότι ποίον εξ αυτών εγώ εμποδίζω ή να ομιλή — εάν τις Îχη την δÏναμιν να κάμη τι καλόν — εν τω μÎσω υμών, ή να πολεμή — εάν τις θÎλη — και Ï…Ï€ÎÏ Ï…Î¼ÏŽÎ½ και Ï…Ï€ÎÏ ÎµÎ±Ï…Ï„Î¿Ï, ή να Îχη πάντοτε άγÏυπνον το πνεÏμα του, φÏοντίζων πεÏί της ασφαλείας (της ζωής σας); Τάχα, όταν εκλÎγετε τους αÏχηγοÏÏ‚ σας, εις ποίου εκλογήν εγώ γίνομαι εμπόδιον; ΥποχωÏÏŽ (Ï€Ïο αυτοÏ) και ας άÏχη. ΑÏκεί να παÏουσιάζεται Ï€Ïάττων καλόν τι Ï…Ï€ÎÏ Ï…Î¼ÏŽÎ½. «Αλλ' όμως, ως Ï€Ïος εμΠμεν, είναι αÏκετά όσα πεÏί τοÏτων είπα. Εάν δε τις από σας φÏονή ή ότι, εγώ ο ίδιος τελείως, εις όσα ανÎφεÏα, ηπατήθην ή ότι άλλον τινά ηπάτησα, ας Îλθη, καταγγÎλλων την απάτην, να το αποδείξη. «Όταν όμως αÏκήσθε εις τα λεχθÎντα, μην απÎλθετε εντεÏθεν Ï€Ïιν ή ακοÏσετε τι είναι εκείνο το οποίον βλÎπω εγώ Ï„ÏŽÏα να παÏουσιάζεται εις τον στÏατόν. Εάν μάλιστα μÎλλη να επιταθή τοÏτο και ήναι οποίον υποδηλώνεται (ότι θα ήναι εν τω μÎλλοντι), φÏονώ ότι είναι καιÏός πλÎον να σκεφθώμεν σοβαÏÏŽÏ‚ Ï…Ï€ÎÏ ÎµÎ±Ï…Ï„ÏŽÎ½, μη φωÏαθώμεν άθλιοι κ' επαίσχυντοι άνδÏες και ενώπιον των θεών και ενώπιον των ανθÏώπων και των φίλων και των πολεμίων μας». ΑκοÏσαντες δε ταÏτα οι στÏατιώται ηπόÏουν τι να ήτο τοÏτο άÏα γε, και τον παÏεκίνουν να το είπη. Μετά τοÏτο άÏχεται και πάλιν λÎγων τα εξής: «ΓνωÏίζετε ίσως ότι ήσαν βαÏβαÏικά τινα μÎÏη Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ οÏÎων, φιλικώς διακείμενα Ï€Ïος τους κατοίκους της ΚεÏασοÏντος, από τα οποία κατεÏχόμενοί τινες μας επώλουν και ζώα κατάλληλα διά τας θυσίας μας και όσα άλλα είχαν, νομίζω δε ότι καί τινες από σας, ελθόντες εις το πλησιÎστεÏον εκ των μεÏών αυτών και αγοÏάσαντÎÏ‚ τι, πάλιν επανήλθον. «Μαθών ακÏιβώς τα κατά τοÏτο ΚλεάÏετος ο λοχαγός, ότι δηλαδή και ασήμαντον είναι το μÎÏος και απÏοφÏλακτον ως εκ της μετά των ΚεÏασουντίων φιλίας του, ((22) επιτίθεται κατ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î·Î½ νÏκτα διά να το λεηλατήση, χωÏίς εις κανÎνα εξ ημών να είπη τίποτε. «Είχε δε κατά νουν, εάν κατοÏθώση και καταλάβη το μÎÏος τοÏτο, εις μεν το στÏάτευμα να μην επανÎλθη πλÎον, επιβιβαζόμενος δε εις πλοίον, εντός του οποίου ευÏίσκοντο εκεί που πλησίον πλÎοντες οι υπό την αυτήν στεγαζόμενοι σκηνήν συνάδελφοί του («σÏσκηνοι»), και φοÏτώνων εις αυτό ÏŒ,τι ήθελεν αÏπάση εκ της λεηλασίας, ν' αναχωÏήση εκείθεν κÏυφίως, πλÎων Îξω του Πόντου. ΠεÏί όλων δε τοÏτων συνενοήθησαν (Ï€ÏοηγουμÎνως) μετ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î¿Î¹ εν τω πλοίω, καθώς εγώ υποθÎτω. «ΠÏοσκαλÎσας, λοιπόν, εκ του στÏÎ±Ï„Î¿Ï ÏŒÏƒÎ¿Ï…Ï‚ κατώÏθωσε να πείση, τους ωδήγησε κατά του μÎÏους εκείνου. Ενώ δ' ακόμη εβάδιζε, τον καταλαμβάνει η ημÎÏα, και συναχθÎντες αμÎσως οι κάτοικοι και από απÏοσίτων μεÏών κτυπώντες και πληγώνοντες, και τον ΚλεάÏετον φονεÏουν και εκ των άλλων ουκ ολίγους. ΤινÎÏ‚ δε (εκ των πεÏί αυτόν) και εις την ΚεÏασοÏντα καταφεÏγουν. «ΤαÏτα δ' ελάμβανον χώÏαν πλÎον κατά την ημÎÏαν, καθ' ήν ανεχωÏοÏμεν &(ξεκινοÏσαμε)& διά ξηÏάς Ï€Ïος τα εδώ. Εκ δε των πλεόντων ευÏίσκοντο ακόμη τινÎÏ‚ εις την ΚεÏασοÏντα, μη αναχθÎντες εισÎτι εις το Ï€Îλαγος. Μετά ταÏτα, καθώς οι ΚεÏασοÏντιοι λÎγουν, φθάνουν εκ των κατοίκων του μÎÏους εκείνου («του χωÏίου») Ï„Ïεις εκ των σεβαστοτÎÏων άνδÏες, επιθυμοÏντες να Îλθουν εις το στÏάτευμα (να ίδουν τους στÏατηγοÏÏ‚). «Επειδή δε δεν μας επÏόφθασαν, Îλεγαν εις τους ΚεÏασουντίους ότι ηπόÏουν διατί απεφασίσαμεν &(πώς μας ήÏθε)& να επιτεθώμεν κατ' αυτών. Î‘Ï†Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚, κατά το λÎγειν των ΚεÏασουντίων, τους εβεβαίωσαν οÏτοι ότι η επίθεσις εκείνη δεν Îγεινεν από κοινοÏ, ευχαÏιστήθησαν και εσκÎπτοντο να Îλθουν εδώ (εις ΚοτÏωÏα), διά να μας καταγγείλουν τα γενόμενα και μας παÏακινήσουν (Ï€Ïοτείνουν) να θάψωμεν, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±Ïαλάβωμεν, τους εκεί πεσόντας νεκÏοÏÏ‚ μας. »Αλλ' εκ των αποφυγόντων την καταστÏοφήν Ελλήνων Îτυχε να ευÏίσκωνταί τινες ακόμη εις την ΚεÏασοÏντα. ΟÏτοι, επειδή, όπου και αν επήγαιναν οι βάÏβαÏοι, τους ησθάνοντο διαÏκώς εμπÏός των, ((23) ετόλμησαν και αυτοί οι ίδιοι να τους λιθοβολήσουν και τους άλλους Ï€ÏοÎÏ„Ïεπαν να τους μιμηθοÏν. Και οÏτω οι άνδÏες εκείνοι αποθνήσκουν — και οι Ï„Ïεις όντες Ï€ÏÎσβεις (δηλ. Ï€Ïόσωπα ιεÏά) — λιθοβοληθÎντες. Â»Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ συνÎβησαν ταÏτα, ÎÏχονται Ï€Ïος ημάς εδώ απεσταλμÎνοι εκ της ΚεÏασοÏντος και μας καταγγÎλλουν τα γενόμενα. Και ημείς οι στÏατηγοί, ακοÏσαντες, και εστενοχωÏοÏμεθα δι' όσα Îγειναν και με τους ΚεÏασουντίους συνεσκεπτόμεθα πεÏί του Ï„Ïόπου, καθ' ον θα εθάπτοντο οι νεκÏοί (εκείνοι) των Ελλήνων. «Ενώ δε συνεκαθήμεθα Ï€Ïο του στÏατοπÎδου (με τους ΚεÏασουντίους), Îξαφνα ακοÏομεν θόÏυβον πολÏν και φωνάς: &ΣκότωσΠτον! χτÏπα τον!& κ' ευθÏÏ‚ τότε βλÎπομεν πολλοÏÏ‚ να Ï„ÏÎχουν Ï€Ïος τα εμπÏός, κÏατοÏντες λίθους εις τας χείÏας, άλλους δε ν' αναλαμβάνουν τοιοÏτους &(από χάμω)&. «Και οι μεν ΚεÏασοÏντιοι, επειδή είχαν ήδη Ï…Ï€' όψει τους το λαβόν χώÏαν εις την πόλιν των συμβάν, φοβηθÎντες διευθÏνονται (ζητοÏντες Ï€Ïοστασίαν) εις τα πλοία. Ήσαν δε μα τον Δία καί τινες από ημάς, οίτινες (επίσης) εφοβήθησαν.((24) «Εγώ οÏχ ήττον ÎÏ„Ïεξα Ï€Ïος αυτοÏÏ‚ και τους ηÏώτων τι συμβαίνει. Εκ τοÏτων δε, αν και ήσαν τινες, οίτινες ουδÎν εγνώÏιζαν, εκÏάτουν εν τοÏτοις λίθους εις τας χείÏας. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' επί Ï„Îλους επÎτυχα κάποιον να γνωÏίζη τα διατÏÎξαντα, μου λÎγει ότι (όλα αυτά συμβαίνουν, διότι) οι αγοÏανόμοι μεταχειÏίζονται τα στÏάτευμα αυστηÏότατα. »Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ïτω κάποιος βλÎπει τον αγοÏανόμον ΖήλαÏχον να φεÏγη Ï€Ïος την θάλασσαν, και ανÎκÏαξε: &Îά Îνας! ο ΖήλαÏχος!& Εκείνοι δε, μόλις ήκουσαν τας φωνάς, Ï„ÏÎχουν κατ' επάνω του, σαν να είχε φανή κανείς αγÏιόχοιÏος ή καμμία Îλαφος. »Αλλ' οι ΚεÏασοÏντιοι, μόλις τους είδαν να Ï„ÏÎχουν Ï€Ïος το μÎÏος των, νομίζοντες Ï€Ïοφανώς ότι διευθÏνονται εναντίον των Ï„ÏÎπονται δÏομαίως εις φυγήν και Ïίπτονται εις την θάλασσαν. ΣυνεÏÏίφθησαν δε και εξ ημών αυτών αÏκετοί, και πας όστις δεν εγνώÏιζε να κολυμβά, επνίγετο. »Και, λοιπόν, τι νομίζετε ότι Ï…Ï€Îθεσαν οι ΚεÏασοÏντιοι οÏτοι ότι συνÎβαινε; ΚανÎν μεν αδίκημα δεν είχαν κάμη. Εφοβήθησαν δε μήπως καμμία λÏσσα είχεν, όπως εις τους σκÏλλους, ενσκήψη εις το στÏάτευμα! Εάν, λοιπόν, όσα σας είπα ήναι τόσον φοβεÏά, σκεφθήτε πλÎον που δÏναται να φθάση μίαν ημÎÏαν η κατάστασις αÏτη του στÏατεÏματος. »Όλοι μεν σεις δεν θα ήσθε κÏÏιοι οÏτε να κηÏÏξετε (επιχειÏήσετε) πόλεμον Ï€Ïος όντινα θÎλετε, οÏτε να τον παÏσετε (διακόψετε), Îκαστος δε ξεχωÏιστά &(όποιου δε του καπνίση χωÏιστά)& θα οδηγή καθ' οιουδήποτε θÎλει τον στÏατόν. Και εάν τινες Îλθουν Ï€Ïος σας ως Ï€ÏÎσβεις, διά να σας παÏακαλÎσουν ή δι' ειÏήνην ή δι' άλλο τι, φονεÏοντες τοÏτους αυθαιÏÎτως όσοι από σας θÎλουν, θα γείνουν αίτιοι να μην ακοÏσετε τους λόγους εκείνων οίτινες (δι' ειÏήνην ή δι' άλλο τι) ÎÏχονται Ï€Ïος σας. «Έπειτα δε, εκείνοι μεν τους οποίους σεις όλοι ηθÎλατε εκλÎξη ως αÏχηγοÏÏ‚ σας, δεν θα λογαÏιάζωνται διόλου, εκείνος δε όστις ήθελεν εκλÎξη τον εαυτόν του ως στÏατηγόν και επιθυμεί &(τοÏÏχεται)& να διατάσση: &ΚτÏπα, κτÏπα!& οÏτος θα ήναι ικανός και (τον) αÏχηγόν να φονεÏη και οιονδήποτε από σας θÎλει ιδιώτην, χωÏίς να τον δικάση Ï€ÏοηγουμÎνως, αÏκεί (δι' όλα αυτά) να υπάÏχουν εκείνοι οίτινες θα υπακοÏσουν εις αυτόν, όπως και εις την Ï€ÏοκειμÎνην πεÏίπτωσιν συνÎβη. «Συλλογισθήτε δε ποίας καθ' υμών Îχουν διαπÏάξη αδικίας οι αυτοχειÏοτόνητοι οÏτοι στÏατηγοί. ΖήλαÏχος μεν ο αγοÏανόμος, εάν μεν σας ηδίκησεν, εξηφανίσθη ήδη αποπλεÏσας, χωÏίς να τον δικάσετε (τιμωÏήσετε). Εάν δε δεν σας ηδίκησεν, Îφυγεν ήδη από το στÏάτευμα, φοβηθείς μήπως, χωÏίς να δικασθή, φονευθή αδίκως. «Εκείνοι δε οίτινες ελιθοβόλησαν τους Ï€ÏÎσβεις, κατώÏθωσαν &(κατάφεÏαν)&: μόνοι ημείς εκ των Ελλήνων να μην ήμεθα του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï ÎµÎ½ ασφαλεία εις την ΚεÏασοÏντα, εάν δεν πηγαίνωμεν εκεί συνοδευόμενοι από ισχυÏάν (Ï€Ïος ασφάλειάν μας) δÏναμιν. Ως Ï€Ïος τους νεκÏοÏÏ‚ δε, τους οποίους Ï€ÏοηγουμÎνως αυτοί οÏτοι οι φονεÏσαντες μας επÏότειναν να θάψωμεν, και ως Ï€Ïος τοÏτους ακόμη κατώÏθωσαν να μην ήναι, οÏτε ακόμη με κηÏÏκειον, ((25) ασφαλÎÏ‚ να τους αποκομίζωμεν (να μη δυνάμεθα οÏτε ακόμη με κηÏÏκειον να τους αποκομίζωμεν — σηκώνωμε — χωÏίς να κινδυνεÏωμεν). Διότι ποιος θα θελήση πλÎον ν' αναλάβη κήÏυκος ((26) αποστολήν, ενώ αυτός οÏτος Îχει ήδη φονεÏση κήÏυκας; ΟÏτω δε πεÏιήλθομεν εις την θÎσιν να παÏακαλÎσωμεν ημείς τους ΚεÏασουντίους να τους θάψουν. »Εάν μεν, λοιπόν, φÏονήτε ότι όλα όσα σας εξÎθηκα Îχουν καλώς, νομιμοποιήσατε τότε την οικτÏάν αυτήν κατάστασιν, ίνα, Î±Ï†Î¿Ï Î¸Î± ήμεθα τοιοÏτοι (πλÎον άθλιοι εν τη ζωή), πεÏιφÏουÏήση ξεχωÏιστά Îκαστος τον εαυτόν του, Ï€Ïοσπαθή δε του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï Î½Î± κατοική (να διαμÎνη) εκεί όπου μόνον θα ηδÏνατο να Îχη δεξιά Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ υψηλότεÏά του,((27) απότομα και κÏημνώδη μÎÏη! ((28) »Εάν όμως νομίζετε ότι αι Ï€Ïάξεις αÏται είναι ÎÏγα θηÏίων και όχι ανθÏώπων, αποφασίσατε να θÎσετε πλÎον «τελείαν και παÏλαν» εις αυτάς. Άλλως, πώς — «δι' όνομα του θεοÏ» — πώς θα τολμήσωμεν να Ï€ÏοσφÎÏωμεν ηδÎως εις τους ΘεοÏÏ‚ θυσίας, ποιοÏντες ÎÏγα ασεβή, ή πώς θα πολεμήσωμεν εις το μÎλλον τους εχθÏοÏÏ‚ μας, όταν αλληλοσπαÏαζώμεθα; »Ποία δε πόλις θα μας υποδεχθή του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï Î¼Îµ φιλικά αισθήματα, βλÎπουσα τόσον μεγάλην παÏαλυσίαν εις το στÏάτευμα; Ποίος δε με θάÏÏος, (χωÏίς να διατÏÎχουν κανÎνα τα συμφÎÏοντά του κίνδυνον), θα μας παÏάσχη πλÎον Ï„Ïοφάς Ï€Ïος αγοÏάν, όταν πεÏί τα σπουδαιότατα φωÏώμεθα οÏτω παÏεκτÏεπόμενοι και σφάλλοντες; Τον Îπαινον δε, τον οποίον φανταζόμεθα ότι παÏ' όλων θα κεÏδίσωμεν, (σας εÏωτώ): ποίος ήθελεν απονείμη πλÎον Ï€Ïος ημάς, τοιοÏτους όντας; Διότι γνωÏίζω ότι ημείς τουλάχιστον θα ωνομάζαμεν δειλοÏÏ‚ και ανάνδÏους εκείνους, οίτινες θα ÎÏ€Ïαττον τοιαÏτας επαισχÏντους Ï€Ïάξεις». Μετά τους λόγους τοÏτους εγεÏθÎντες όλοι επÏότειναν: όσοι μεν Îγειναν παÏαίτιοι τοÏτων (διÎÏ€Ïαξαν ταÏτας), να τιμωÏηθοÏν, του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï Î´Îµ να μην επιτÏαπή πλÎον εις κανÎνα να παÏανομή. ((29) Εάν δε τις παÏανομήση εις το μÎλλον, να τιμωÏηθή διά θανάτου. Τους δε στÏατηγοÏÏ‚ να εισαγάγουν πάντας εις δίκην. Και εάν τις, αφ' ης εφονεÏθη ο ΚÏÏος, ηδικήθη εις ÏŒ,τι δήποτε, να εγκαταστήσουν αμÎσως (Ï€Ïος απονομήν του δικαίου) δικαστήÏια. ΥπÎδειξαν δε ως δικαστάς λοχαγοÏÏ‚. ΠαÏακινοÏντος δε του Ξενοφώντος και των μάντεων συμβουλευόντων, απεφασίσθη να καθαÏίσουν (να εξαγνίσουν) τον στÏατόν (από το μίασμα των διαπÏαχθÎντων ανοσιουÏγημάτων). Και Ï€Ïος τοÏτο Îγεινε διά θυσιών Ï€Ïος τους ΘεοÏÏ‚ και άλλων ο Ï€ÏÎπων εξιλεωτικός αυτών αγιασμός. Κεφάλαιον όγδοον Απεφασίσθη δε και οι στÏατηγοί να δικασθοÏν (τιμωÏηθοÏν) δι' όσα κατά το παÏελθόν διÎÏ€Ïαξαν κακά. Και δικαζομÎνων, ο μεν Φιλήσιος και Ξανθικλης κατεδικάσθησαν να πληÏώσουν το Îλλειμμα,((30) το οποίον ευÏÎθη μετά την φÏοÏÏησιν των από των πλοίων, (όσα άλλοτΠποτε είχαν συλληφθή υπό του ΠολυκÏάτους), εκφοÏτωθÎντων Ï€Ïαγμάτων, ανελθόν εις είκοσι μνας. ((31) Ο δε Σοφαίνετος, εις μνας δÎκα, διότι εκλεγείς άÏχων, εδείχθη αμελής πεÏί τα καθήκοντά του. Τον δε Ξενοφώντα κατηγόÏησάν τινες, λÎγοντες ότι εκτυπήθησαν Ï…Ï€' αυτοÏ. Τον κατηγόÏουν δηλαδή επί βιαιότητι. Και ο Ξενοφών, εγεÏθείς, διÎταξε τον Ï€Ïώτον κατηγοÏήσαντα να είπη: Ï€Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ πότε εκτυπήθη. ΟÏτος δε απήντησεν: «Όταν εχανόμεθα (απεθνήσκομεν) από το ψÏχος και Îπιπτε πολλή χιών». Ο δε Ξενοφών απήντησεν: «Αλλά βεβαίως, εις εποχήν καθ' ην, όπως λÎγεις, ο χειμών ήτο φοβεÏός, εστεÏοÏμεθα δε Ï„Ïοφών, οίνον δε οÏτε Ï€Ïος όσφÏησιν καν είχαμεν (οÏτε για μυÏουδιά), οι πεÏισσότεÏοι δε είχαμεν αποκάμη από τους κόπους, μας ηκολοÏθουν δε κατά πόδας οι πολÎμιοι, βεβαίως, εάν (υποτεθή ότι) εις τοιαÏτας δυσκόλους πεÏιστάσεις εφάνην βίαιος («ÏβÏισα»), ομολογώ ότι ÎÏ€Ïεπε τότε να ήμαι ακόμη και αυτών των όνων υβÏιστότεÏος (βιαιότεÏος), οίτινες, όπως λÎγουν, από κανÎνα κόπον δεν καταβάλλονται εις τας Ï€Ïος αλλήλους ÏβÏεις των (τας Ï€Ïος ασÎλγειαν οÏμάς των). ((32) »Αλλ' ειπΠμοι — Ï€ÏοσÎθηκε — διά ποίαν αιτίαν εκτυπήθης; Ποίον εκ των δÏο τοÏτων σου εζήτησα, και, επειδή δεν μου το Îδωκες, σ' εκτÏπησα; ΛÎγε! Τι απήτουν από σε; Μήπως εφιλονίκουν (ημιλλώμην) Ï€Ïος σε πεÏί παιδικών; Μήπως εν ÏŽÏα μÎθης σε ελÏπησα;». Επειδή δε κανÎν' από αυτά δεν εβεβαίωσεν, ο Ξενοφών τον ξαναÏώτησεν αν είναι οπλίτης. — «Όχι» — απεκÏίθη εκείνος. Και πάλιν τον εÏωτά μήπως είναι πελταστής. «ΟÏτε πελταστής» απήντησεν «αλλ' ως ελεÏθεÏος ετάχθην από τους συναδÎλφους μου (συνοίκους μου) να ελαÏνω ημίονον (να ήμαι ελάτης)». Τότε, λοιπόν, τον ανεγνώÏισε και τον εÏωτά: «Μήπως είσαι ο παÏαλαβών τον ασθενή &(κατασκοτωμÎνον από τους κόπους)& στÏατιώτην;». «Îαι, μα τον Δία» απεκÏίθη «(εγώ είμαι εκείνος), διότι συ με εξηνάγκασες (να τον παÏαλάβω): Τας δε αποσκευάς (όπλα) των συναδÎλφων μου διεσκόÏπισες εδώ κ' εκεί». «Αλλ' ο μεν διασκοÏπισμός των, είπεν ο Ξενοφών, Îγεινεν &(απάνω - κάτω)& ως εξής: τας παÏÎδωκα εις άλλους να τας φÎÏουν και διÎταξα να τας διαβιβάσουν κÏυφίως (δι' άλλης οδοÏ) Ï€Ïος εμÎ, και, Î±Ï†Î¿Ï 'ξεχώÏισα τας ιδικάς σου (από τας άλλας), σου τας επÎστÏεψα, επειδή και συ μου παÏÎδωκας τον στÏατιώτην (που σου ενεπιστεÏθην). Î ÏŽÏ‚ Îχει δε η υπόθεσις αυτή, ακοÏσατε — είπε — διότι αληθώς αξίζει (τον κόπον) να την ακοÏσετε: «Κάποιος στÏατιώτης, μη δυνάμενος πλÎον να βαδίζη (από την κοÏÏασιν), Îμενεν οπίσω. Και όσον μεν αφοÏά εμÎ, τον άνθÏωπον αυτόν απλώς μόνον εγνώÏιζα ότι ήτον Îνας εξ ημών. Σε ηνάγκασα δε να τον παÏαλάβης &(σηκώσης)&, διά να μην αποθάνη. Διότι, καθώς εγώ ενόμιζα, μας ηκολοÏθουν κατά πόδας οι πολÎμιοι». Και όλα αυτά επίσης τα εβεβαίωσεν ο κατηγοÏήσας τον Ξενοφώντα επί βιαιότητι. «Λοιπόν — είπεν ο Ξενοφών — Î±Ï†Î¿Ï Ïƒ' Îστειλα εις τα ÎμπÏοσθεν του στÏατεÏματος, σ' ευÏίσκω &(σε πετυχαίνω)& αιφνιδίως κατόπιν, πλησιάζων και πάλιν με τους οπισθοφÏλακάς μου, να σκάπτης λάκκον με σκοπόν να θάψης &(καταχώσης)& τον άνθÏωπον εκείνον, και, σταθείς Ï€Ïο σου,((33) σ' επήνουν (διά την Ï€Ïάξιν σου). »Επειδή δε, ενώ όλοι παÏιστάμενα θεώμενοι, συνÎκλεισε το σκÎλος του ο στÏατιώτης, οι παÏευÏισκόμενοι εκεί ανÎκÏαξαν ότι «ζη ο άνθÏωπος!». Συ δε είπες: «ας ζη όσον θÎλει! &(δεν πα να ζη!)&. Εγώ βεβαίως δεν θα τον σηκώσω πλÎον». Τότε, λοιπόν, σ' εκτÏπησα». «Αληθώς οÏτω συνÎβησαν». «Διότι μου εφάνης — είπεν ο Ξενοφών — ομοιάζων με άνθÏωπον γνωÏίζοντα (μου εφάνης γνωÏίζων) ότι Îζη ο στÏατιώτης εκείνος». «Αλλ' — απήντησε — μήπως δεν απÎθανε κατόπιν, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÎ¿Ï… τον παÏÎδωκα;».((34) «Αλλ' — είπεν ο Ξενοφών — και ημείς εδώ όλοι μίαν ημÎÏαν θ' αποθάνωμεν. Λοιπόν, δι' αυτόν τον λόγον Ï€ÏÎπει να ταφώμεν ζώντες;». ((35) Και τοÏτον μεν όλοι οι παÏιστάμενοι στÏατιώται ανεβόησαν: ότι Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î»Î¯Î³Î¿Î½ τον εκτÏπησε &(Ï€Î¿Î»Ï 'λίγαις του 'δωκε)&. ΠαÏεκίνει δ' ο Ξενοφών και τους άλλους να του είπουν διά ποίον λόγον Îκαστος αυτών εδάÏη. Επειδή δε κανείς δεν ηγÎÏθη πλÎον, διά να του απαντήση, ο Ξενοφών εξηκολοÏθησεν: «Εγώ, ω άνδÏες, ομολογώ ότι εκτÏπησα Ï€Ïάγματι διά λόγους πειθαÏχίας στÏατιώτας τινάς, οίτινες, ενώ ήτο δυνατόν να σωθοÏν (να φθάσουν σώοι και ασφαλείς εις την πατÏίδα των) δι' υμών, πειθαÏχικώς βαδιζόντων και πολεμοÏντων όπου παÏίστατο ανάγκη, αυτοί, καταλιπόντες τας τάξεις του στÏατεÏματος, Ï€ÏοτÏÎχοντες αυτοÏ, ήθελαν ν' αÏπάζουν και να ήναι ανώτεÏοι ημών.((36) Εάν όμως εκάναμεν τοÏτο όλοι, ηθÎλαμεν όλοι καταστÏαφή. «ΜÎχÏι σήμεÏον δε και κάθε από μαλθακότητα αδÏανοÏντα και αÏνοÏμενον να σηκωθή &(να σταθή στα πόδια του)&, αφηνόμενον δε εις την διάκÏισιν του εχθÏοÏ, αυτόν και τον εκτÏπων και τον ηνάγκαζα να βαδίζη διά της βίας. Διότι και εγώ ο ίδιος, κατά τον παÏελθόντα δυνατόν χειμώνα, πεÏιμÎνων ποτΠκάποιους ετοιμάζοντας τας αποσκευάς των, επειδή εκάθισα (Îμεινα ακίνητος) επί πολλήν ÏŽÏαν, είδα ότι με πολλήν μου δυσκολίαν εσηκώθην (Îπειτα) και ότι ετÎντωνα τα σκÎλη μου &(διά να ξεμουδιάσω)&. »Επειδή λοιπόν ήξευÏα (Îλαβα πείÏαν) από τον εαυτόν μου, διά τοÏτο και όποιον άλλον Îβλεπα οπουδήποτε να κάθεται και ν' αποχαυνοÏται, τον ηνάγκαζα διά της βίας να κινήται &(τον Îβαζα μπÏοστά, τον Ï€Ïόγκιζα)&. Διότι το να κινήται τις και ν' ανδÏίζεται Îδιδεν εις το σώμα μεν κάποιαν θεÏμότητα, εις τα μÎλη δε ευκινησίαν. Το να κάθεται δε τις και να ησυχάζη (μακαÏίως), Îβλεπα ότι συνετÎλει εις το να αποπήγνυται (να μη κυκλοφοÏή) το αίμα και ν' αποσαπίζουν οι δάκτυλοι των ποδών — ταλαιπωÏία, από τας οποίας και σεις οι ίδιοι γνωÏίζετε ότι πολλοί Îπαθαν. »Κάποιον δε άλλον, ο οποίος ίσως είχε μείνη οπίσω από Ïαθυμίαν &(τεμπελιά)& κ' εμπόδιζε και σας τους ÎμπÏοσθεν και ημάς τους όπισθεν εÏχομÎνους να βαδίζωμεν, τον εκτÏπησα διά του γÏόνθου, διά να μη κτυπηθή κατόπιν από την λόγχην του εχθÏοÏ. Και λοιπόν, Ï„ÏŽÏα είναι επιτετÏαμμÎνον εις (τους κυÏίους) αυτοÏÏ‚, τους οποίους (οÏτω διά της βίας) Îσωσα, εάν Îπαθαν τίποτε από εμΠαδίκως, να μου ζητήσουν λόγον (ικανοποίησιν). Εάν όμως ηχμαλωτίζοντο από τους πολεμίους, δεν θα ηδÏναντο να λάβουν καμμίαν ικανοποίησιν, δι' οσονδήποτε μÎγα κακόν ήθελαν πάθη. »Οι λόγοι μου — είπεν — είναι απλοÏστατοι: Εάν μεν διά καλόν ετιμώÏησα οιονδήποτε, αξιώ να τιμωÏηθώ καθ' ον Ï„Ïόπον θα ετιμωÏοÏντο και γονείς χάÏιν (Ï€Ïος ικανοποίησιν) των υιών των και διδάσκαλοι χάÏιν (Ï€Ïος ικανοποίησιν), των μαθητών των. Διότι ακόμη και οι ιατÏοί καίουν και αποκόπτουν (τα σεσηπότα μÎλη) επί καλώ. »Εάν όμως νομίζετε ότι όλα αυτά τα ÎÏ€Ïαξα, διά να σας Ï€Ïοσβάλω («υβÏίσω»), λάβετε Ï…Ï€' όψει σας ότι σήμεÏα εγώ Îχω με την βοήθειαν των Θεών πεÏισσότεÏον θάÏÏος ή τότε και ότι σήμεÏα είμαι Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î¿Î»Î¼Î·ÏότεÏος ή τότε και ότι οίνον Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏον πίνω, και όμως, παÏ' όλα αυτά, κανÎνα δεν κτυπώ. »Διότι όλους σας σάς βλÎπω γαληνεÏοντας ((37) (και μακÏάν παντός κινδÏνου από εχθÏοÏ). Όταν όμως ήναι άγÏιος χειμών και η θάλασσα Îχη μεγάλην Ï„Ïικυμίαν, δεν βλÎπετε ότι και Îνεκα ελαχίστου μόνον νεÏματος θυμώνει μεν ο Ï€ÏωÏεÏÏ‚ με τους εν τη Ï€ÏÏŽÏα, θυμώνει δε ο κυβεÏνήτης του πλοίου με τους εν τη Ï€ÏÏμνη; Διότι, εάν τυχόν, εις τοιαÏτας δυσκόλους πεÏιστάσεις, γείνουν πολλά μικÏά σφάλματα, δÏνανται ταÏτα καθ' ολοκληÏίαν να καταστÏÎψουν όλους. »Ότι δε δικαίως τους εκτÏπων, και σεις ακόμη όλοι το επεκυÏώσατε (διά της στάσεώς σας). Διότι πάντοτε παÏευÏίσκεσθε πλησίον μου, ουχί απλώς μίαν οιανδήποτε γνώμην Îχοντες πεÏί εμοÏ, αλλά ξίφη εις τας χείÏας σας κÏατοÏντες, συνεπώς δε σας ήτον απολÏτως εÏκολον να Ï„ÏÎξετε εις βοήθειάν των, αν ηθÎλατε. Αλλά, μα τον Δία, οÏτε εις βοήθειαν τοÏτων ήÏχεσθε, οÏτε μαζή μου εκτυπάτε (όπως εγώ) τον ατακτοÏντα. ((38) »Διά τοÏτο μάλιστα και επιτÏÎψατε (εδώσατε το δικαίωμα) εις τους κακοÏÏ‚ εξ αυτών να βιαιοπÏαγοÏν, αφήνοντες αυτοÏÏ‚ ατιμωÏήτους. Διότι, εάν, κατά την γνώμην μου, θÎλετε να εξετάσετε καλώς τα Ï€Ïάγματα, θα εÏÏετε αυτοÏÏ‚ τους ιδίους και τότε κακοτÏόπους και σήμεÏα επίσης βιαιοτάτους. Τουλάχιστον, (διά να φÎÏω Îνα παÏάδειγμα), ΒοÎσκος ο Θεσσαλός, ο πυγμάχος, τότε μεν κατÎβαλλε κάθε Ï€Ïοσπάθειαν, ως ασθενής δήθεν, να μη φÎÏη ασπίδα, σήμεÏα δε, καθώς μανθάνω, πολλοÏÏ‚ εκ των ΚοτυωÏιτών Îχει ήδη ξεγυμνώση (φÎÏων όλον των ενδυμάτων των το βάÏος). Εάν, λοιπόν, ήσθε σώφÏονες, θα τον μεταχειÏισθήτε κατά Ï„Ïόπον εντελώς αντίθετον εκείνου, με τον οποίον μεταχειÏίζονται τους σκÏλλους. Διότι τους μεν αγÏιοσκÏλλους, την μεν ημÎÏαν δÎνουν, την δε νÏκτα αφήνουν ελευθÎÏους. ΤοÏτου δε, αν σωφÏονήτε, την μεν νÏκτα να δÎσετε, την ημÎÏαν δε να ξαπολÏσετε. »Αλλά — Ï€ÏοσÎθηκεν — αποÏÏŽ ότι, εάν μεν είς τινα από σας Îγεινα απεχθής, το ενθυμείσθε ευκόλως και δεν σιωπάτε. Εάν όμως ή εν καιÏÏŽ χειμώνος ÎÏ„Ïεξα εις βοήθειαν οιουδήποτε ή εχθÏόν τινα απ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î±Ï€ÎκÏουσα ή, ενώ ήτο ασθενής ή άποÏος, συνετÎλεσα εις το να εξευÏεθή οιαδήποτε Ï…Ï€ÎÏ Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î²Î¿Î®Î¸ÎµÎ¹Î± — πάντα ταÏτα ουδείς πλÎον ενθυμείται. Ακόμη και ουδΠεάν επήνεσά τινα, Ï€Ïάττοντα το καλόν και Ï€ÏÎπον, ουδΠεάν ετίμησα, όσον μου ήτο δυνατόν, κανÎνα ανδÏείον στÏατιώτην — και εκ τοÏτων ακόμη ουδÎν απολÏτως ενθυμείσθε. »Εν τοÏτοις φÏονώ ότι καλόν και δίκαιον και ιεÏόν κ' ευχάÏιστον (γλυκÏ) είναι: τα καλά μάλλον ή τα κακά να ενθυμήται τις». Μετά τους λόγους αυτοÏÏ‚ του Ξενοφώντος Ï€Î¿Î»Ï Ï†Ï…ÏƒÎ¹ÎºÏŒÎ½ ήτον όλοι πλÎον να εγεÏθοÏν ενθυμοÏμενοι (όσα Ï…Ï€ÎÏ Î±Ï…Ï„ÏŽÎ½ ÎÏ€Ïαξεν). Και το αποτÎλεσμα όλων αυτών υπήÏξεν ότι τα Ï€Ïάγματα είχαν ακÏιβώς όπως ο Ξενοφών τα αφηγήθη. Î’IΒΛIΟΠΕΚΤΟΠΚεφάλαιον Ï€Ïώτον Μετά ταÏτα δε, διαÏκοÏσης της εν ΚοτυώÏοις διαμονής των, άλλοι μεν των Ελλήνων Îζων από Ï„Ïοφάς εξ αγοÏάς, άλλοι δε και από ληστείας εκ της Παφλαγονίας. Επίσης δε και οι Παφλαγόνες Îκλεπτον αÏκετά τους διεσκοÏπισμÎνους εδώ κ' εκεί εκ των Ελλήνων, και τους κάπως μακÏÏτεÏα κατασκηνοÏντας Ï€Ïοσεπάθουν την νÏκτα να κακοποιοÏν. Και Îνεκα τοÏτων διÎκειντο Ï€Ïος αλλήλους εχθÏικώτατα. Ο δε ΚοÏÏλας, όστις ετÏχαινε τότε να ήναι άÏχων (διοικητής) της Παφλαγονίας, αποστÎλλει Ï€Ïος τους Έλληνας εφίππους Ï€ÏÎσβεις, ωÏαιότατα ενδεδυμÎνους, με την εντολήν να τους είπουν ότι ο ΚοÏÏλας είναι Ï€Ïοθυμότατος: οÏτε να βλάπτη, αλλ' οÏτε και να βλάπτεται από τους Έλληνας. Οι δε στÏατηγοί απεκÏίθησαν ότι πεÏί τοÏτων μεν θ' αποφασίσουν μαζή με όλον τον στÏατόν, τους Ï€ÏÎσβεις δε (με όλην των την διάθεσιν) τους εφιλοξÎνουν. Î Ïοσεκάλεσαν δε και εκ των άλλων Ελλήνων, όσους ενόμιζαν ότι ήσαν οι καταλληλότεÏοι. ((39) Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ Ï€ÏοσÎφεÏαν θυσίαν εις τους ΘεοÏÏ‚ βους των αιχμαλώτων και άλλα (κατάλληλα Ï€Ïος θυσίαν) ζώα, τους παÏÎθεσαν πλουσιοπάÏοχον γεÏμα, ανακεκλιμÎνοι δε εις μικÏάς κλίνας &(ευÏÏχωÏα σκαμνιά)& ÎÏ„Ïωγαν, και Îπιναν με ποτήÏια καμωμÎνα από κÎÏατα βοός, τα οποία τυχαίως είχαν Ï€Ïομηθευθή από την χώÏαν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îγειναν σπονδαί (Îκαμαν εκχÏσεις αÏάτου οίνου από τα ποτήÏιά των Ï€Ïος τιμήν των Θεών) και Îψαλαν δοξαστικόν Ïμνον Ï€Ïος τον Απόλλωνα («επαιάνισαν»), εσηκώθησαν κατ' αÏχάς μεν οι ΘÏάκες και εχόÏευσαν μαζή με τα όπλα των εν συνοδεία αυλοÏ, πηδώντες υψηλά και ανάλαφÏα, μεταχειÏιζόμενοι (εν τω χοÏεÏειν αυτών) και τας μαχαίÏας των.((40) Επί Ï„Îλους δε αÏχίζει δήθεν να κτυπά ο Îνας τον άλλον (με την μάχαιÏάν του), ώστε εις όλους να φαίνεται ότι αληθώς τον επλήγωνεν. Ο πληγωνόμενος δε Îπιπτε με Ï„Îχνην κατά γης. Και οι Παφλαγόνες ανεβόων (επιδοκιμαστικώτατα). Και ο μεν Îνας (εκ των χοÏευτών), Î±Ï†Î¿Ï ÎπαιÏνε τα όπλα του άλλου (του ψευδοφονευθÎντος), απεμακÏÏνετο Ï„Ïαγουδών άσμα τι θÏακικόν, ονομαζόμενον από τον εν αυτώ Ï„ÏαγουδοÏμενον ήÏωα: «Σιτάλκας». Άλλοι δε εκ των ΘÏακών μετÎφεÏαν τον άλλον Îξω (των θεωμÎνων), σαν να ήτον αληθινά νεκÏός, χωÏίς Ï€Ïάγματι να Îχη πάθη τίποτε. Κατόπιν εσηκώθησαν οι Αινιάνες και οι Μαγνήτες, οι οποίοι εχόÏεψαν, επίσης με τα όπλα των και αυτοί, τον, όπως τον ωνόμαζαν, χοÏόν «καÏπαίαν». Ο Ï„Ïόπος δε, καθ' ον εχοÏεÏετο ο χοÏός αυτός, ήτον ο εξής: ((41) Ο μεν Îνας (εκ των δÏο χοÏευτών), Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Î¿Î¸Îση &(ακουμπήση)& κάπου εκεί τα όπλα του, κάνει πως σπείÏει και οδηγεί ζεÏγος βοών Ï€Ïος αÏοτÏίασιν (οÏγώνει), συχνά-πυκνά στÏεφόμενος οπίσω του ως δήθεν φοβοÏμενος ληστήν, όστις, επί Ï„Îλους, κ' εμφανίζεται. Εκείνος όμως, μόλις (από μακÏάν) τον αντικÏÏση, αÏπάζει τα όπλα του, οÏμά κατ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ μάχεται μαζή του, ÎμπÏοσθεν του ζεÏγους των βοών (ιστάμενος).((42) — Επίσης δε, όπως και οι Ï€ÏοηγοÏμενοι, και οÏτοι Îκαναν όλα αυτά κινοÏμενοι εÏÏÏθμως Ï€Ïος αυλόν. — Επί Ï„Îλους ο ληστής νικά και, Î±Ï†Î¿Ï Î´Îση καλά τον ζευγηλάτην, αÏπάζει μαζή μ' αυτόν και το ζευγάÏι του. Κάποτε όμως συμβαίνει να αιχμαλωτίζη και ο ζευγηλάτης τον ληστήν. Έπειτα, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Î½ ζεÏξη, δεμÎνον με τας χείÏας όπισθεν, κοντά στα βώδια του, θÎτει και αυτόν κ' εκείνα εις κίνησιν («ελαÏνει»). Μετά ταÏτα εισÎÏχεται κάποιος από την Μυσίαν καταγόμενος («Μυσός»), κÏατών εις εκάστην χείÏα (μικÏάν και ελαφÏάν, πλεκτήν δε και πεÏικεκαλυμμÎνην με δÎÏμα αιγός) ασπίδα. Και άλλοτε μεν, σαν να είχεν ενώπιόν του δÏο αντιπάλους, εμιμείτο με τον χοÏόν την (και Ï€Ïος τους δÏο τοÏτους) μάχην. Άλλοτε δε μετεχειÏίζετο εναντίον του ενός μόνον τας ασπίδας, και άλλοτε πεÏιεστÏÎφετο ταχÏτατα, κάμνων συγχÏόνως το Îν μετά το άλλο και αναπηδήματα από των ποδών Ï€Ïος την κεφαλήν και από της κεφαλής Ï€Ïος τους πόδας &(τοÏμπαις)&, κÏατών και τας ασπίδας ανά χείÏας, ώστε οÏτω να παÏουσιάζη πάγκαλον εν συνόλω θÎαμα. Τελευταίον δ' εχόÏευσε τον ΠεÏσικόν χοÏόν, κτυπών τας ασπίδας την μίαν με την άλλην και γονατίζων και ξανασηκωνόμενος ((43). Και όλα αυτά επίσης και οÏτος Îκαμνεν εν συνοδεία αυλοÏ. Ενώ δ' εχοÏεÏετο ο χοÏός αυτός, εισελθόντες (αίφνης) οι Μαντινείς, εγεÏθÎντες δε και άλλοι τινÎÏ‚ εκ των ΑÏκάδων, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¾Ï‰Ï€Î»Î¯ÏƒÎ¸Î·ÏƒÎ±Î½ όσον ηδÏναντο καλλίτεÏα, εβάδισαν εν Ïυθμώ Ï€Ïος τον Îνοπλον χοÏόν εκείνον, συνοδευόμενοι Ï…Ï€' αυλών, και επαιάνισαν κ' εχόÏεψαν, όπως γίνεται εις τας λιτανείας του λαοÏ, όταν Ï€ÏοσÎÏχεται εις τον ναόν, διά να παÏακαλÎση ή να ευχαÏιστήση τους εν αυτώ θεοÏÏ‚ διά θυσιών κ' ευχών (Â«ÏŽÏƒÏ€ÎµÏ ÎµÎ½ τοις Ï€Ïος τους ΘεοÏÏ‚ Ï€Ïοσόδοις»). ΒλÎποντες δε οι Παφλαγόνες ταÏτα ενόμιζαν ως φοβεÏά τινα και τεÏάστια όλους τους χοÏοÏÏ‚ αυτοÏÏ‚, οÏτω χοÏευομÎνους με τα όπλα. Ο δε Μυσός, βλÎπων αυτοÏÏ‚ εκπεπληγμÎνους, Î±Ï†Î¿Ï Îπεισε κάποιον εκ των ΑÏκάδων, Îχοντα υπό την κυÏιότητά του οÏχηστÏίδα, (να της δώση την άδειαν να χοÏεÏση), την οδηγεί ενώπιόν των, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î·Î½ εστόλισεν όσον το δυνατόν καλλίτεÏα και της Îδωκεν ελαφÏάν ασπίδα (να κÏατή). ΑÏτη δ', (εμφανισθείσα οÏτω), εχόÏεψεν ελαφÏά και ανάεÏα τον (από του ΚÏητός Î Ï…ÏÏίχου ονομασθÎντα ΚÏητικόν χοÏόν) πυÏÏίχειον. ((44) (Ενώπιον του θεάματος αυτοÏ) ηγÎÏθη τότε (Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ Παφλαγόνων) πάταγος, εÏωτώντων, εάν και γυναίκες ακόμη συνεπολÎμουν μαζή των. Οι δ' Έλληνες Îλεγαν (χαÏιεντιζόμενοι) ότι αÏται ήσαν και αι Ï„ÏÎψασαι από του Î•Î»Î»Î·Î½Î¹ÎºÎ¿Ï ÏƒÏ„ÏατοπÎδου εις φυγήν τον βασιλÎα! Και οÏτω μεν, λοιπόν, επÎÏασεν η νυξ αυτή. Την δ' επομÎνην τους ωδήγησαν εις το στÏάτευμα. Και απεφάσισαν οι στÏατιώται οÏτε να ενοχλοÏν, αλλ' οÏτε και να ενοχλοÏνται οι Παφλαγόνες. Μετά ταÏτα οι μεν Ï€ÏÎσβεις ανεχώÏησαν. Οι δ' Έλληνες, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Î´Î±Î½ ότι είχαν πλÎον εις την διάθεσίν των αÏκετά (διά την αναχώÏησίν των) πλοία, επιβιβασθÎντες Îπλεον νυχθημεÏόν υπό οÏÏιον άνεμον, Îχοντες Ï€Ïος τα αÏιστεÏά των την Παφλαγονίαν. Την δ' επομÎνην φθάνουν εις την Σινώπην και Ï€ÏοσοÏμίζονται εις το επίνειον αυτής ΑÏμήνην. Οι Σινωπείς δε κατοικοÏν μεν εις την Παφλαγονικήν χώÏαν, είναι δε άποικοι των Μιλησίων. ΟÏτοι, λοιπόν, αποστÎλλουν ως δώÏα (φιλοξενίας) Ï€Ïος τους Έλληνας κÏιθίνων μεν αλεÏÏων Ï„Ïισχιλίους μεδίμνους, ((45) πλήÏεις δε οίνου χίλιους πεντακοσίους αμφοÏείς. ((46) ΕνταÏθα ήλθε και ο ΧειÏίσοφος με μίαν μόνον Ï„ÏιήÏη. Και οι μεν στÏατιώται ήλπιζαν ότι θα ήÏχετο φÎÏων εις αυτοÏÏ‚ κάτι τι σπουδαίον. ΟÏτος όμως δεν ÎφεÏε μεν τίποτε, ανήγγειλε δε, ότι εγκÏίνει (όσα μÎχÏι τοÏδε ÎÏ€Ïαξαν) και ο ναÏαÏχος Αναξίβιος και οι άλλοι, και ότι ο Αναξίβιος Ï…Ï€Îσχετο ότι, άμα εξÎλθουν του Πόντου, θα δώση εις Îκαστον μισθόν. Και εις την ΑÏμήνην ταÏτην Îμειναν οι στÏατιώται ημÎÏας Ï€Îντε. Άμα δε είδαν (ησθάνθησαν) ότι ήσαν πλησίον της Ελλάδος, Ï„ÏŽÏα πεÏισσότεÏον ή Ï€Ïιν εσκÎφθησαν &(τους μπήκε η Îννοια)& πως θα ήτο δυνατόν να επιστÏÎψουν εις την πατÏίδα των φÎÏοντες και κάτι τι μαζή των &(κάποιο χαÏτζηλίκι)&. ΈκÏιναν, λοιπόν, οÏθόν ότι, εάν εξÎλεγαν Îνα αÏχηγόν, θα ηδÏνατο Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏον ή εάν ήτο πολυπÏόσωπος ΚυβÎÏνησις ο Îνας οÏτος να διοικήση επωφελώς το στÏάτευμα και την ημÎÏαν και την νÏκτα, και, εάν παÏίστατο ανάγκη να κάνη τίποτε χωÏίς να εννοηθή, ότι θα ηδÏνατο να κÏυφθή Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î»Î¯Ï„ÎµÏα, και εάν, πάλιν, ήτον ηναγκασμÎνος να Ï€Ïοφθάση (Ï€Ïολάβη) κάτι, ότι Ï„ÏŽÏα Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î»Î¹Î³ÏŽÏ„ÎµÏον ή Ï€ÏότεÏον θα καθυστÎÏει (θα Îμενεν οπίσω). Διότι ενόμιζαν ότι δεν είχαν (πλÎον) ανάγκην Î±Î½Î±Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ λόγων &(από λόγια)&, ((47) αλλά πώς να τελειώνη (να Ï€Ïαγματοποιήται) το ταχÏτεÏον ÏŒ,τι μόνον ο Îνας θ' απεφάσιζεν. Ενώ Ï€ÏοτήτεÏα δυνάμει της επικÏατοÏσης ψήφου ÎÏ€Ïαττον τα πάντα οι στÏατηγοί. Μόλις δ' απεφάσισαν ταÏτα, διηυθÏνθησαν &(ετÏάβηξαν)& Ï€Ïος τον Ξενοφώντα. Και οι λοχαγοί, άμα τον επλησίασαν, του είπαν ότι τοιαÏτη είναι η απόφασις του στÏατοÏ, Îκαστος δε, φιλοφÏονοÏμενος Ï€Ïος αυτόν όσον το δυνατόν πεÏισσότεÏον, Ï€Ïοσεπάθει να τον πείση ν' αναλάβη την αÏχηγίαν του στÏατεÏματος. Ο δε Ξενοφών αφ' ενός μεν επεθÏμει (ÏŒ,τι του επÏοτείνετο), νομίζων ότι και η από μÎÏους του Ï€Ïος τους φίλους του εκτίμησις εκδηλοÏται οÏτω ζωηÏοτÎÏα, ((48) και εις την πατÏίδα του ότι Îτι μεγαλητÎÏα θα φθάση η φήμη του ονόματός του και ότι ίσως (κατά Ï„Ïχην) γείνη παÏαίτιος μεγάλου τινός ÎºÎ±Î»Î¿Ï Î´Î¹Î¬ τον στÏατόν. Και λοιπόν, αι μεν τοιαÏται σκÎψεις τον παÏεκίνησαν &(τον ÎσπÏωξαν)& ((49) Ï€Ïος την επιθυμίαν να γείνη γενικός μονάÏχης του στÏατεÏματος. Αλλ' όταν πάλιν ενεθυμείτο &(πεÏνοÏσε απ' το μυαλό του η ιδÎα)&, ότι διά κάθε μεν άνθÏωπον είναι άγνωστον Ï€Î¿Ï Î¸Î± ήναι το μÎλλον του &(Ï€Î¿Ï Î¸Î± καταλήξη)&, ότι δε, διά τοÏτο, θα εκινδÏνευε και να χάση εντελώς όλην την μÎχÏι τοÏδε κτηθείσαν διά τόσων κόπων δόξαν, πεÏιήÏχετο εις αποÏίαν πεÏί του Ï€ÏακτÎου (εστενοχωÏείτο). Ενώ δε εις τοιαÏτην ευÏίσκετο στενοχωÏίαν τι να Ï€Ïοτιμήση, ενόμισεν ότι το καλήτεÏον θα ήτο να εÏωτήση (ν' ανακοινώση τας σκÎψεις του) εις τους θεοÏÏ‚. Και, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹Îταξε να του φÎÏουν δÏο κατάλληλα Ï€Ïος θυσίαν σφάγια, ηÏώτα — ενώ τα εθυσίαζε — τον βασιλÎα Δία, όστις του ήτον από το μαντείον των Δελφών ενδεδειγμÎνος, (ίνα εÏωτάται εις τοιαÏτας κÏισίμους πεÏιστάσεις). Και μάλιστα το όνειÏον, το οποίον είδεν άλλοτε, ότε ήÏχιζε να λαμβάνη μÎÏος εις την από ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï ÎµÏ€Î¹Î¼Îλειαν του στÏατεÏματος &(να 'νοιάζεται κι αυτός για την Ï„Ïχη του στÏατεÏματος)&, ((50) ενόμιζεν ότι χάÏις και μόνον εις τον Θεόν αυτόν το είδεν. Και ότε ωÏμάτο &(ξεκινοÏσε)& από την Έφεσον, διά να ενωθή (συνεÏγασθή) με τον ΚÏÏον, ενεθυμείτο ότι αετός τις εφώναξεν αισιώτατα, καθήμενος όμως κατά γης και ηÏεμών, διά τον οποίον ο Ï€ÏοπÎμπων αυτόν (τον Ξενοφώντα) μάντις Îλεγεν ότι εσήμαινε μεν μÎγα και γεμάτον από δόξαν μάντευμα, μη αποβλÎπον την ατομικήν (του Ξ.) Ï„Ïχην, ότι όμως Ï€Ïοεμήνυε μεγάλας ταλαιπωÏίας και μόχθους διά το μÎλλον. Διότι (Îλεγεν) ότι πάÏα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏ€Î¹Ï„Î¯Î¸ÎµÎ½Ï„Î±Î¹ κατά του οÏτω καθημÎνου Î±ÎµÏ„Î¿Ï Ï„Î± ÏŒÏνεα. Και ότι ο οιωνός αυτός δεν Ï€Ïοεμάντευε πλοÏτον και αφθονίαν πόÏων. Διότι — κατά την γνώμην του — ο αετός Ï€ÏομηθεÏεται τα Ï€Ïος συντήÏησίν του αναγκαία μάλλον όταν ίπταται. ΟÏτω, λοιπόν, ενώ εθυσίαζεν εÏωτών διά των σφαγίων τον Θεόν, του αναγγÎλλει ολοφάνεÏα οÏτος να μη Ï€ÏοσθÎση εις την, ην Îχει, αÏχήν και άλλην, οÏτε, εάν τυχόν τον εξÎλεγαν, ν' αποδεχθή την εκλογήν. Και το ζήτημα μεν τοÏτο ελÏθη σÏμφωνα με την επιθυμίαν του ΘεοÏ. Ο δε στÏατός συνήλθε και πάντες ομοθÏμως επÏότειναν να εκλÎξουν Îνα μόνον αÏχηγόν. Και Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿ απεφάσισαν, επÏότειναν τον Ξενοφώντα. Όταν δε πλÎον εφάνη καταφώÏως ότι θα τον εκλÎξουν, δεδομÎνου ότι η νικώσα ψήφος ανήκε κατά νόμον πάντοτε εις τον Ï€Ïοτείνοντα, ηγÎÏθη οÏτος και είπε τα εξής: «Εγώ, ω άνδÏες, ως άνθÏωπος κ' εγώ μ' αδυναμίας, πάÏα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏ…Ï‡Î±ÏιστοÏμαι οÏτω από σας τιμώμενος και σας ευχαÏιστώ και εÏχομαι να μ' αξιώσουν οι Θεοί να γείνω διά σας κάποιου ÎºÎ±Î»Î¿Ï Ï€Î±Ïαίτιος. Το να Ï€Ïοτιμηθώ όμως από σας ως γενικός του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Î±Ïχηγός, ενώ παÏευÏίσκεται εις τας τάξεις σας Î±Î½Î®Ï Î›Î±ÎºÎµÎ´Î±Î¹Î¼ÏŒÎ½Î¹Î¿Ï‚, οÏτε εις σας μου φαίνεται ότι είναι συμφÎÏον — τουναντίον μάλιστα, εάν παÏακαλÎσετε τους ΘεοÏÏ‚ εις ÏŒ,τι δήποτε, διά τον λόγον ακÏιβώς τοÏτον ολιγώτεÏον θα εισακουσθήτε παÏ' αυτών — οÏτε πάλιν φÏονώ ότι η εκλογή μου αυτή είναι απηλλαγμÎνη οιουδήποτε κινδÏνου ως Ï€Ïος εμÎ. »Διότι βλÎπω ότι και την πατÏίδα μου δεν Îπαυσαν οÏτοι (οι Θεοί) πολεμοÏντες, Ï€Ïιν ή κατοÏθώσουν ν' αναγνωÏίσουν (Ïητώς) οι Αθηναίοι τους Λακεδαιμονίους και Ï€Ïιν ή γείνουν (οÏτοι) ηγεμόνες των. ((51) Î‘Ï†Î¿Ï Î´' ανεγνώÏισαν την ηγεμονίαν των ταÏτην οι Αθηναίοι, αμÎσως (οι Θεοί) Îπαυσαν να την πολεμοÏν και δεν κατεπίεζαν την πόλιν πλÎον (τας Αθήνας) Ï€ÎÏαν του υπό των συνθηκών συμφωνηθÎντος οÏίου. ΤαÏτα, λοιπόν, βλÎπων σκÎπτομαι μήπως, εάν φανώ ότι, όπου μου είναι εÏκολον, εκεί και παÏαβαίνω τας αξιώσεις των (τας εντολάς των), μήπως, λÎγω, λίαν ταχÎως Ï…Ï€' αυτών σωφÏονισθώ. »Όσον δ' αφοÏά εκείνο το οποίον σκÎπτεσθε, ότι θα ηγείÏετο μικÏοτÎÏα εις τον στÏατόν στάσις, εάν, αντί πολλών, υπήÏχεν Îνας μόνον αÏχηγός, μάθετε ότι, και οιονδήποτε άλλον εάν εκλÎξετε ως τοιοÏτον, πάντως εμΠδεν θα με ιδήτε ποτΠστασιαστήν. Διότι φÏονώ ότι, όστις, διαÏκοÏντος του πολÎμου, στασιάζει εναντίον του αÏÏ‡Î·Î³Î¿Ï Ï„Î¿Ï…, ότι οÏτος εναντίον της ιδίας Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÏƒÏ‰Ï„Î·Ïίας στασιάζει. Εάν δ' εκλÎξετε εμÎ, δεν θα εξεπληττόμην διόλου, εάν ηθÎλατε (μετά τινα καιÏόν) εÏÏη κανÎνα Ï€Ïόθυμον να φθονήση (ν' αντιπολιτευθή) και υμάς κ' εμλ. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ είπε ταÏτα, Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏοι Ï„ÏŽÏα διεμαÏÏ„ÏÏοντο λÎγοντες ότι είναι απόλυτος ανάγκη να ήναι αυτός (και όχι άλλος) ο αÏχηγός. Αγασίας δε ο Στυμφάλιος είπεν ότι θα ήτο γελοίον, εάν τα Ï€Ïάγματα είχον όπως τα εξÎθηκεν ο Ξενοφών. «Ή μήπως τάχα θα οÏγισθοÏν οι Λακεδαιμόνιοι ακόμη και εάν, συνελθόντες συνδαιτυμόνες τινÎÏ‚ εις δείπνον, εκλÎξουν Ï€Ïοϊστάμενον του συμποσίου μη Λακεδαιμόνιον; Επειδή — είπεν — εάν αληθώς Îχη οÏτω το Ï€Ïάγμα, Ï€ÏÎπει τότε — κατά την λογικήν αυτήν — να μην επιτÏαπή και εις ημάς να λοχαγώμεν, επειδή είμεθα ΑÏκάδες». Τότε, λοιπόν, επειδή ο Αγασίας οÏτος ωμίλησεν ευστόχως, οι στÏατιώται όλοι ήÏχισαν να επιδοκιμάζουν θοÏυβωδώς τους λόγους του. Και ο Ξενοφών, επειδή Îβλεπεν ότι απ' όσα Ï€ÏοηγουμÎνως είπεν, Îλειπεν ακÏιβώς το σπουδαιότεÏον, ελθών εις το μÎσον (των στÏατιωτών) είπεν: «Αλλ', ω άνδÏες, διά να βεβαιωθήτε &(διά να με πιστÎψετε)&, σας οÏκίζομαι εις όλας και όλους τους ΘεοÏÏ‚ ότι αληθώς εγώ, ευθÏÏ‚ Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎºÎ±Ï„Î¬Î»Î±Î²Î± την πεÏί ÎµÎ¼Î¿Ï Î±Ï€ÏŒÏ†Î±ÏƒÎ¯Î½ σας, ηÏώτων τους ΘεοÏÏ‚, εάν θα ήτο και διά σας και δι' εμΠεπωφελÎστεÏον να μου επιτÏÎψουν ν' αναλάβω την, ην μου Ï€Ïοτείνετε, αÏχηγίαν. Οι Θεοί όμως εις τα θυσιασθÎντα εις αυτοÏÏ‚ σφάγια μου Îδειξαν την απόφασίν των τόσον φανεÏά, ώστε και ιδιώτης ακόμη να ημποÏή να καταλάβη (εκ των σφαγίων), ότι διά παντός Ï„Ïόπου ÎÏ€Ïεπε ν' απόσχω της γενικής αÏχηγίας του στÏατεÏματος». Ένεκα τοÏτου, λοιπόν, εκλÎγουν τον ΧειÏίσοφον, όστις, ευθÏÏ‚ άμα εξελÎγη, παÏουσιασθείς Ï€Ïο των στÏατιωτών είπε τα εξής: «Αλλ', ω άνδÏες, τοÏτο μεν μάθετε καλώς, ότι οÏτε εγώ βÎβαια ήθελα στασιάση, εάν αντ' ÎµÎ¼Î¿Ï ÎµÎ¾ÎµÎ»Îγετε άλλον. Τον Ξενοφώντα όμως, μη εκλÎξαντες, ωφελήσατε. Ακόμη και Ï„ÏŽÏα (που σας ομιλώ) τον Îχει ήδη διαβάλη ο ΔÎξιππος Ï€Ïος τον Αναξίβιον όσον του ήτο δυνατόν, παÏ' όλας τας Ï€ÏοτÏοπάς μου να μη λÎγη τοιαÏτας διαβολάς. ΟÏτος δηλαδή (ο ΔÎξιππος) Îλεγε πώς επίστευεν ότι ο Ξενοφών θÎλει μάλλον να συναÏχηγή του στÏατεÏματος του ΚλεάÏχου μαζή με τον Τιμασίωνα, αν και ήτον οÏτος ΔαÏδανεÏÏ‚, παÏά με τον εαυτόν του (τον ΔÎξιππον), όντα Λάκωνα. ((52) Â»Î‘Ï†Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ — Ï€ÏοσÎθηκεν — εμΠεξελÎξατε, και εγώ (επίσης) θα Ï€Ïοσπαθήσω όσον ημποÏÏŽ να σας φανώ ωφÎλιμος. Και Ï„ÏŽÏα δÏνασθε πλÎον να Ï€Ïοετοιμάζεσθε μÎχÏι της αÏÏιον Ï€Ïος αναχώÏησιν, εάν ήναι ο καιÏός κατάλληλος. Θα διευθυνθώμεν δε Ï€Ïος την ΗÏάκλειαν. Î ÏÎπει, λοιπόν, όλοι μας να Ï€Ïοσπαθήσωμεν να Ï€ÏοσοÏμισθώμεν &(να πιάσωμεν)& εκεί. Ως Ï€Ïος τα άλλα δε, όταν φθάσωμεν εις την ΗÏάκλειαν, θα σκεφθώμεν». Κεφάλαιον δεÏτεÏον Από την Σινώπην, λοιπόν, την επομÎνην εκπλεÏσαντες (αναχωÏήσαντες) Îπλεον υπό οÏÏιον άνεμον παÏά την ακτήν επί δÏο ημÎÏας. Και [ενώ παÏÎπλεον, εθεώντο την Ιασονίαν ακτήν, όπου λÎγεται ότι Ï€ÏοσωÏμίσθη η ΑÏγώ, και των ποταμών, Ï€Ïώτον μεν του ΘεÏμώδοντος, κατόπιν δε του ΊÏιος και Îπειτα του Άλυος, τας εκβολάς, μετά τον τελευταίον δε τοÏτον, και την του ΠαÏθενίου. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ επÏοσπÎÏασαν και τοÏτον], Îφθασαν εις την ΗÏάκλειαν, πόλιν Ελληνικήν, αποικίαν των ΜεγαÏÎων, ευÏισκομÎνην δε εις την χώÏαν των ΜαÏιανδυνών. Και αγκυÏοβόλησαν παÏά την ΑχεÏουσιάδα ΧεÏÏόνησον, όπου λÎγεται ότι κατήλθε Ï€Ïος συνάντησιν του ΚεÏβÎÏου κυνός ο ΗÏακλής, δεικνÏουν δε και σήμεÏον εκεί καταβόθÏαν ως σημείον της καταβάσεώς του, Îχουσαν βάθος πλÎον των δÏο σταδίων. ΕνταÏθα οι ΗÏακλεώται στÎλλουν εις τους Έλληνας ως δώÏα φιλοξενίας Ï„Ïεις χιλιάδας μεδίμνους κÏιθίνων αλεÏÏων, δÏο χιλιάδας αμφοÏείς οίνου, είκοσι βους και εκατόν Ï€Ïόβατα. ΕνταÏθα, διά μÎσου της πεδιάδος, ÏÎει ποταμός ονομαζόμενος ΛÏκος, του οποίου το πλάτος ήτο μÎχÏι δÏο πλÎθÏων. Οι δε στÏατιώται συναθÏοισθÎντες εσκÎπτοντο πώς Ï€ÏÎπει πλÎον να κάμουν εκ του Πόντου την λοιπήν ποÏείαν των: κατά γην ή κατά θάλασσαν; ΕγεÏθείς δε ΛÏκων ο Αχαιός είπε τα εξής: «ΑποÏÏŽ τη αληθεία, ω άνδÏες, με τους στÏατηγοÏÏ‚: ότι ουδεμίαν καταβάλλουν Ï€Ïοσπάθειαν να μας χοÏηγήσουν το αναγκαιοÏν δι' εκάστην ημÎÏαν σιτηÏÎσιον. Διότι όσα μεν μας απÎστειλαν οι ΗÏακλεώται δεν θα ήναι ή Ï„Ïιών μόλις ημεÏών Ï„Ïοφή διά τον στÏατόν. Από οιονδήποτε δε μÎÏος και αν εζητήσαμεν τοιαÏτην, εστάθη αδÏνατον να εÏÏωμεν. Îομίζω, λοιπόν, ότι Ï€ÏÎπει να ζητήσωμεν από τους ΗÏακλεώτας όχι ολιγωτÎÏους των Ï„Ïιών χιλιάδων κυζικηνών (στατήÏων) — διακόψας δ' άλλος τις είπεν: όχι ολιγωτÎÏους των δÎκα χιλιάδων — Î±Ï†Î¿Ï Î´' εκλÎξωμεν Ï€ÏÎσβεις, και μάλιστα αμÎσως Ï„ÏŽÏα, να τους στείλωμεν, πεÏιμÎνοντες αυτοÏÏ‚ ενταÏθα, εις την πόλιν, ίνα μάθωμεν τι θα μας απαντήσουν, διά να σκεφθώμεν κατόπιν, συμφώνως Ï€Ïος την απάντησίν των, τι θα Ï€Ïάξωμεν». Μετά τους λόγους τοÏτους Ï…Ï€Îδειξαν ως Ï€ÏÎσβεις Ï€Ïώτον μεν τον ΧειÏίσοφον ως γενικόν του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Î±Ïχηγόν. ΤινÎÏ‚ δ' επÏότειναν και τον Ξενοφώντα. ΟÏτοι όμως ισχυÏÏŽÏ‚ εναντιοÏντο. Διότι και οι δÏο την αυτήν είχαν γνώμην: να μην καταπιÎζουν Ελληνικήν πόλιν, οÏτε να εκβιάζουν την φιλίαν της, όταν αυτή αÏνήται να Ï€ÏοσφÎÏη τι με την θÎλησίν της. Επειδή, λοιπόν, και ο ΧειÏίσοφος και ο Ξενοφών εφαίνοντο απÏόθυμοι (να συμμοÏφωθοÏν Ï€Ïος την απόφασιν του στÏατεÏματος), αποστÎλλουν ΛÏκωνα τον Αχαιόν και Καλλίμαχον τον ΠαÏÏάσιον και Αγασίαν τον Στυμφάλιον. ΟÏτοι ελθόντες εις ΗÏάκλειαν ανήγγειλαν τα αποφασισθÎντα. ΕλÎγετο μάλιστα ότι ο ΛÏκων Ï€ÏοÎβη και εις απειλάς, εις πεÏίπτωσιν καθ' ην δεν ήθελαν συμμοÏφωθή Ï€Ïος τας αποφάσεις των. ΑκοÏσαντες δ' αυτοÏÏ‚ οι ΗÏακλεώται τους είπαν ότι θα σκεφθοÏν. Κ' ευθÏÏ‚ αμÎσως και τα Ï€Ïάγματά των — &(τα Ï€Ïάτα των, τα ζωντανά των)& εκ των αγÏών συνÎλεξαν και, συμμαζεÏσαντες ÏŒ,τι κατάλληλον ήτο Ï€Ïος αγοÏάν εκτεθειμÎνον, μετÎφεÏαν εντός της πόλεως, Î±Ï†Î¿Ï Î´' Îκλεισαν τας Ï€Ïλας της, ήÏχισαν να φαίνωνται επί των τειχών της όπλα (Îτοιμα Ï€Ïος υπεÏάσπισίν της). Ένεκα όλων αυτών οι (ως άνω) κινήσαντες την ταÏαχήν ταÏτην κατηγόÏουν τους στÏατηγοÏÏ‚ ότι, (ως εκ της στάσεώς των), τους κατÎστÏεψαν &(τους εχάλασαν)& την υπόθεσιν. Και συνήλθον συνενωθÎντες οι ΑÏκάδες και οι Αχαιοί. Î ÏοÎσταντο δ' αυτών Ï€Ïο πάντων Καλλίμαχος ο ΠαÏÏάσιος και ΛÏκων ο Αχαιός. Οίτινες Îλεγαν ότι ήτον απÏεπÎστατον να ήναι αÏχηγός των Πελοποννησίων Αθηναίος ή και Λακεδαιμόνιος, όστις ελαχίστην είχεν εισφÎÏη δÏναμιν εις τον στÏατόν. ((53) Ότι αυτοί (κυÏίως) κάθε κόπον εδοκίμαζαν, ενώ τα κÎÏδη ήσαν Ï€ÏοωÏισμÎνα δι' άλλους. Και όλα αυτά, ενώ αυτοί ÎφεÏαν εις Ï€ÎÏας την εν γÎνει του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Î´Î¹Î¬ÏƒÏ‰ÏƒÎ¹Î½. Διότι (και Ï€Ïάγματι) — Îλεγαν — οι μÎχÏι Ï„Îλους εÏγασθÎντες Ï€Ïος διάσωσίν του ήσαν οι ΑÏκάδες και οι Αχαιοί, ότι ολόκληÏον δε το άλλο στÏάτευμα (απÎναντι του αÏÎ¹Î¸Î¼Î¿Ï Î±Ï…Ï„ÏŽÎ½) τίποτε δεν ήξιζεν. — Αληθώς δε πλÎον του ημίσεος του στÏατεÏματος ήσαν ΑÏκάδες και Αχαιοί. Εάν, λοιπόν, ήναι φÏόνιμοι &(εάν, λοιπόν, Îχουν μυαλό),& Ï€ÏÎπει, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏ…Î½Îλθουν και εκλÎξουν ιδίους στÏατηγοÏÏ‚, να βαδίσουν πλÎον εις τα εξής μόνοι των, Ï€ÏοσπαθοÏντες να καÏπωθοÏν (και αυτοί) τίποτε καλόν. Î Ïάγμα το οποίον και απεφασίσθη αμÎσως. Και Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ³ÎºÎ±Ï„Îλειψαν τον ΧειÏίσοφον (ακόμη και) όσοι ήσαν πλησίον του ΑÏκάδες και Αχαιοί, και τον Ξενοφώντα, συνηνώθησαν (πάντες) κ' εκλÎγουν δÎκα (δι' εαυτοÏÏ‚ και μόνον) στÏατηγοÏÏ‚. Δυνάμει δε του εκ της επικÏατοÏσης ψήφου αποÏÏÎοντος δικαιώματος εψήφισαν: παν ÏŒ,τι απεφάσιζαν, τοÏτο και να εκτελοÏν (οι στÏατηγοί). ΟÏτω λοιπόν, η μεν γενική αÏχηγία του ΧειÏισόφου, Îξ ή επτά ημÎÏας, αφ' ης εξελÎγη οÏτος, κατελÏθη. Ο Ξενοφών όμως ήθελε μαζή με τον ΧειÏίσοφον να συνεχίση την ποÏείαν του, νομίζων ότι κατ' αυτόν τον Ï„Ïόπον θα ήτον αÏτη ασφαλεστÎÏα, παÏά εάν εβάδιζεν Îκαστος (των στÏατηγών) ξεχωÏιστά. Ο ÎÎων όμως Ï€Ïοσεπάθει να τον πείση να Ï€ÏοχωÏήση μόνος του, επειδή είχε μάθη από τον ΧειÏίσοφον ότι ο εν Βυζαντίω διοικητής ΚλÎανδÏος του είχεν υποσχεθή ότι θα ήÏχετο με πλοία εις τον λιμÎνα της Κάλπης. Διά να μη λάβη, λοιπόν, κανείς άλλος μÎÏος, μόνοι δε ο ÎÎων και ο ΧειÏίσοφος και οι στÏατιώται των αναχωÏήσουν με τα (εν λόγω) πλοία, διά τοÏτο Îδιδε τοιαÏτας εις τον Ξενοφώντα συμβουλάς. Και ο ΧειÏίσοφος, αφ' ενός μεν αθυμών δι' όσα μÎχÏι τοÏδε Îγειναν, αφ' ετÎÏου δε, Îνεκα όλων αυτών, αισθανόμενος μίσος Ï€Ïος το στÏάτευμα, δίδει εις τον ÎÎωνα την άδειαν να κάμη ÏŒ,τι θÎλει. Ο δε Ξενοφών επί τι μεν χÏονικόν διάστημα εσκÎφθη, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Î±Î»Î»Î±Î³Î® από το στÏάτευμα, να αναχωÏήση (μόνος του). Αλλ' ενώ ηÏώτα (θÏων) πεÏί τοÏτου τον άÏχοντα ΗÏακλÎα και του ανεκοίνωνε την σκÎψιν του: ποίον εκ των δυο θα ήτο Ï€ÏοτιμότεÏον: να Ï€ÏοχωÏήση με όσους του είχαν απομείνη (μετά την αποχώÏησιν των Αχαιών και ΑÏκάδων του) στÏατιώτας, ή ν' απαλλαγή αυτών τελείως, ο Θεός διά των σπλάγχνων των σφαγίων του είπε (του απήντησεν) ότι Ï€ÏÎπει να συνεχίση μαζή των την ποÏείαν του. ΟÏτω διαιÏείται το στÏάτευμα εις Ï„Ïία μÎÏη: ΑÏκάδες μεν και Αχαιοί, πλÎον των τεσσάÏων χιλιάδων πεντακοσίων, όλοι οπλίται. Υπό τον ΧειÏίσοφον δε, οπλίται μεν μÎχÏι χιλίων τετÏακοσίων, πελτασταί δε μÎχÏις επτακοσίων, ήσαν δ' (οι τελευταίοι) οÏτοι οι υπό τον ΚλÎαÏχον ΘÏάκες. Και υπό τον Ξενοφώντα, οπλίται μεν μÎχÏι χιλίων επτακοσίων, πελτασταί δε μÎχÏι Ï„Ïιακοσίων. Μόνον δε οÏτος είχε μαζή του και ιππικόν, πεÏί τους τεσσαÏάκοντα ιππείς. Και οι μεν ΑÏκάδες, κατοÏθώσαντες να λάβουν πλοία από τους ΗÏακλεώτας, Ï€Ïώτοι εξ όλων αναχωÏοÏν, όπως, αιφνιδίως επιπίπτοντες κατά των Βιθυνών, αÏπάξουν όσον το δυνατόν πεÏισσότεÏα. Και αποβιβάζονται εις τον λιμÎνα της Κάλπης, κατά το μÎσον σχεδόν της (εν ΜικÏασία) ΘÏάκης. Ο δε ΧειÏίσοφος, ευθÏÏ‚ από της πόλεως των ΗÏακλεωτών αÏχίσας την ποÏείαν του, εποÏεÏετο πεζή διά της Βιθυνίας. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εισήλθεν εις την ΘÏάκην, ετÏάπη Ï€Ïος την θάλασσαν, επειδή (καθ' οδόν) ησθÎνησεν. Ο δε Ξενοφών, Î±Ï†Î¿Ï Îλαβε πλοία, αποβιβάζεται εις τα Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î˜Ïάκης και ΗÏακλεώτιδος ÏŒÏια και εβάδιζεν εντεÏθεν &(από 'δώ και Ï€ÎÏα)& διά ξηÏάς. Κεφάλαιον Ï„Ïίτον [Κατά ποίον μεν Ï„Ïόπον η γενική αÏχηγία του ΧειÏισόφου κατελÏθη και κατεμεÏίσθη το των Ελλήνων στÏάτευμα, ελÎχθη ανωτÎÏω]. Έκαστοι δ' αυτών ÎÏ€Ïαξαν τα εξής: Οι μεν ΑÏκάδες, ευθÏÏ‚ ως απεβιβάσθησαν την νÏκτα εις τον λιμÎνα της Κάλπης, βαδίζουν εις τα Ï€Ïώτα, που συνήντησαν, εις απόστασιν Ï„Ïιάκοντα πεÏίπου σταδίων από της θαλάσσης, χωÏία. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εξημÎÏωσεν, ωδήγησεν Îκαστος των στÏατηγών εναντίον εκάστου (ξεχωÏιστά) χωÏίου τον λόχον του. Εις κάθε δε χωÏίον, που τους εφαίνετο μεγαλήτεÏον των άλλων, ωδήγουν οι στÏατηγοί ανά δÏο μαζή λόχους. ΥπÎδειξαν δ' από συμφώνου και λόφον, εις τον οποίον εν ανάγκη θα συνηθÏοίζοντο όλοι. Και, λοιπόν, επειδή επÎπεσαν κατά των χωÏίων αιφνιδίως, και πολλοÏÏ‚ αιχμαλώτους Îλαβαν και, πεÏικυκλώσαντες &(της στάναις των)&, πολλά Ï€Ïόβατα εκυÏίευσαν. Όσοι δ' εκ των κατοίκων διÎφευγον (την επίθεσιν) συνηθÏοίζοντο. Πολλοί δε, όντες πελτασταί, διÎφευγον εξ αυτών των χειÏών των οπλιτών. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ συνηθÏοίσθησαν (αÏκετοί), κατ' αÏχάς μεν επιτίθενται κατά του λόχου ενός των ΑÏκάδων στÏατηγών, ονομαζόμενου ΣμίκÏητος, όστις (λόχος) ήδη ÎÏ„Ïεχε, φÎÏων μαζή του και πολλά Ï€Ïάγματα, εις τον εκ της Ï€ÏοηγουμÎνης συνεννοήσεως ωÏισθÎντα λόφον. Και μÎχÏι τινός μεν οι Έλληνες εμάχοντο συγχÏόνως ποÏευόμενοι. Κατά την διάβασιν όμως (κάποιας εκεί) χαÏάδÏας, τους Ï„ÏÎπουν εις φυγήν οι ΘÏάκες, και αυτόν τον ίδιον ΣμίκÏητα φονεÏουν και όλους όσοι τον ηκολοÏθουν. Από άλλον δε λόχον, διοικοÏμενον από τον ΗγήσανδÏον, και τοÏτον εκ των δÎκα στÏατηγών όντα, άφησαν οκτώ μόνον ζωντανοÏÏ‚, εν οις και ο ΗγήσανδÏος. Και οι άλλοι επίσης λόχοι συνεπλάκησαν, άλλοι μεν με όσα είχαν αÏπάση Ï€Ïάγματα, άλλοι δε χωÏίς Ï€Ïάγματα. Οι δε ΘÏάκες, επειδή ηυτÏχησαν εις την Ï€Ïώτην ταÏτην συμπλοκήν, επεκαλοÏντο διά φωνών αλλήλους και συνηθÏοίζοντο με όλα των τα δυνατά καθ' όλην την επιοÏσαν νÏκτα. Και μόλις εξημÎÏωσεν, ήÏχισε να παÏατάσσεται γÏÏω του λόφου, επί του οποίου ήσαν στÏατοπεδευμÎνοι οι Έλληνες, και ιππικόν Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î¹ πελτασταί, ολίγον δε κατ' ολίγον συνÎÏÏεον διαÏκώς πεÏισσότεÏοι. Και επετÎθησαν αφόβως κατά των οπλιτών. Διότι οι μεν Έλληνες οÏτε τοξότην είχαν κανÎνα, οÏτε ακοντιστήν, οÏτε ιππÎα. Οι δε ΘÏάκες, Ï„ÏÎχοντες και ελαÏνοντες πλησίον του λόφου, τους εκτÏπων με τα ακόντιά των. Κάθε φοÏά δε που επήÏχοντο εναντίον των οι Έλληνες, αυτοί ευκόλως διÎφευγον τας επιθÎσεις των. Και εν γÎνει άλλοι άλλοις κατά διαφόÏων σημείων επετίθεντο. Και εκ των Ελλήνων μεν πολλοί επληγώνοντο, εκ των ΘÏακών δε κανείς. (Εις τοιαÏτην δε οι Έλληνες είχαν πεÏιÎλθη θÎσιν), ώστε να μην ήναι δυνατόν πλÎον οÏτε να κινηθοÏν από το μÎÏος εκείνο, Îφθασαν δε μÎχÏι του σημείου οι ΘÏάκες, ακόμη και αυτό το νεÏÏŒ να τους στεÏήσουν. Επειδή δε πεÏιήλθον εις αμηχανίαν, ήÏχισαν να συζητοÏν πεÏί ειÏήνης. Και ως Ï€Ïος όλα μεν τα άλλα εσυμφώνησαν. ΖητοÏντων όμως ομήÏους των Ελλήνων εις πίστωσιν των συμφωνιών, οι ΘÏάκες ηÏνοÏντο να τους δώσουν. Και η υπόθεσις μόνον εις το σημείον αυτό εÏÏισκεν εμπόδια &(εσκάλωνε)&. Και λοιπόν, τα των ΑÏκάδων μεν εις τοιαÏτην είχαν πεÏιÎλθη θÎσιν. Ο δε ΧειÏίσοφος, ασφαλώς ποÏευόμενος παÏά την θάλασσαν (παÏαπλÎων τας ακτάς της Βιθυνίας), φθάνει εις τον λιμÎνα της Κάλπης. Ενώ δε ο Ξενοφών εβάδιζε διά ξηÏάς, οι ιππείς του, Ï„ÏÎχοντες με οÏμήν Ï€Ïος τα εμπÏός, συναντοÏν γÎÏοντάς τινας, κάπου εκεί ποÏευομÎνους. Τους οποίους, Î±Ï†Î¿Ï ÎφεÏαν εις τον Ξενοφώντα, εÏωτά οÏτος, εάν που ήκουσαν τίποτε πεÏί άλλου τινός στÏατεÏματος, επίσης ΕλληνικοÏ. ΟÏτοι δε του διηγήθησαν όλα όσα είχαν πάθη οι ΑÏκάδες, και ότι οÏτοι ήδη πολιοÏκοÏνται επί λόφου, ότι δε όλοι οι ΘÏάκες τους είχαν πανταχόθεν πεÏικυκλώση. Τότε τους μεν ανθÏώπους τοÏτους εφÏλαττεν ισχυÏÏŽÏ‚ (με Ï€Ïοσοχήν), διά να του χÏησιμεÏσουν ως οδηγοί, όπου ήθελε παÏαστή ανάγκη. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' ετοποθÎτησε πλησίον των φÏουÏοÏÏ‚, συνήθÏοισε τους στÏατιώτας και είπε (Ï€Ïος τοÏτους τα εξής): «Ω άνδÏες στÏατιώται, άλλοι μεν εκ των ΑÏκάδων εφονεÏθησαν, οι δε υπόλοιποι επί λόφου τινός πολιοÏκοÏνται. Îομίζω, λοιπόν, ότι, εάν καταστÏαφοÏν εκείνοι, βεβαίως οÏτε ημείς πλÎον δυνάμεθα να σωθώμεν (από την καταστÏοφήν), Î±Ï†Î¿Ï Î¿Î¹ πολÎμιοι τόσον μεν είναι, αφ' ενός, πολλοί, τόσον δ', αφ' ετÎÏου, Îχουν λάβη θάÏÏος. »Λοιπόν φÏονώ ότι μας επιβάλλεται εξ άπαντος να Ï„ÏÎξωμεν• εις βοήθειαν εκείνων, όπως, εάν δεν εφονεÏθησαν ακόμη, πολεμήσωμεν μαζή των, και όπως μη, εγκαταλειφθÎντες μόνοι εις τας δυνάμεις μας, μόνοι επίσης και ÏιψοκινδυνεÏσωμεν. »Διότι εντεÏθεν &(από 'δώ που είμαστε)& εις κανÎνα μÎÏος δεν θα ηδυνάμεθα απαÏατήÏητοι να φÏγωμεν. Διότι — Ï€ÏοσÎθηκεν — εάν επιστÏÎψωμεν και πάλιν εις ΗÏάκλειαν, ο δÏόμος είναι πολÏÏ‚. ΠολÏÏ‚ δ' επίσης και Îως ότου πεÏάσωμεν από 'δώ εις την ΧÏυσοÏπολιν. Οι δε πολÎμιοι είναι πλησίον μας. ÎœÎχÏις όμως του λιμÎνος της Κάλπης, Îνθα υποθÎτομεν ότι ευÏίσκεται ο ΧειÏίσοφος, εάν τυχόν Îχει διασωθή, η οδός είναι ελαχίστη. Αλλ' εκεί μεν οÏτε πλοία Îχομεν Ï€Ïος αναχώÏησιν, οÏτε μιας καν ημÎÏας (Îχομεν) Ï„Ïοφάς, εάν θελήσωμεν να μείνωμεν. »Των πολιοÏκουμÎνων όμως τυχόν καταστÏαφÎντων, είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï‡ÎµÎ¹ÏότεÏον με μόνους τους υπό τον ΧειÏίσοφον να διακινδυνεÏωμεν, παÏά, διασωθÎντων τοÏτων ((54), να φÏοντίζωμεν από ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ σωτηÏίας μας, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¹Ï‚ Îνα και το αυτό μÎÏος συγκεντÏωθώμεν όλοι. «ΠÏÎπει, λοιπόν, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î¬Ïωμεν την απόφασιν, να Ï€ÏοχωÏήσωμεν &(να Ï„Ïαβήξωμε εμπÏός)&, διότι Ï„ÏŽÏα είναι πεÏίστασις ή ν' αποθάνωμεν ευκλεώς ή να επιτελÎσωμεν κατόÏθωμα Îνδοξον, τόσους Έλληνας από άφευκτον σώζοντες καταστÏοφήν ((55). »Ίσως δε μας οδηγεί (Ï€Ïος την δόξαν ταÏτην και ο Θεός, όστις θÎλει (βÎβαια) να ταπεινώση εκείνους, οίτινες εκαυχήθησαν ότι είναι Ï…Ï€ÎÏτεÏοι Î±Ï…Ï„Î¿Ï (ισχυÏότεÏοί του), ημάς δε, οίτινες πάντοτε από των θεών αÏχόμεθα (εις κάθε διάβημά μας), ((56) να αναδείξη εντιμοτÎÏους εκείνων. Αλλά Ï€ÏÎπει να Ï€ÏÎπει να με ακολουθείτε κατά πόδας, Ï€ÏοσÎχοντες οÏτως ώστε να ημποÏήτε να εκτελήτε τας διαταγάς μου. »Και Ï„ÏŽÏα μεν, λοιπόν, θα στÏατοπεδεÏσωμεν, αλλ' Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοχωÏήσωμεν Îως ου εÏÏωμεν τον κατάλληλον καιÏόν να δειπνήσωμεν. Εφ' όσον δε Ï€ÏοχωÏοÏμεν, ο Τιμασίων με τους ιππείς του ας Ï€ÏοποÏεÏεται, Îχων πάντοτε τον νουν του και εις ημάς, και ας κατασκοπεÏη τα Ï€Ïο Î±Ï…Ï„Î¿Ï (μÎÏη), ώστε να μη μας διαφÏγη τίποτε». Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï€Îµ ταÏτα, ανÎλαβε την όλην αÏχηγίαν του στÏατεÏματος. ΑπÎστειλε δε Ï€Ïος τοÏτοις εις τα πλάγια και άκÏα (του στÏατοÏ) και εκ των ελαφÏωπλισμÎνων αÏκετοÏÏ‚ ευζώνους, διά να τους ειδοποιοÏν, αν τυχόν ήθελαν εξ οιουδήποτε μÎÏους παÏατηÏήση τίποτε. ΔιÎταξε δε να κατακαίουν παν ÏŒ,τι καθ' οδόν ήθελαν συναντήση καÏσιμον. Οι δε ιππείς, διασπειÏόμενοι παντοÏ, Îκαιον (και αυτοί), εφ' όσον ήτον ομαλόν το Îδαφος. Και οι πελτασταί, αντιπαÏεÏχόμενοι τα άκÏα (ακολουθοÏντες τα άκÏα εκ του πλησίον), Îκαιον όλα όσα ενόμιζαν (Îβλεπαν) ότι ήσαν διά κάψιμο. Η δε κατόπισθεν εÏχομÎνη στÏατιά (Îκαιεν), εάν τυχόν ήθελε συναντήση τίποτε, το οποίον είχαν παÏαλείψη να κάψουν οι Ï€ÏοηγηθÎντες. Îστε εφαίνετο ότι επυÏπολείτο όλη η χώÏα και ότι ήτο το στÏάτευμα πολÏ. ((57) Επειδή δε ήτο καιÏός πλÎον (να στÏατοπεδεÏσουν) εστÏατοπÎδευσαν επί τινος λόφου αναβάντες, όπου και τα των πολεμίων πυÏά Îβλεπαν, απÎχοντες αυτών ως τεσσαÏάκοντα στάδια, και αυτοί Îκαιαν όσον ηδÏναντο πεÏισσότεÏα. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εδείπνησαν ταχÏτατα, εδόθησαν διαταγαί να σβυσθοÏν όλα εντελώς. Και την μεν νÏκτα, εγκαταστήσαντες φÏουÏοÏÏ‚, εκοιμώντο. Άμα δ' εξημÎÏωσεν, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïοσηυχήθησαν εις τους ΘεοÏÏ‚ και συνετάχθησαν ως Ï€Ïος μάχην, ήÏχισαν να βαδίζουν απ' όποιο μÎÏος ηδÏναντο (να βαδίζουν) γÏηγοÏώτεÏα. Ο Τιμασίων δε και οι ιππείς του, Îχοντες μαζή των τους οδηγοÏÏ‚ και Ï€ÏοχωÏοÏντες (πάντοτε), Îφθασαν, χωÏίς να το εννοήσουν, εις τον λόφον, όπου επολιοÏκοÏντο οι Έλληνες. Δεν βλÎπουν δ' ενταÏθα οÏτε φιλικόν, οÏτε εχθÏικόν στÏάτευμα — Ï€Ïάγμα το οποίον αμÎσως αναγγÎλλουν εις τον Ξενοφώντα και το στÏάτευμά του — μόνον δε γÏαÎδιά τινα και γεÏόντια και Ï€Ïόβατα ολίγοι και βόας, οι οποίοι είχαν εγκαταλειφθή εκεί. Και κατ' αÏχάς μεν ηπόÏησαν: τι (να) είχε συμβή άÏαγε. Έπειτα όμως, εÏωτήσαντες, Îμαθαν από τους εγκαταλειφθÎντας ότι οι μεν ΘÏάκες, αμÎσως μόλις εβÏάδυασεν, ανεχώÏησαν (Îφυγαν) εξαφανισθÎντες. ΠεÏί τα χαÏάμματα δε — είπαν — ότι είχαν αναχωÏήση και οι Έλληνες. Î Ïος ποίον δε μÎÏος διηυθÏνθησαν οÏτοι, δεν εγνώÏιζαν. ΑκοÏσαντες ταÏτα οι πεÏί τον Ξενοφώντα, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ€Ïογευμάτισαν (Îφαγαν) κ' ετοίμασαν, κατόπιν, τας αποσκευάς των, επÏοχώÏουν, θÎλοντες να ενωθοÏν, όσον ηδÏναντο ταχÏτεÏον, με τους άλλους, εις τον λιμÎνα της Κάλπης. ΠοÏευόμενοι δε (Ï€Ïος τον λιμÎνα) Îβλεπαν επί της Ï€Ïος την Κάλπην αγοÏσης Î¿Î´Î¿Ï Ï„Î± ίχνη των ΑÏκάδων και Αχαιών. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ συνηντήθησαν, είδαν με μεγάλην των χαÏάν αλλήλους και ησπάζοντο ο Îνας τον άλλον σαν αδελφοί. ΗÏώτων δε οι ΑÏκάδες τους πεÏί τον Ξενοφώντα διατί είχαν σβÏση (την παÏελθοÏσαν νÏκτα) τα πυÏά. «Διότι ημείς μεν — είπαν — ενομίζαμεν κατ' αÏχάς, επειδή δεν τα εβλÎπαμεν πλÎον, ότι εβαδίσατε, διαÏκοÏσης της νυκτός, κατά των πολεμίων. Οι δε πολÎμιοι πάλιν, καθώς μας εφάνησαν, τοιαÏτην τινά εξ υμών επίθεσιν φοβηθÎντες, ανεχώÏησαν. Διότι αυτοί απεμακÏÏνθησαν καθ' ον σχεδόν χÏόνον εσβÏσατε σεις τα πυÏά. Επειδή όμως δεν σας εβλÎπαμεν &(από πουθενά να φαίνεσθε)&, εις μάτην δε ο καιÏός παÏήÏχετο, ενομίσαμεν ότι, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¼Î¬Î¸Î±Ï„Îµ τα καθ' ημάς &(τα όσα υποφÎÏαμεν)&, ότι εκ φόβου ετÏάπητε κÏυφίως Ï€Ïος την θάλασσαν. Και απεφασίσαμεν να σας ακολουθήσωμεν. Κατ' αυτόν, λοιπόν, τον Ï„Ïόπον εβαδίσαμεν και ημείς Ï€Ïος τα εδώ». Κεφάλαιον Ï„ÎταÏτον ΤαÏτην μεν, λοιπόν, την ημÎÏαν εστÏατοπÎδευσαν εις το παÏαθαλάσσιον, εν υπαίθÏω, πλησίον του λιμÎνος. Το δε μÎÏος τοÏτο, το οποίον ονομάζεται λιμήν Κάλπης, ευÏίσκεται μεν εις την εν τη ΜικÏά Ασία ΘÏάκην. ΆÏχεται δε η ΘÏάκη αÏτη από της εισόδου («στόματος») του Πόντου, εκτεινομÎνη μÎχÏι της ΗÏακλείας, (κειμÎνης) Ï€Ïος τα δεξιά του εισεÏχομÎνου εις τον Πόντον. Και με Ï„ÏιήÏη μεν κωπηλατουμÎνην η απόστασις από Βυζαντίου εις ΗÏάκλειαν είναι μιας μακÏάς ημÎÏας πλους. Εις το μÎσον δε καμμία μεν άλλη πόλις δεν υπάÏχει, οÏτε φιλική (εις τους Έλληνας), οÏτε Ελληνίς, ειμή μόνον ΘÏάκες Βιθυνοί. Οίτινες όσους εκ των Ελλήνων ήθελαν αιχμαλωτίση, ναυαγήσαντας ή δι' οιονδήποτε άλλον λόγον αποβιβασθÎντας εις την χώÏαν των, λÎγεται ότι τους μεταχειÏίζονται υβÏιστικώτατα. Ο δε λιμήν της Κάλπης κείται μεν εν τω μÎσω των εκατÎÏωθεν, εξ ΗÏακλείας και Βυζαντίου, πλεόντων, είναι δε γλώσσα γης κατευθυνομÎνη Ï€Ïος την θάλασσαν, της οποίας το μεν Ï€Ïος αυτήν (την θάλασσαν) εκτεινόμενον μÎÏος είναι βÏάχος απόκÏημνος, Îχων Ïψος, κατ' ελάχιστον (ÏŒÏιον), όχι ολιγώτεÏον των είκοσιν οÏγυιών, ο δε Ï€Ïος την γην (ξηÏάν) εκτεινόμενος αυχήν (λαιμός) Îχει πλάτος πλÎον των τεσσάÏων πλÎθÏων ((58). Εις δε το εντός της πεÏιοχής του αυχÎνος μÎÏος δÏνανται να κατοικήσουν δÎκα χιλιάδες άνθÏωποι. ΥπάÏχει δε λιμήν Ï…Ï€' αυτόν τον βÏάχον, Ï€Ïος τα δυτικά αυτοÏ, μ' επίπεδον και ομαλήν ακτήν («αιγιαλόν»). Υπό την γλώσσαν δε, δεσποζομÎνη Ï…Ï€' αυτής, υπάÏχει κÏήνη με γλυκό νεÏÏŒ, ÏÎουσα επ' αυτής της θαλάσσης αφθονώτατα. ΔÎνδÏα δε πολλά μεν και ποικίλα, πάÏα πολλά δ' εξ αυτών και κατάλληλα διά ναυπήγησιν πλοίων υπάÏχουν παÏ' αυτήν την θάλασσαν. Το δε ÏŒÏος Ï€Ïος τα μεσόγεια μεν εκτείνεται μÎχÏις είκοσι σταδίων, όλον δε χωμάτινον και άλιθον. Το δε παÏά την θάλασσαν, εις πλÎον των είκοσι σταδίων Îκτασιν, γεμάτον από πολλά και ποικίλα και μεγάλα δÎνδÏα. Η δε υπόλοιπος χώÏα είναι πολλή και εÏφοÏος και χωÏία υπάÏχουν εν αυτή πολλά και καλώς οικοÏμενα. Διότι η γη παÏάγει και κÏιθήν και σίτον και όλα τα όσπÏια και κεχÏί και σουσάμι και σÏκα αÏκετά και πολλάς και γλυκυοίνους αμπÎλους και όλα τα άλλα (καÏποφόÏα δÎνδÏα) πλην των ελαιών. Και η μεν χώÏα ήτο τοιαÏτη (πεÏίπου). Κατεσκήνου δε — είπομεν — ο στÏατός εις τας πλησιεστάτας Ï€Ïος την θάλασσαν ακτάς. Εις ην δε πεÏιοχήν (μÎÏος) ηδÏνατο να ιδÏυθή πόλις, ο στÏατός δεν ήθελε να στÏατοπεδεÏση. Αλλά και εάν ήθελάν τινες να ιδÏÏσουν τοιαÏτην, ήτο δÏσκολον, διότι ο ενταÏθα οικισμός των θα εκÏίνετο ως εξ επιβουλής (κατά των άλλων εν Πόντω Ελληνικών πόλεων) οÏμώμενος. Διότι οι πεÏισσότεÏοι των στÏατιωτών δεν Îγειναν μισθοφόÏοι (δεν Îφυγαν από την πατÏίδα των, διά να Ï€ÏοσληφθοÏν εις τον μισθοφοÏικόν αυτόν στÏατόν) Îνεκα πτωχείας και στεÏήσεων, αλλά διότι ήκουον διαÏκώς πεÏί της μεγάλης ικανότητος και ανδÏείας του ΚÏÏου, άλλοι μεν εξ αυτών και (ουκ ολίγους) άνδÏας φÎÏοντες μαζή των (όταν Îφυγαν), άλλοι δε Ï€ÏοσθÎτως και χÏήματα καταναλώσαντες, και εξ αυτών (πάλιν) άλλοι μεν διεκφυγόντες κÏυφά πατÎÏας και μητÎÏας, άλλοι δε και Ï„Îκνα εγκαταλείψαντες, με την ελπίδα ότι θα επιστÏÎψουν με πεÏιουσίας στην πατÏίδα των, ακόμη δε και διότι ήκουον ότι όλοι οι πλησίον του ΚÏÏου υπηÏετήσαντες πολυειδώς ηυτÏχησαν. Επειδή, λοιπόν, ήσαν τοιοÏτοι, επόθουν να επιστÏÎψουν, πλÎον (σώοι και ασφαλείς) εις την Ελλάδα. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εξημÎÏωσεν η δευτÎÏα ((59) ημÎÏα της επί ταυτό συναντήσεως του στÏατεÏματος, ο Ξενοφών ηÏώτα θÏων διά την πεÏαιτÎÏω Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï€Î¿Ïείαν (Ï„Ïχην) τους ΘεοÏÏ‚. Διότι ήτον ανάγκη να οδηγήση τον στÏατόν Ï€Ïος εÏÏεσιν των Ï€Ïος συντήÏησίν του αναγκαίων. Είχε δε κατά νουν να θάψη και τους νεκÏοÏÏ‚. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εσπλαγχνοσκόπησε τα σφάγια, ξεκίνησε, τον ηκολοÏθουν δε (Ï€ÏοποÏευόμενον) και οι ΑÏκάδες, και τους μεν πεÏισσοτÎÏους εκ των νεκÏών Îθαψαν κατά σωÏοÏÏ‚ εις ο μÎÏος Îπεσαν. Διότι ήδη κατÎκειντο εκεί από Ï€Îντε ημεÏών και ήτον απολÏτως αδÏνατον να τους σηκώσουν. Τινάς δε, πεÏιμαζεÏσαντες εκ των οδών, Îθαψαν εκ των ενόντων όσον ηδÏναντο καλλίτεÏα. Διά τους μη ευÏεθÎντας δε, Îκαμαν μÎγα κενοτάφιον, και στεφάνους (επ' αυτοÏ) επÎθηκαν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' ÎÏ€Ïαξαν ταÏτα, επÎστÏεψαν εις το στÏατόπεδον. Και τότε μεν δειπνήσαντες εκοιμήθησαν. Την δ' επομÎνην συνηθÏοίσθησαν όλοι οι στÏατιώται. Î Ïο πάντων δε συνÎλεξεν αυτοÏÏ‚ Αγασίας ο Στυμφάλιος, λοχαγός, και ΙεÏώνυμος ο Ηλείος, λοχαγός, και άλλοι, όλοι από τους σεβαστοτάτους των ΑÏκάδων. Και απεφάσισαν: εάν τις του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï ÎºÎ¬Î¼Î· λόγον πεÏί διαιÏÎσεως του στÏατοÏ, οÏτος να τιμωÏήται διά θανάτου. Και να βαδίζουν όλοι ευÏισκόμενοι εις τας θÎσεις των, καθ' ον Ï„Ïόπον ήτο (καταμεÏισμÎνον) Ï€ÏοτήτεÏα το στÏάτευμα. Και να ήναι αÏχηγοί του οι Ï€Ïώην στÏατηγοί. Και ο μεν ΧειÏίσοφος είχεν ήδη αποθάνη, επειδή επήÏε με πυÏετόν φάÏμακόν τι. ((60) Την θÎσιν δ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Îλαβε (τον διεδÎχθη δε) ÎÎων ο Ασιναίος. Μετά ταÏτα δε εγεÏθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδÏες στÏατιώται, την μεν πεÏαιτÎÏω ποÏείαν θα κάμωμεν, καθ' όλα τα φαινόμενα, διά ξηÏάς. Διότι πλοία δεν υπάÏχουν. Είναι δε πλÎον ανάγκη να βαδίζωμεν. Διότι, εάν μείνωμεν, δεν θα Îχωμεν πόθεν να Ï„Ïαφώμεν. Ημείς, λοιπόν, οι στÏατηγοί, θα εÏωτήσωμεν τους ΘεοÏÏ‚ (πεÏί του Ï€ÏακτÎου). Σεις δε, αν άλλοτΠποτε παÏεσκευάσθητε Ï€Ïος μάχην, σήμεÏα Ï€ÏÎπει να Ï€Ïοετοιμασθήτε Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏον παÏ' άλλοτε. Διότι οι πολÎμιοι ανεθάÏÏησαν». Μετά ταÏτα ηÏώτων τους ΘεοÏÏ‚ οι στÏατηγοί θÏοντες. ΠαÏευÏίσκετο δε ως μάντις ΑÏηξίων ο ΑÏκάς. Διότι ο Σιλανός ο ΑμπÏακιώτης είχεν ήδη δÏαπετεÏση, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¼Î¯ÏƒÎ¸Ï‰ÏƒÎµ πλοίον από την ΗÏάκλειαν. Ενώ δε εσπλαγχνοσκόπουν εÏωτώντες τους ΘεοÏÏ‚ πεÏί της, ην ήθελεν Îχει, εκβάσεως η αναχώÏησίς των, τα σφάγια δεν εφανÎÏωναν καλά σημεία. ΤαÏτην μεν, λοιπόν, την ημÎÏαν Îπαυσαν (μαντευόμενοι). Καί τινες ετόλμησαν να είπουν ότι ο Ξενοφών, θÎλων να κατοικίση (ιδÏÏση πόλιν εις) το μÎÏος εκείνο, Îπεισε τον μάντιν να λÎγη ότι τα σφάγια δεν φανεÏώνουν κανÎν σημείον σχετικόν με την αναχώÏησίν των. Ένεκα του λόγου τοÏτου, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î·Î½ επαÏÏιον εκήÏυξεν ότι ηδÏνατο πας τις να παÏευÏίσκεται κατά την ÏŽÏαν της θυσίας και Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±Ïήγγειλεν, εάν τυχόν υπήÏχε κανείς ακόμη μάντις εις στÏάτευμα, να παÏευÏίσκεται και οÏτος, διά να ίδη μαζή με τον ΑÏηξίωνα τα σφάγια, ηÏώτα, θÏων, εκ νÎου τους ΘεοÏÏ‚. Και τότε παÏευÏÎθησαν πολλοί. Ενώ δε και πάλιν εσπλαγχνοσκόπει μαντευόμενος διά Ï„Ïίτην ήδη φοÏάν, ουδÎν τα σφάγια εφανÎÏωναν ως Ï€Ïος την αναχώÏησιν. Ως εκ τοÏτου εστενοχωÏοÏντο Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î¹ στÏατιώται. Διότι και αι Ï„Ïοφαί, όσας είχαν φÎÏη μαζή των, όταν ήλθαν, είχαν πλÎον τελειώση. Και Î¿Ï…Î´Î±Î¼Î¿Ï Ï…Ï€Î®Ïχαν τοιαÏται, διά ν' αγοÏάσουν. Ένεκα τοÏτου, συναθÏοισθÎντων των στÏατιωτών (και πάλιν), είπε Ï€Ïος αυτοÏÏ‚ ο Ξενοφών: «Ω άνδÏες, ως Ï€Ïος την ποÏείαν μας μεν, όπως βλÎπετε, ακόμη δεν εφανεÏώθησαν κατ' ευχήν τα ιεÏά. ΒλÎπω δ' εξ άλλου ότι Îχετε ανάγκην Ï„Ïοφών. Îομίζω, λοιπόν, ότι πεÏί τοÏτου και μόνου Ï€ÏÎπει να εÏωτήσωμεν τους ΘεοÏς». ((61) ΕγεÏθείς κάποιος τότε είπε: «Και — καθώς βλÎπω — ήτον επόμενον να μην αποβαίνουν κατ' ευχήν τα ιεÏά. Διότι, όπως εγώ Îμαθα χθες κατά Ï„Ïχην από κάποιον ελθόντα με πλοίον εις τα μÎÏη αυτά, ο διοικητής του βυζαντίου ΚλÎανδÏος Îχει σκοπόν να Îλθη με (φοÏτηγά) πλοία και Ï„ÏιήÏεις». Μετά ταÏτα δε όλοι μεν ενόμιζαν ότι ÎÏ€Ïεπε να τον αναμÎνουν. Αλλ' ήτον, εξ άλλου, και ανάγκη απόλυτος να Ï„ÏÎξουν Ï€Ïος εÏÏεσιν Ï„Ïοφών. Και πάλιν, λοιπόν, διά το ίδιο ζήτημα επί Ï„Ïεις φοÏάς ηÏώτων με σφάγια τους ΘεοÏÏ‚, αλλά και πάλιν ταÏτα ουδÎν αίσιον εφανÎÏωσαν. Και ήδη, ελθόντες και εις αυτήν την σκηνήν του Ξενοφώντος, διεμαÏÏ„ÏÏοντο διά την Îλλειψιν Ï„Ïοφών. Εν τοÏτοις οÏτος εξηκολοÏθει αÏνοÏμενος να τους οδηγήση (να εξαγάγη τον στÏατόν) Ï€Ïος εÏÏεσιν τοιοÏτων, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î± ιεÏά παÏουσιάζοντο πάντοτε δυσοίωνα. Και πάλιν ηÏώτα τους ΘεοÏÏ‚ την επομÎνην και σχεδόν όλοι οι στÏατιώται, διότι όλοι ενδιαφÎÏοντο, ετÏιγÏÏιζαν τα ιεÏά παÏατηÏοÏντες. Τα δε σφάγια είχαν τελειώση πλÎον (Ζώα δε Ï€Ïος σπλαγχνοσκοπίαν δεν υπήÏχαν πλÎον). Οι δε στÏατηγοί ηÏνοÏντο μεν να οδηγήσουν τον στÏατόν Ï€Ïος επισιτισμόν, τον εκάλεσαν δε και πάλιν εις συνάθÏοισιν. Είπε, λοιπόν, ο Ξενοφών: «Ίσως είναι ήδη συνηθÏοισμÎνοι κάπου οι πολÎμιοι και είναι απόλυτος ανάγκη να πολεμήσωμεν. Εάν, λοιπόν, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï†Î®ÏƒÏ‰Î¼ÎµÎ½ (τοποθετήσωμεν) τας αποσκευάς μας εις το ασφαλÎÏ‚ και οχυÏόν του ÏŒÏους μÎÏος, ηθÎλαμεν βαδίση παÏασκευασμÎνοι ως Ï€Ïος μάχην, ίσως τα ιεÏά εκαλλιτÎÏευαν κατά τι». ΑκοÏσαντες δε οι στÏατιώται διεμαÏÏ„ÏÏοντο λÎγοντες ότι ουδεμία παÏίστατο ανάγκη να τας (μετα)φÎÏουν εις το μÎÏος εκείνο, αλλά να εÏωτήσουν τους ΘεοÏÏ‚ ως τάχιστα. Και Ï€Ïόβατα μεν (διά σφάγια) δεν υπήÏχαν πλÎον. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ ηγόÏασαν βόας εκ των εις άμαξαν ζευγνυομÎνων, ηÏώτων και πάλιν τους ΘεοÏÏ‚. Και ο Ξενοφών παÏεκάλεσε ΚλεάνοÏα τον ΑÏκάδα ν' αναλάβη αυτός Ï€ÏοθÏμως την θυσίαν, διά να ίδη αν εκ της μεταλλαγής ταÏτης του θÏτου θα Ï€ÏοÎκυπτε κανÎν ευοίωνον διά τον στÏατόν σημείον. ((62) Αλλ' οÏτε δι' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Îδειξαν τίποτε καλόν τα ιεÏά. Ο ÎÎων δε ήτο μεν στÏατηγός, αντικαταστήσας τον ΧειÏίσοφον (μετά τον θάνατόν του), βλÎπων όμως τους στÏατιώτας πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Î½Î± υποφÎÏουν, επειδή ήθελε να τους φανή ευχάÏιστος, ευÏών τινα άνθÏωπον ΗÏακλεώτην, όστις του είχεν είπη ότι γνωÏίζει εκεί που πλησίον χωÏία, από τα οποία θα ήτο δυνατόν να Ï€ÏομηθευθοÏν τα Ï€Ïος συντήÏησίν των, εκήÏυξεν εις όλον το στÏάτευμα ότι, όποιος ήθελεν, ηδÏνατο να υπάγη Ï€Ïος εÏÏεσιν Ï„Ïοφών, διότι θα είχαν τον ΗÏακλεώτην εκείνον οδηγόν των. ΞεκινοÏν, λοιπόν, με μικÏά δόÏατα και ασκοÏÏ‚ και σάκκους και άλλα διάφοÏα αγγεία Îως δÏο χιλιάδες άνδÏες. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν εις τα χωÏία και διεσπάÏησαν Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï Ï€Ïος λεηλασίαν, επιτίθενται κατ' αυτών Ï€Ïώτοι οι ιππείς του ΦαÏναβάζου. Διότι είχαν σταλή οÏτοι εις βοήθειαν των Βιθυνών, σκοπεÏοντες μαζή μ' αυτοÏÏ‚, εάν ήτο δυνατόν, να μην επιτÏÎψουν εις τους Έλληνας να Îλθουν εις την ΦÏυγίαν. Οι ιππείς, λοιπόν, αυτοί φονεÏουν εκ των Ελλήνων όχι ολιγωτÎÏους των πεντακοσίων. Οι δε υπολειφθÎντες διÎφυγαν σωθÎντες εις το ÏŒÏος. Μετά ταÏτα κάποιος εκ των διαφυγόντων αναγγÎλλει τα όσα συνÎβησαν εις το στÏατόπεδον. Και ο Ξενοφών, επειδή κατά την ημÎÏαν ταÏτην δεν είχαν αποβή αίσια τα ιεÏά, λαβών βουν εκ των υποζυγίων, διότι δεν υπήÏχαν πλÎον άλλα Ï€Ïος θυσίαν θÏματα (σφάγια), Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Î½ Îσφαξεν (επί τω σκοπώ να εÏωτήση τους ΘεοÏÏ‚ αν Ï€ÏÎπει να Ï„ÏÎξη ή όχι εις βοήθειαν εκείνων, οι δε θεοί ενÎκÏιναν αυτήν), ÎÏ„Ïεξεν αμÎσως εις βοήθειάν των και αυτάς και όλοι οι άλλοι, όσοι είχαν ηλικίαν μÎχÏι Ï„Ïιάκοντα ετών. Καί παÏαλαβόντες οÏτοι (υπό την Ï€Ïοστασίαν των) τους επί του ÏŒÏους καταφυγόντας άνδÏας, επιστÏÎφουν εις το στÏατόπεδον. Καί ήδη μεν ήτον ο Ήλιος πεÏί την δÏσιν του, οι δ' Έλληνες ετοιμάζοντο να φάγουν, καταλυπημÎνοι και κατηφείς (διά την συμφοÏάν), όταν αιφνιδίως διά μÎσου των δασωδών μεÏών του ÏŒÏους επιτεθÎντες τινÎÏ‚ εκ των Βιθυνών κατά των Ï€Ïοφυλακών, άλλους μεν εξ αυτών εφόνευσαν, άλλους δε κατεδίωξαν μÎχÏι του στÏατοπÎδου. Κ' εγεÏθÎντος μεγάλου θοÏÏβου εις το στÏάτευμα, ÎÏ„Ïεξαν δÏομαίοι εις τα όπλα όλοι οι Έλληνες. Και το να τους καταδιώξουν μεν και θÎσουν διά νυκτός εις κίνησιν όλον το στÏατόπεδον ενόμισαν ότι δεν ήτον ασφαλÎÏ‚ και φÏόνιμον. Διότι ήσαν όλα τα Ï€ÎÏιξ μÎÏη δασώδη. ΔιενυκτÎÏευαν όμως ωπλισμÎνοι, με αÏκετοÏÏ‚ φυλαττόμενοι φÏουÏοÏÏ‚. Κεφάλαιον Ï€Îμπτον Και την μεν νÏκτα (αυτήν) οÏτω επÎÏασαν. Άμα δ' εξημÎÏωσεν, οι στÏατηγοί ωδήγουν τον στÏατόν εις την οχυÏάν εκείνην θÎσιν, (εις ην την Ï€ÏοηγουμÎνην είχε Ï€Ïοτείνη ο Ξενοφών ν' αποθÎσουν τας αποσκευάς των). Οι δε στÏατιώται ηκολοÏθουν με τας αποσκευάς των και τα όπλα των. Î Ïιν Îλθη δε ακόμη η ÏŽÏα του Ï€ÏογεÏματος, απÎκλεισαν ολόκληÏον τα Ï€Ïος την είσοδόν της μÎÏος με χαÏακώματα και τάφÏον, αφήσαντες Ï„Ïεις Ï€Ïλας. Και πλοίον από την ΗÏάκλειαν ήλθε φÎÏον κÏίθινα άλευÏα και ζώα Ï€ÏοωÏισμÎνα διά τας Ï€Ïος τους ΘεοÏÏ‚ θυσίας και οίνον. Σηκωθείς δε Ï€Ïωί ο Ξενοφών ηÏώτα τους ΘεοÏÏ‚ σχετικώς Ï€Ïος την μελετωμÎνην Ï€Ïος επισιτισμόν του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Ï€Î¿Ïείαν. Και ευθÏÏ‚ από του Ï€Ïώτου σφαγίου τα σπλάγχνα Îδειξαν αίσια σημεία. Και Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ„ÎµÎ»ÎµÎ¯Ï‰ÏƒÎµ πλÎον η σπλαγχνοσκοπία (όπως ήθελε), βλÎπει αετόν εκ δεξιών ο μάντις ΑÏηξίων ο ΠαÏÏάσιος και (αμÎσως) παÏοÏμά τον Ξενοφώντα να τεθή επί κεφαλής του στÏατεÏματος. Και, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹Îβησαν την τάφÏον, καταθÎτουν, αναμÎνοντες διαταγάς, τα όπλα. Ο δε κήÏυξ εκήÏυξεν, Î±Ï†Î¿Ï Î³ÎµÏ…Î¼Î±Ï„Î¯ÏƒÎ¿Ï…Î½, να ξεκινήσουν οι στÏατιώται με τα όπλα των, τον όχλον δε και τους αιχμαλώτους ν' αφήσουν Î±Ï…Ï„Î¿Ï (εκεί όπου είναι). Και λοιπόν, όλοι μεν οι άλλοι εξεκίνησαν. Ουχί δε και ο ÎÎων. Διότι ηÏÏαν καλλίτεÏα να τον αφήσουν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï†Ïλακα του στÏατοπÎδου. Επειδή όμως οι λοχαγοί και οι στÏατιώται του ήÏχισαν να τον εγκαταλείπουν, νομίζοντες ότι ήτον εντÏοπή των να μην ακολουθήσουν και αυτοί το στÏάτευμα, ενώ όλοι οι άλλοι συμμετείχον της ποÏείας, άφησαν εκεί όλους τους (εν τω στÏατεÏματι) Îχοντας ηλικίαν ανωτÎÏαν των σαÏάντα Ï€Îντε ετών. Και οÏτοι μεν Îμειναν εκεί, οι δ' άλλοι εποÏεÏοντο. Î Ïιν διανÏσουν δε (εν όλω) δεκαπÎντε στάδια, ήÏχισαν να συναντοÏν πτώματα νεκÏών. Καί Î±Ï†Î¿Ï ÎφεÏαν (εσταμάτησαν) την ουÏάν του κÎÏατος ((63) ακÏιβώς ενώπιον των Ï€Ïώτων, που εφάνησαν, νεκÏών, ήÏχισαν να θάπτουν όλους όσους πεÏιελάμβανε (καθ' όλην την Îκτασίν του) ο στÏατός. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îθαψαν τους Ï€Ïώτους, ((64) μετακινήσαντες Ï€Ïος τα εμπÏός το στÏάτευμα και την ουÏάν του πάλιν σταματήσαντες Ï€Ïο των Ï€Ïώτων (νεκÏών) εκ των ατάφων, Îθαπτον (και πάλιν) κατά τον αυτόν Ï„Ïόπον τόσους, όσους πεÏιελάμβανεν η στÏατιά. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ Îφθασαν εις την οδόν, ((65) όπου κατÎκειντο αθÏόοι οι νεκÏοί, συλλÎξαντες όλους αυτοÏÏ‚ μαζή τους Îθαψαν. ΠαÏελθοÏσης δε πλÎον της μεσημβÏίας, ήÏχισαν, Ï€ÏοχωÏήσαντες Îξω των κωμών, να λαμβάνουν (αÏπάζουν) τα Ï€Ïος συντήÏησίν των, παν ÏŒ,τι (δηλαδή) πεÏιελάμβανε τα βλÎμμα εντός της πεÏιοχής της φάλαγγος (ποÏευομÎνης). Ότε αιφνιδίως βλÎπουν τους πολεμίους από το απÎναντι μÎÏος να υπεÏπηδοÏν λόφους τινάς, συντεταγμÎνους κατά φάλαγγα (εις τάξιν μάχης) πολλοÏÏ‚ ιππείς τε και πεζοÏÏ‚. Διότι είχαν σταλή με τα σώματά των υπό του ΦαÏναβάζου (Ï€Ïος επίθεσιν) οι ÏπαÏχοί του ΣπιθÏιδάτης και Ραθίνης. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ είδαν τους Έλληνας οι πολÎμιοι, εστάθησαν εις απόστασιν δÎκα Ï€Îντε σταδίων πεÏίπου, ευθÏÏ‚ δ' αμÎσως ο μάντις των Ελλήνων ΑÏηξίων σφάζει Ï€Ïος θυσίαν ζώα κ' ευθÏÏ‚ από του Ï€Ïώτου παÏουσιάζονται καλά σημεία. Τότε, λοιπόν, ο Ξενοφών λÎγει: «Îομίζω καλόν, ω άνδÏες στÏατηγοί, να τοποθετήσω όπισθεν της φάλαγγος βοηθητικοÏÏ‚ λόχους, διά να ήναι πάντοτε Îτοιμοι εκείνοι οίτινες, αν παÏαστή ανάγκη, θα Ï€ÏοστÏÎξουν εις βοήθειάν της. Και ακόμη, διά να εμπίπτουν οι πολÎμιοι, ζαλισμÎνοι από τας επιθÎσεις του κυÏίου σώματος, εις ακεÏαίους και καλώς συντεταγμÎνους λόχους». Î‘Ï†Î¿Ï Î´' απεφασίσθησαν απ' όλους ταÏτα, Ï€ÏοσÎθηκε: «Σεις μεν, λοιπόν, Ï€ÏοποÏευόμενοι βαδίσατε την Ï€Ïος τους πολεμίους άγουσαν, διά να μη καθήμεθα άπÏακτοι εδώ, επειδή και τον είδαμεν και μας είδε πλÎον ο εχθÏός. Εγώ δε θα σας ακολουθήσω (θα Îλθω), Î±Ï†Î¿Ï Î¾ÎµÏ‡Ï‰Ïίσω τους τελευταίους λόχους, συμφώνως Ï€Ïος τας αποφάσεις σας». Μετά ταÏτα, εκείνοι μεν εν ησυχία επÏοποÏεÏθησαν. Ο δε Ξενοφών, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Îσπασε τα Ï„Ïία τελευταία τάγματα, Îκαστον ανά διακοσίους Îχον άνδÏας, διÎταξε το μεν εξ αυτών ν' ακολουθή όπισθεν του Î´ÎµÎ¾Î¹Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ φάλαγγος με αÏχηγόν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î£Î±Î¼ÏŒÎ»Î±Î½ τον Αχαιόν. Το δε ετοποθÎτησε ξεχωÏιστά όπισθεν του μÎσου, με αÏχηγόν Î Ï…Ïίαν τον ΑÏκάδα. Το δε Ï„Ïίτον, όπισθεν του αÏιστεÏοÏ, μ' αÏχηγόν του ΦÏασίαν τον Αθηναίον. Πάντα δε ηκολοÏθουν εξ αποστάσεως από το κÏÏιον σώμα ενός πλÎθÏου. Ενώ δ' εβάδιζαν (κατά την ως άνω τάξιν), επειδή οι επί κεφαλής της φάλαγγος («οι ηγοÏμενοι») Îφθασαν εις μεγάλην και δυσκολοδιάβατον δασώδη φάÏαγγα, εστάθησαν μη γνωÏίζοντες αν ÎÏ€Ïεπεν ή όχι να την διαβοÏν. Και ειδοποιοÏν ταχÎως τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ να Ï€ÏοσπεÏάσουν &(να Ï„ÏÎξουν μπÏοστά)& όλοι Ï€Ïος το μÎτωπον. Ο Ξενοφών, μη γνωÏίζων (κατ' αÏχάς) ποίον άÏα γε ανÎκοψε την ποÏείαν του στÏÎ±Ï„Î¿Ï ÎµÎ¼Ï€ÏŒÎ´Î¹Î¿Î½, και μαθών ευθÏÏ‚ μετά ταÏτα την αιτίαν Ï„ÏÎχει Ï€Ïος τα εμπÏός όσον ηδÏνατο ταχÏτεÏον. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ συνήλθαν (εκεί όλοι οι στÏατηγοί και λοχαγοί), λÎγει ο Σοφαίνετος, ο γηÏαιότεÏος των στÏατηγών, ότι είναι άξιον συσκÎψεως: αν Ï€ÏÎπει να διαβοÏν τοιαÏτην φάÏαγγα. Και ο Ξενοφών, διακόψας αυτόν αμÎσως, είπεν: «Αλλά γνωÏίζετε μεν όλοι, ω άνδÏες, ότι ουδÎποτε Îως Ï„ÏŽÏα σας Îκαμα να κινδυνεÏσετε εκουσίως μου. Διότι βλÎπω ότι δεν Îχετε πλÎον ανάγκην γνώμης, διά να φανήτε ανδÏείοι, αλλά διασώσεως (αλλά πώς να φθάσετε σώοι εις τας πατÏίδας σας). »Επί του Ï€ÏοκειμÎνου δε, το Ï€Ïάγμα Îχει οÏτω: ΧωÏίς μεν να πολεμήσωμεν, δεν είναι δυνατόν να φÏγωμεν εντεÏθεν. Διότι εάν δεν βαδίσωμεν ημείς κατά των πολεμίων, θα μας ακολουθήσουν και θα επιπÎσουν καθ' ημών αυτοί, μόλις απÎλθωμεν. »Σκεφθήτε, λοιπόν, ποίον εκ των δÏο είναι Ï€ÏοτιμότεÏον: να βαδίσωμεν κατά του εχθÏÎ¿Ï Î¼Îµ τα όπλα εστÏαμμÎνα εναντίον του, ή, Î±Ï†Î¿Ï Ïίψωμεν τας ασπίδας εις τον ώμον φεÏγοντες, να ίδωμεν επεÏχομÎνους όπισθεν ημών τους πολεμίους. «ΓνωÏίζετε όμως Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ ότι το να φεÏγη μεν κανείς Ï€Ïο του εχθÏÎ¿Ï Ï„Î¿Ï…, ουδÎποτε αποβαίνει εις καλόν. Το να τον ακολουθή τις όμως κατά πόδας, και εις τους ανανδÏοτÎÏους ακόμη εμπνÎει θάÏÏος. Εγώ τουλάχιστον, Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏ…Ï‡Î±ÏιστότεÏον θα επετιθÎμην κατ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î¼Îµ το ήμισυ του στÏατοÏ, ον Îχομεν, ή ν' αποχωÏήσω (φÏγω) ενώπιόν του με διπλάσιον. ΓνωÏίζω δε ότι, εάν μεν ημείς επιτεθώμεν, οÏτε σεις οι ίδιοι ακόμη πιστεÏετε ότι θ' αντισταθοÏν εις την επίθεσίν μας. Εάν όμως φÏγωμεν, όλοι είμεθα βÎβαιοι ότι θα τολμήσουν να μας καταδιώξουν. »Το ν' αφήσωμεν δε, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹Î±Î²ÏŽÎ¼ÎµÎ½, όπισθÎν μας την δυσκολοδιάβατον αυτήν φάÏαγγα, με τον σκοπόν να πολεμήσωμεν, άÏα γε αυτό τοÏτο δεν μας επιβάλλει την υποχÏÎωσιν και να την κυÏιεÏσωμεν; ((66) Διότι εγώ θα ήθελα εις μεν τους πολεμίους να φαίνωνται όλα ευκολοδιάβατα, ώστε ευχεÏÏŽÏ‚ να υποχωÏοÏν. Εμείς δε και από της θÎσεως (τοποθεσίας) Ï€ÏÎπει να διδασκώμεθα ότι δεν υπάÏχει καμμία απολÏτως σωτηÏία εις τους μη νικώντας. »ΑποÏÏŽ δε φυσικώ τω λόγω και με τους νομίζοντας ότι η φάÏαγξ αÏτη είναι πεÏισσότεÏον φοβεÏά (δÏναται να εμπνεÏση πεÏισσότεÏον φόβον) από τόσα άλλα μÎÏη, τα οποία μÎχÏι τοÏδε επεÏάσαμεν. Διότι πώς θα ημποÏÎσωμεν να διαβώμεν την (Ï€ÎÏαν ταÏτης) πεδιάδα, εάν δεν νικήσωμεν Ï€Ïώτα τους (εν αυτή αναμÎνοντας) ιππείς; Î ÏŽÏ‚ δε ήσαν διαβατά τόσα, όσα επεÏάσαμεν, βουνά και ÏŒÏη, αν και τόσοι πελτασταί μας κατεδίωκαν; &(αν και είχαμεν τόσον ολίγους πελταστάς;)& ((67) »Εάν δε (αντί να πολεμήσωμεν) καταφÏγωμεν, διά να σωθώμεν, εις την θάλασσαν, (ειπÎτε μου): πόσον άÏα γε μεγαλειτÎÏα αυτής φάÏαγξ είναι η θάλασσα αυτή του Πόντου, ην βλÎπετε; ((68) Εις ην οÏτε πλοία υπάÏχουν, διά να μας παÏαλάβουν, οÏτε Ï„Ïοφή, με την οποίαν να Ï„Ïαφώμεν μÎνοντες, θα παÏαστή δ' ανάγκη, και εάν το ταχÏτεÏον φθάσωμεν εκεί (εις την θάλασσαν), πάλιν να απομακÏυνθώμεν εκείθεν το ταχÏτεÏον, διά να Ï€Ïομηθευθώμεν τα Ï€Ïος συντήÏησίν μας. »Λοιπόν είναι Ï€ÏοτιμότεÏον να πολεμήσωμεν χοÏτασμÎνοι, παÏά να πολεμήσωμεν αÏÏιον πεινώντες. — Ω άνδÏες, και τα (μαντικά) σημεία είναι ευχάÏιστα και τα σφάγια κάλλιστα και τα πτηνά αίσια και ευοίωνα. ΕμπÏός, λοιπόν, ας βαδίσωμεν κατά του εχθÏοÏ. Δεν Ï€ÏÎπει πλÎον οÏτος, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î¬Î½Ï„Ï‰Ï‚ μας είδεν, οÏτε να δειπνήση (απόψε) μ' ευχαÏίστησιν, οÏτε να στÏατοπεδεÏση όπου αυτός θÎλει». ((69) Μετά ταÏτα οι λοχαγοί Ï€ÏοÎÏ„Ïεπαν τον στÏατόν να Ï€ÏοχωÏήση. Και ουδείς αντÎτεινε. Και ο Ξενοφών Ï€ÏοεποÏεÏετο, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹Îταξε να διαβαίνουν όλοι την φάÏαγγα από του μÎÏους εις ο Îκαστος Îτυχε να ήναι. Διότι ενόμιζεν ότι, όλον μαζή οÏτω, θα την διαβή ταχÏτεÏον το στÏάτευμα, παÏά (εάν διÎβαιναν) διά της γεφÏÏας, ήτις ήτον επί της φάÏαγγος, ο Îνας όπισθεν του άλλου. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ την διÎβησαν, πλησιάσας την φάλαγγα ο Ξενοφών, είπε τα εξής: «Ω άνδÏες, ενθυμηθήτε όσας Ï€Ïο πάντων μάχας μαζή με την βοήθειαν των Θεών ως Ï„ÏŽÏα ενικήσατε, Ï€Ïος μίαν όλοι και την αυτήν διεÏθυνσιν βαδίζοντες, και ποίας συμφοÏάς παθαίνουν όσοι απÎφυγαν να συμπλακοÏν με τον πολÎμιον. Και βάλετε εις τον νουν σας τοÏτο: ότι ευÏισκόμεθα ήδη εις τα Ï€ÏόθυÏα της Ελλάδος. ΕμπÏός, λοιπόν, ακολουθήσατε όλοι τον (εν πολÎμοις) οδηγόν μας ΗÏακλÎα και, φωνάζοντες ο Îνας τον άλλον με τα ονόματά σας («ονομαστί»), οÏμήσατε. Σας βεβαιώ ότι είναι λίαν ευχάÏιστον εκείνος που είπε κ' ÎÏ€Ïαξε τι γενναίον και καλόν σήμεÏα, να μνημονεÏεται απ' όλους (ευφήμως εν τω μÎλλωντι).». ΤαÏτα Îλεγε παÏελαÏνων Ï€Ïο της φάλαγγος, και αμÎσως τίθεται επί κεφαλής αυτής, και, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎºÎ±Ï„ÎÏωθεν ετοποθÎτησαν τους πελταστάς, εβάδιζαν κατά των πολεμίων. ΔιÎταξε δε τα μεν δόÏατα να φÎÏουν επί του Î´ÎµÎ¾Î¹Î¿Ï Ï„Ï‰Î½ ώμου, μÎχÏις ότου σημάνη ο σαλπιγκτής. Κατόπιν δε, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î± Ï€Ïοτείνουν Ï€Ïος τα εμπÏός («εις Ï€Ïοβολήν»), να βαδίζουν βάδην και να μη καταδιώκουν Ï„ÏÎχοντες κανÎνα. Μετά ταÏτα ήÏχισε να μεταδίδεται εις όλας τας τάξεις του στÏατεÏματος το σÏνθημα: &Ζευς σωτήÏ, ΗÏακλής ηγεμών& — (οδηγός). Οι δε πολÎμιοι εκÏάτουν την θÎσιν των νομίζοντες ότι το μÎÏος όπου ήσαν ήτον απÏοσμάχητον. Όταν δε πλÎον ήÏχιζαν να πλησιάζουν, αλαλάζοντες οι Έλληνες πελτασταί ÏŽÏμησαν κατά των πολεμίων, Ï€Ïιν ακόμη κανείς τους διατάξη. Οι δε πολÎμιοι ÏŽÏμησαν επίσης και αυτοί εναντίον των, τόσον οι ιππείς, όσον και το στίφος των Βιθυνών. Και Ï„ÏÎπουν εις φυγήν τους πελταστάς. Αλλ' άμα εφάνη εÏχομÎνη εις υπάντησίν των η φάλαγξ των οπλιτών, βαδίζουσα ταχÎως, και συγχÏόνως ηκοÏσθη φθεγγομÎνη η σάλπιγξ (ηκοÏσθησαν σαλπίσματα), ήÏχισαν δε να ψάλλουν όλοι επικλητήÏιον Ï€Ïος τον Απόλλωνα άσμα, κατόπιν δε να αλαλάζουν και συγχÏόνως να Ï€Ïοτείνουν Ï€Ïος τα εμπÏός τα δόÏατα, τότε δεν αντÎστησαν πλÎον οι πολÎμιοι, αλλ' Îφευγαν. Και ο Τιμασίων μεν με το ιππικόν τους κατεδίωκε, φονεÏσαντες όσους βεβαίως ήτο δυνατόν, επειδή ήσαν ολίγοι. Εκ δε των πολεμίων, το μεν αÏιστεÏόν των αμÎσως διεσκοÏπίσθη, καθ' ÏŒ μÎÏος δηλ. οι Έλληνες ιππείς τους κατεδίωξαν. Το δε δεξιόν, επειδή δεν κατεδιώχθη ισχυÏÏŽÏ‚, συνηθÏοίσθη (ανασυνετάχθη) επί κάποιου εκεί λόφου. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ είδαν οι Έλληνες ότι δεν υπεχώÏουν, ενόμισαν ότι ήτο πλÎον ευκολώτατον και ακινδυνότατον να βαδίσουν εναντίον των. Και πάλιν, λοιπόν, επικαλεσθÎντες τον Απόλλωνα, ÏŽÏμησαν αμÎσως κατ' επάνω των. ΟÏτοι δε δεν αντÎστησαν. Και τότε ήÏχισαν οι πελτασταί να τους διώκουν, μÎχÏι ου και το δεξιόν διεσκοÏπίσθη. ΕφονεÏθησαν δε ολίγοι. Διότι το ιππικόν των πολεμίων, ως πολÏ, ενÎπνεε φόβον εις τους Έλληνας. Επειδή δε είδαν οι Έλληνες ότι και του ΦαÏναβάζου το ιππικόν ήτον ακόμη συντεταγμÎνον και οι Βιθυνοί ιππείς συνηθÏοίζοντο πλησίον του, θεώμενοι από κάποιον εκεί λόφον τα συμβαίνοντα, ησθάνοντο μεν ότι είχαν αποκάμη πλÎον, ενόμισαν όμως ότι ÎÏ€Ïεπε να επιτεθοÏν και κατ' αυτών, όπως ηδÏναντο, διά να μη τους δώσουν καιÏόν ν' αναπαυθοÏν αντλοÏντες τόλμην και πεποίθησιν. ΣυνταχθÎντες, λοιπόν, ποÏεÏονται εναντίον των. Αλλά μόλις τους είδαν οι πολÎμιοι ιππείς, Ï„ÏÎπονται εις φυγήν φεÏόμενοι επί της κατωφεÏείας με οÏμήν, σαν να τους κατεδίωκεν (όπισθÎν των) ιππικόν. Διότι δασώδης φάÏαγξ τους ανÎμενε (φεÏγοντας), Ï€Ïάγμα το οποίον δεν είχαν ίδη οι Έλληνες, οίτινες, Ï€Ïιν ή ακόμη μάθουν ότι υπήÏχε τοιαÏτη εκεί φάÏαγξ, είχαν ήδη παÏση να τους καταδιώκουν. Διότι είχε πλÎον βÏαδυάση. ΕπιστÏÎψαντες δε όπου είχε γείνη η Ï€Ïώτη συμπλοκή, Î±Ï†Î¿Ï Îστησαν Ï„Ïόπαιον, απήλθον Ï€Ïος την θάλασσαν πεÏί την δÏσιν του Ηλίου. Η απόστασις δε μÎχÏι του στÏατοπÎδου ήτο πεÏίπου στάδια εξήκοντα. Κεφάλαιον Îκτον Μετά ταÏτα οι μεν πολÎμιοι ησχολοÏντο εις τα κατ' αυτοÏÏ‚ &(εφÏόντιζαν για τα 'δικά τους)& και πεÏισυνÎλεγαν &(ÎπαιÏναν μαζή των)& και τους υπηÏÎτας και τα Ï€Ïάγματα, τοποθετοÏντες αυτά όσον ηδÏναντο μακÏÏτεÏα. Οι δ' Έλληνες ανÎμεναν μεν τον ΚλÎανδÏον να Îλθη με τας Ï„ÏιήÏεις και τα πλοία, εξεÏχόμενοι δε καθ' εκάστην με τα ζώα και τους αιχμαλώτους των ÎφεÏναν χωÏίς κανÎνα φόβον εις το στÏατόπεδον σίτον και κÏιθήν, οίνον, όσπÏια, κεχÏί, σÏκα. Διότι όλα τα καλά είχεν η χώÏα, εκτός ελαίου. Και κάθε φοÏά μεν που το στÏάτευμα ανεπαÏετο, επετÏÎπετο να πηγαίνουν Ï€Ïος λείαν και αÏπαγήν, ÏŒ,τι δ' ελάμβαναν &(ÎπαιÏναν)& οι εξεÏχόμενοι, εκÏάτουν διά τον εαυτόν των. Κάθε φοÏάανθάνοντες ότι και πόλις ήθελεν ιδÏυθή εκεί και λιμήν θα εγίνετο. ΤώÏα δε πλÎον, ακόμη και οι κατοικοÏντες πλησίον των πολÎμιοι, επειδή εμάνθαναν ότι ο Ξενοφών κτίζει πόλιν εις το μÎÏος εκείνο, απÎστελλον Ï€Ïος αυτόν απεσταλμÎνους, ζητοÏντες να μάθουν τι Ï€ÏÎπει να κάμουν, διά να ήναι φίλοι του. Ο δε Ξενοφών τους επεδείκνυεν εις τους στÏατιώτας, (διά να τους πείση πεÏί του πόσον ήτον εÏκολον να ιδÏÏση εκεί πάλιν). Και εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ïτω φθάνει ο ΚλÎαÏχος με δÏο Ï„ÏιήÏεις, με κανÎνα όμως (φοÏτηγόν) πλοίον. Καθ' ην δε ÏŽÏαν Îφθασεν, Îτυχε να ήναι Îξω το στÏάτευμα Ï€Ïος αÏπαγήν &(να Îχη πάη για πλιάτσικο)&. Άλλοι δΠτινες μεταβάντες εις το ÏŒÏος, διά να κλÎψουν, ήÏπασαν ουκ ολίγα Ï€Ïόβατα. Επειδή δε ανησÏχουν μήπως τους Ï„' αÏπάξουν, απευθÏνονται εις τον ΔÎξιππον, όστις είχεν αποδÏάση από την ΤÏαπεζοÏντα με το πεντηκοντάκωπον (εκείνο) πλοίον, και τον παÏακαλοÏν, Î±Ï†Î¿Ï &(για χατήÏι των)& τους φυλάξη τα αÏπαγÎντα Ï€Ïόβατα, τα μεν εξ αυτών να κÏατήση ο ίδιος, τα δε να τους τα επιστÏÎψη. Αλλ' εκείνος αμÎσως αποδιώκει τους πεÏί αυτόν ισταμÎνους στÏατιώτας, διαμαÏÏ„Ï…ÏομÎνους ότι τα Ï€Ïόβατα ανήκουν εις όλον το στÏάτευμα, και Ï€Ïοσελθών εις τον ΚλÎανδÏον λÎγει ότι οι στÏατιώται επεδόθησαν εις αÏπαγάς. ΟÏτος δε τον διατάσσει να φÎÏη ενώπιόν του οιονδήποτε ήθελε συλλάβη αÏπάζοντα. Και ο μεν ΔÎξιππος, συλλαβών κάποιον, τον ÎφεÏεν εις τον ΚλÎανδÏον. Αλλά (καθ' ην στιγμήν απήγετο), συναντήσας αυτόν ο Αγασίας, τον αποσπά από τας χείÏας του Δεξίππου. Διότι ο απαγόμενος ανήκεν εις τον λόχον του. Οι δε παÏιστάμενοι εκεί εκ των στÏατιωτών επιχειÏοÏν να κτυπήσουν τον ΔÎξιππον, κατονομάζοντας αυτόν Ï€Ïοδότην και ζητοÏντες την σÏλληψίν του. Εφοβήθησαν δε και πολλοί εκ των Ï„ÏιηÏιτών και ήÏχισαν να φεÏγουν &(Îκαναν να φÏγουν)& Ï€Ïος την θάλασσαν. Εν οις και αυτός ο ΚλÎανδÏος. Ο Ξενοφών δε και οι άλλοι στÏατηγοί τους ημπόδιζαν (από του να φÏγουν) και Îλεγαν εις τον ΚλÎανδÏον ότι δεν συμβαίνει τίποτε (ότι ÏŒ,τι Îγεινεν είναι ανάξιον λόγου) και ότι αφοÏμή όλων αυτών ήτον η Ï€ÏονοοÏσα πεÏί τοιοÏτων τινών ενδεχομÎνων διαταγή (εκείνη) του στÏατεÏματος. ((70) Ο δε ΚλÎανδÏος, και από τον ΔÎξιππον επανειλημμÎνως εÏεθιζόμενος και αυτός ο ίδιος δυσαÏεστηθείς διά τον Ï€ÏοξενηθÎντα εις αυτόν φόβον (δι' ον φόβον εδοκίμασεν) είπεν ότι θ' αναχωÏήση και θα κηÏÏξη παντοÏ: καμμία απολÏτως πόλις να μη τους δεχθή ως επικινδÏνους. Ηγεμόνευαν δε τότε όλων των Ελλήνων οι Λακεδαιμόνιοι. Τότε οι Έλληνες ενόησαν ότι η απειλή αÏτη του ΚλεάνδÏου ήτο δι' αυτοÏÏ‚ επιβλαβής, και τον παÏεκάλουν να μη την Ï€Ïαγματοποιήση. Ο δε ΚλÎανδÏος είπεν ότι δεν είναι δυνατόν να γείνη άλλως (δεν θ' αλλάξη γνώμην), εκτός εάν του παÏαδώσουν τον αποπειÏαθÎντα να κτυπήση τον ΔÎξιππον, καθώς και τον αποσπάσαντα τον στÏατιώτην από τας χείÏας (του Δεξίππου) Αγασίαν. Ήτο δε ο Αγασίας οÏτος, ον εζήτει, στενώτατος του Ξενοφώντος φίλος. Ως εκ της φιλίας του δε ταÏτης και εσυκοφάντησεν αυτόν (τον Ξενοφώντα) ο ΔÎξιππος. Ένεκα τοÏτου, λοιπόν, επειδή ευÏÎθησαν εις αμηχανίαν, συνήθÏοισαν το στÏάτευμα οι αÏχηγοί. Καί τινες μεν εξ αυτών ελαχίστην σημασίαν Îδωκαν εις τας απειλάς του ΚλεάνδÏου. Ο Ξενοφών όμως ενόμισεν ότι δεν επÏόκειτο πεÏί Î¼Î·Î´Î±Î¼Î¹Î½Î¿Ï Ï„Î¹Î½Î¿Ï‚ (πεÏί αναξίας τινός λόγου υποθÎσεως), και εγεÏθείς είπε τα εξής: «Ω άνδÏες στÏατιώται, όσον αφοÏά εμÎ, δεν νομίζω ότι Ï€Ïόκειται πεÏί Î¼Î·Î´Î±Î¼Î¹Î½Î¿Ï Ï„Î¹Î½Î¿Ï‚, εάν (αληθώς) ο ΚλÎανδÏος, τοιαÏτην πεÏί ημών λαβών απόφασιν (τοιαÏτα πεÏί ημών φÏονών), Ï€Ïόκηται, όπως λÎγει, να απÎλθη. Διότι είναι μεν πλησίον αι Ελληνίδες πόλεις. Αλλά της Ελλάδος πάσης είναι ηγεμόνες (σήμεÏον) οι Λακεδαιμόνιοι. Οίτινες είναι ικανοί (τόσον όλοι), όσον και είς Îκαστος αυτών ξεχωÏιστά, να Ï€Ïάττουν εις τας πόλεις ÏŒ,τι θÎλουν. »Εάν, λοιπόν, ο ΚλÎανδÏος κατ' αÏχάς μεν μας εμποδίση να Ï€Ïοσεγγίσωμεν εις το Βυζάντιον, κατόπιν δε παÏαγγείλη και εις τους λοιποÏÏ‚ διοικητάς να μη μας δÎχωνται εις τας πόλεις ως απειθοÏντας και παÏανόμως Ï€Ïος τους Λακεδαιμονίους φεÏομÎνους, Ï€ÏοσÎτι δε, εάν η τοιαÏτη πεÏί ημών διάδοσις φθάση μÎχÏι του ναυάÏχου Αναξιβίου, θα ήναι δÏσκολον πλÎον και εδώ να μείνωμεν και ν' αναχωÏήσωμεν. Διότι σήμεÏον και κατά ξηÏάν και κατά θάλασσαν άÏχουν Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï Î¿Î¹ Λακεδαιμόνιοι. Δεν Ï€ÏÎπει, λοιπόν, Îνεκα τοÏτου ή εκείνου &(για το κÎφι του ενός ή του άλλου)& να μÎνωμεν όλοι ημείς οι άλλοι μακÏάν της Ελλάδος, αλλά να υπακοÏωμεν εις ÏŒ,τι και αν μας διατάσσουν. Διότι και αι πόλεις, από τας οποίας Ï€ÏοεÏχόμεθα (καταγόμεθα) Îκαστοι, υπακοÏουν εις αυτοÏÏ‚. »Εγώ μεν, λοιπόν, επειδή μανθάνω ότι ο ΔÎξιππος είπεν εις τον ΚλÎανδÏον ότι δεν ήθελε Ï€Ïάξη ο Αγασίας όσα ÎÏ€Ïαξεν, εάν εγώ δεν τον διÎτασσον, εγώ, λοιπόν, απαλλάσσω της κατηγοÏίας και σας και τον Αγασίαν, αν αυτός οÏτος ο Αγασίας ισχυÏισθή ότι εγώ είμαι, Îστω και κατ' ελάχιστον, υπαίτιος των λαβόντων χώÏαν, και καταδικάζω τον εαυτόν μου, εάν εγώ Ï€Ïώτος κάμνω την αÏχήν είτε πετÏοβολίας, είτε άλλου τινός βίαιου διαβήματος, ως άξιον της μεγαλητÎÏας των τιμωÏιών, ην και δηλώ ότι είμαι Ï€Ïόθυμος να υποστώ. Έχω δε την γνώμην ότι, και εάν τινα άλλον οιονδήποτε αιτιάται (ο ΔÎξιππος), ότι οÏτος Ï€ÏÎπει να παÏουσιασθή εις τον ΚλÎανδÏον, διά να τον δικάση. ((71) Διότι οÏτω μόνον θα απαλλαγήτε της αποδιδομÎνης εις όλους σας μομφής (κατηγοÏίας). Ως Îχει όμως Ï„ÏŽÏα η υπόθεσις, θα ήναι λυπηÏόν εάν, ενώ φανταζόμεθα ότι θα Ï„Ïχωμεν και επαίνων και τιμών επιστÏÎφοντες εις την Ελλάδα, αντί τοÏτων, οÏτε καν όμοιοι με τους άλλους (κατοίκους των Ελληνίδων πόλεων) θεωÏηθώμεν, Î±Ï†Î¿Ï Î¸' αποκλεισθώμεν εξ όλων των Ελληνίδων πόλεων». Κατόπιν εγεÏθείς ο Αγασίας είπεν: «Εγώ, ω άνδÏες, οÏκίζομαι εις τους ΘεοÏÏ‚ και τας Θεάς ότι όντως οÏτε ο Ξενοφών, οÏτε άλλος κανείς από σας με διÎταξε ν' αποσπάσω τον στÏατιώτην εκείνον από τον ΔÎξιππον. Επειδή όμως Îβλεπα: Îνας ανδÏείος και καλός στÏατιώτης εκ των λοχιτών μου να σÏÏεται από τον ΔÎξιππον, ον όλοι σεις γνωÏίζετε ως καταπÏοδώσαντα άλλοτε υμάς, μου εφάνη το Ï€Ïάγμα φοβεÏόν. »Και ομολογώ ότι τον απÎσπασα (τον άÏπαξα απ' τα χÎÏια του). Και σεις μεν να μη με παÏαδώσετε. Εγώ δε, καθώς είπεν ο Ξενοφών Ï€ÏοηγουμÎνως, θα παÏουσιασθώ εις τον ΚλÎανδÏον, και αυτός ας αποφασίση πεÏί ÎµÎ¼Î¿Ï ÏŒ,τι θÎλει. Ένεκα τοÏτου, λοιπόν, να μη διάκησθε εχθÏικώς Ï€Ïος τους Λακεδαιμονίους, και ασφαλώς (εν τοιαÏτη πεÏιπτώσει) θα επανÎλθετε σώοι και αβλαβείς όπου θÎλει Îκαστος. »Αλλ' όμως αποστείλατε μαζή μου Ï€Ïος τον ΚλÎανδÏον και όσους Ï€ÏοαιÏείσθε εκ του στÏατεÏματος, οι οποίοι, αν τυχόν παÏαλείψω τι εγώ, αυτοί και θα το είπουν και θα το Ï€Ïάξουν, με θάÏÏος Ï…Ï€ÎÏ ÎµÎ¼Î¿Ï ÏƒÏ…Î½Î·Î³Î¿ÏοÏντες». Του επÎÏ„Ïεψε, λοιπόν, το στÏάτευμα να υπάγη, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¾ Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎµÎºÎ»Îξη όσους αυτός ήθελεν. ΟÏτος δε εξÎλεξε ((72) τους στÏατηγοÏÏ‚. Μετά ταÏτα εποÏεÏοντο Ï€Ïος τον ΚλÎανδÏον ο Αγασίας και οι στÏατηγοί και ο υπό του Αγασίου αποσπασθείς (από τας χείÏας του Δεξίππου) στÏατιώτης. Και Îλεγαν οι στÏατηγοί: «Μας απÎστειλε Ï€Ïος σε, ω ΚλÎανδÏε, ο στÏατός, και, εάν μεν όλους μας κατηγοÏής, σε παÏακαλεί, ((73) Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏ… ο ίδιος μας δικάσης, να μας μεταχειÏισθής όπως θÎλεις. Εάν δε Îνα τινά ή δÏο ή και πεÏισσοτÎÏους κατηγοÏής, επιθυμεί να εισαχθοÏν οÏτοι (άνευ αναβολής) εις δίκην. Εάν μεν, λοιπόν, κατηγοÏής διά τι κανÎνα εξ ημών, Î¹Î´Î¿Ï Î·Î¼ÎµÎ¯Ï‚ όλοι ενώπιόν σου. Εάν δε κατηγοÏής &(τα Îχης με)& κανÎνα άλλον, (ον δεν γνωÏίζομεν), φανÎÏωσΠτον. Διότι κανείς εξ όσων είναι διατεθειμÎνοι να μας υπακοÏουν ((74) δεν θα αÏνηθή να εμφανισθή ενώπιόν σου». Μετά ταÏτα πλησιάσας ο Αγασίας είπεν: «Εγώ είμαι, ω ΚλÎανδÏε, εκείνος όστις απÎσπασε τον στÏατιώτην αυτόν από τον ΔÎξιππον, ενώ τον ωδήγει &(ÎφεÏνε)& Ï€Ïος σε, και όστις διÎταξε να τον κτυπήσουν. ((75) »Και ο μεν στÏατιώτης οÏτος γνωÏίζω ότι είναι παλληκάÏι. Ως Ï€Ïος τον ΔÎξιππον δε, ότι εξελÎγη από τον στÏατόν να κυβεÏνήση την πεντηκοντάκωπον εκείνην ναυν, την οποίαν εζητήσαμεν από τους ΤÏαπεζουντίους, υπό τον ÏŒÏον να συλλÎξωμεν (δι' αυτής) πλοία Ï€Ïος διάσωσίν μας, με την οποίαν όμως οÏτος εδÏαπÎτευσε Ï€Ïοδώσας τους στÏατιώτας, εκείνους δηλαδή με τους οποίους (από τόσους κινδÏνους) διεσώθη. «ΟÏτω δε και από τους ΤÏαπεζουντίους απεστεÏήσαμεν τον πεντηκοντάκωπον εκείνο πλοίον, και κακοήθεις εφάνημεν εξ αιτίας του, και, όσον εξηÏτάτο από τοÏτου, κατεστÏάφημεν. Διότι, καθώς ημείς, και αυτός εγνώÏιζεν ότι ήτο δυσκολώτατον να φÏγωμεν (εκείθεν) διά ξηÏάς και τόσους ποταμοÏÏ‚ να διαβώμεν και να φθάσωμεν σώοι και αβλαβείς εις την Ελλάδα. Από τοÏτον, λοιπόν, τοιοÏτον όντα, (όπως σου τον πεÏιÎγÏαψα), απÎσπασα εγώ τον στÏατιώτην. Εάν όμως συ ή κανÎνας άλλος εκ των πεÏί σε [ουχί δε εκ των αφ' ημών λαθÏαίως (όπως ο ΔÎξιππος αυτός) δÏαπετευσάντων] ((76) τον ωδήγει, μάθε καλώς ότι ουδÎν απολÏτως ήθελα Ï€Ïάξη εξ όσων ÎÏ€Ïαξα. Λάβε δ' Ï…Ï€' όψει σου ότι, εάν με φονεÏσης, θα φονεÏσης άνδÏα γενναίον, εξ αιτίας ενός παληανθÏώπου και δειλοÏ». ΑκοÏσας ταÏτα ο ΚλÎανδÏος είπεν ότι την μεν διαγωγήν του Δεξίππου δεν επιδοκιμάζει, εάν Ï€Ïαγματικώς ÎÏ€Ïαξεν όσα του καταγγÎλλονται. Δεν νομίζει όμως — Ï€ÏοσÎθηκεν — ότι, και αν ακόμη ο μοχθηÏότεÏος των ανθÏώπων ήτον ο ΔÎξιππος, ότι ήτον ανάγκη να υποστή βιαίαν επίθεσιν, αλλ' ότι ÎÏ€Ïεπεν, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹ÎºÎ±ÏƒÎ¸Î®, καθώς και σεις Ï„ÏŽÏα επιθυμείτε, να Ï„Ïχη της αÏμοζοÏσης εις αυτόν ποινής. » ΤώÏα, λοιπόν, απÎλθετε, αφήνοντες εδώ τον Αγασίαν τοÏτον. Όταν δ' εγώ διατάξω, δÏνασθε να παÏαστήτε εις την δίκην του. Δεν κατηγοÏÏŽ δε πλÎον οÏτε τον στÏατόν, οÏτε κανÎνα άλλον, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï…Ï„ÏŒÏ‚ ο ίδιος ομολογεί ότι απÎσπασε &(άÏπαξε απ' τα χÎÏια του Δεξίππου)& τον στÏατιώτην». Ο δε αποσπασθείς είπεν: «Εγώ, ω ΚλÎανδÏε, αν τω όντι με νομίζης εις τι αδικήσαντα, ώστε να εισαχθώ εις δίκην, ((77) σε πληÏοφοÏÏŽ ότι οÏτε επλήγωσα, οÏτε εκτÏπησα κανÎνα. Είπα απλώς ότι τα Ï€Ïόβατα είναι κοινά δι' όλους. Διότι είχαν αποφασίση οι στÏατιώται, κάθε φοÏά που εξήÏχετο όλος ο στÏατός, διά να Ï€Ïομηθευθή τα Ï€Ïος συντήÏησίν του, εάν τις ήÏπαζε ξεχωÏιστά (τοÏτο ή εκείνο), ν' ανήκη ÏŒ,τι ήÏπαζεν εις όλους. Αυτά και μόνον είπα. »Κατόπιν, Î±Ï†Î¿Ï Î¼Îµ συνÎλαβεν ο ΔÎξιππος οÏτος, μ' ÎφεÏε Ï€Ïος σε, διά να μην ομιλήση &(να μη βγάλη τσιμουδιά)& κανείς, αυτός δε, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î¬Ïη Ï€Ïώτα το (συμφωνηθÎν) μεÏίδιόν του, να φυλάξη τα Ï€Ïόβατα από τους άÏπαγας, παÏά την ληφθείσαν πεÏί τοÏτου απόφασιν». Εις ταÏτα ο ΚλÎανδÏος απήντησεν: «ΑφοÏ, λοιπόν, είσαι συναίτιος ενÎχεσαι και συ), μείνε εδώ, διά να αποφασίσωμεν και πεÏί σου». Μετά ταÏτα οι μεν πεÏί τον ΚλÎανδÏον επÏογευμάτιζαν. Ο δε Ξενοφών συνήθÏοισε τον στÏατόν και συνεβοÏλευε να στείλουν απεσταλμÎνους εις τον ΚλÎανδÏον, διά να τον παÏακαλÎσουν να χαÏισθή εις τους κÏατηθÎντας. Μετά ταÏτα απεφάσισαν, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Î¿ÏƒÏ„ÎµÎ¯Î»Î¿Ï…Î½ στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ και ΔÏακόντιον τον ΣπαÏτιάτην και εκ των άλλων, όσους ενόμισαν αÏμοδίους, να παÏακαλÎσουν με κάθε Ï„Ïόπον τον ΚλÎανδÏον ν' αφήση (ελευθÎÏους) τους άνδÏας. Ελθών, λοιπόν, μαζή με τους άλλους ο Ξενοφών λÎγει: «ΚÏατείς μεν εις χείÏας σου, ω ΚλÎανδÏε, τους άνδÏας, και ο στÏατός σου Îδωκε το δικαίωμα (σε άφησεν ελεÏθεÏον) να Ï€Ïάξης ÏŒ,τι ήθελες και πεÏί αυτών και πεÏί όλων μας. ΤώÏα δε ζητοÏν από σε και σε παÏακαλοÏν (οι στÏατιώται) να τους επιστÏÎψης τους άνδÏας και να μη τους φονεÏσης. Διότι καθ' όλον τον παÏελθόντι χÏόνον οÏτοι πολλά Ï…Ï€ÎφεÏαν διά τον στÏατόν. Επιτυγχάνοντες δε ταÏτα από σε, σου υπόσχονται, αντί τοÏτων, εάν θÎλης να γείνης στÏατηγός των και εάν οι Θεοί ήναι ευμενείς, να σου αποδείξουν ότι και ήσυχοι είναι («κόσμιοι») και ικανοί, υπακοÏοντες εις τον αÏχηγόν των, να μη φοβοÏνται με την βοήθειάν των Θεών τους πολεμίους. »Σε παÏακαλοÏν δε ακόμη και διά το εξής: Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ πλησιάσης και γείνης αÏχηγός των, να γνωÏίσης καλά και τον ΔÎξιππον και τους άλλους όλους, ποίος δηλ. είναι Îκαστος, και να εκτιμήσης τον καθÎνα κατά την αξίαν του». ΑκοÏσας ταÏτα ο ΚλÎανδÏος: «Αλλά ναι μα τους ΘεοÏÏ‚ — είπε — θα σας αποκÏιθώ ταχÎως: Και τους άνδÏας σας παÏαδίδω και εγώ ο ίδιος θα σας φανώ χÏήσιμος (θα σας βοηθήσω). Και εάν οι Θεοί το επιτÏÎψουν &(και αν με το καλό δώσουν οι Θεοί)& θα σας οδηγήσω εις την Ελλάδα. Οι δε λόγοι οÏτοι (ους ήκουσα εδώ) είναι εντελώς αντίθετοι εκείνων τους οποίους εμάνθανα πεÏί τινων εξ υμών: ότι δηλαδή απεμακÏÏνατε (απεξενώσατε) το στÏάτευμα της φιλίας των Λακεδαιμονίων». Μετά ταÏτα οι μεν ευχαÏιστοÏντες απήλθον, φÎÏοντες μαζή των τους άνδÏας. Ο δε ΚλÎανδÏος ηÏώτα θÏων τους ΘεοÏÏ‚ πεÏί της ποÏείας. Και συνανεστÏÎφετο φιλικώς με τον Ξενοφώντα και φιλίαν Ï€Ïος αλλήλους ωμολόγησαν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ και διά των ιδίων του οφθαλμών είδεν ότι πειθαÏχικώτατα εκτελοÏνται αι διαταγαί του, τότε Îτι πεÏισσότεÏον επεθÏμει να γείνη αÏχηγός των. Î‘Ï†Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚, καίτοι επί Ï„Ïεις ημÎÏας ηÏώτα τους ΘεοÏÏ‚ διά θυσιών, τα σφάγια δεν παÏουσίασαν κανÎν ευοίωνον σημείον (διά την ποÏείαν), συγκαλÎσας τους στÏατηγοÏÏ‚ είπεν: «Εις εμΠμεν τα σφάγια τίποτε καλόν και αίσιον δεν λÎγουν πεÏί της, (ην σας υπεσχÎθην), αÏχηγίας. Σεις όμως διά τοÏτο μη στενοχωÏήσθε. Διότι, ως φαίνεται, οι θεοί επιθυμοÏν («δÎδοται») ((78) να εξαγάγετε σεις (από την χώÏαν αυτήν) το στÏάτευμα. Ξεκινήσατε, λοιπόν. Ημείς δε, όταν φθάσετε εις Βυζάντιον, θα σας υποδεχθώμεν όσον δυνάμεθα καλλίτεÏα». Μετά ταÏτα απεφάσισαν οι στÏατιώται να του Ï€ÏοσφÎÏουν τα δι' όλον τον στÏατόν Ï€ÏοωÏισμÎνα Ï€Ïόβατα. Ο δε ΚλÎανδÏος, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€ÎµÎ´Îχθη το δώÏον, το ανταπÎδωκε (το αντεδώÏησε) και πάλιν εις τους στÏατιώτας. ((79) Και οÏτος μεν ανεχώÏησεν. Οι δε στÏατιώται, τοποθετήσαντες (ασφαλώς) τον σίτον, τον οποίον είχαν συγκομίση, και όλα όσα είχαν αÏπάση, ανεχώÏησαν ποÏευόμενοι μÎσου της χώÏας των Βιθυνών. Επειδή δε κανÎνα χÏήσιμον Ï€Ïάγμα δεν επÎτυχαν, βαδίζοντες τον ίσιον (τον κατ' ευθείαν) δÏόμον, ώστε να Îχουν κάτι ιδικόν των φθάνοντες εις φιλικόν Îδαφος, απεφάσισαν να γυÏίσουν πάλιν οπίσω, διανÏοντες διάστημα μιας ολοκλήÏου ημÎÏας. ΕπιστÏÎψαντες δε ήÏπασαν ουκ ολίγα και Ï€Ïόβατα και αιχμαλώτους. Και Îφθασαν μετά Îξ ημÎÏας εις την ΧÏυσόπολιν της Καλχηδονίας, όπου Îμειναν ημÎÏας επτά πωλοÏντες λάφυÏα. ΒΙΒΛΙΟΠΕΒΔΟΜΟΠΚεφάλαιον Ï€Ïώτον. Όσα μεν, λοιπόν, κατά την με τον ΚÏÏον ανάβασιν ÎÏ€Ïαξαν οι Έλληνες μÎχÏι της (παÏά τα ΚοÏναξα) μάχης, και όσα, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Îθανεν ο ΚÏÏος, ÎÏ€Ïαξαν κατά την ποÏείαν των μÎχÏις ου Îφθασαν εις Πόντον, και όσα επίσης ÎÏ€Ïαξαν, εκ του Πόντου διά ξηÏάς βαδίζοντες και εκπλÎοντες, μÎχÏι της εις ΧÏυσόπολιν της Ασίας, Îξω της εισόδου Î±Ï…Ï„Î¿Ï (του Πόντου), αφίξεώς των — πάντα ταÏτα Îγειναν γνωστά με όσα μÎχÏι τοÏδε είπομεν. Μετά ταÏτα, λοιπόν, ο ΦαÏνάβαζος, επειδή εφοβείτο μήπως ο στÏατός βαδίση εναντίον της χώÏας του, αποστείλας απεσταλμÎνους Ï€Ïος τον ναÏαÏχον Αναξίβιον, όστις Îτυχε να ευÏίσκεται εις το Βυζάντιον, τον παÏεκάλει να διαβιβάση εκ της Ασίας (εις την ΕυÏώπην) τον στÏατόν, υποσχόμενος να του παÏάσχη τας εκδουλεÏσεις του (να του φανή χÏήσιμος) εις ÏŒ,τι ήθελεν. Και ο Αναξίβιος Îστειλε και Ï€Ïοσεκάλεσε τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ του στÏατεÏματος εις το Βυζάντιον και τους Ï…Ï€Îσχετο ότι, εάν διαβοÏν (τον ΒόσποÏον), θα δώση μισθόν εις τους στÏατιώτας. Και όλοι μεν οι άλλοι είπαν ότι, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÎºÎµÏ†Î¸Î¿Ïν, θα του απαντήσουν, ο Ξενοφών όμως του είπεν ότι θ' απομακÏυνθή &(θα χωÏίση)& πλÎον από τα στÏάτευμα και ότι ήθελε ν' αναχωÏήση (εις την Ελλάδα). Ο δε Αναξίβιος τον παÏεκάλεσε: Ï€Ïώτα να διαβή μαζή με όλους τους άλλους (από την Ασίαν) κ' Îπειτα ν' απομακÏυνθή. Και ο Ξενοφών απήντησεν ότι (ευχαÏίστως) θα Ï€Ïάξη όπως οÏτος ήθελεν. Ο δε ηγεμών της ΘÏάκης ΣεÏθης αποστÎλλει τον Μηδοσάδην και παÏακαλεί τον Ξενοφώντα να Ï€Ïοθυμοποιηθή (συγκατατεθή) να διαβή το στÏάτευμα, και διά την συμπÏοθυμίαν του ταÏτην του παÏήγγειλεν ότι δεν θα μετανοήση. Ο δε Ξενοφών απήντησεν: «Αλλά το μεν στÏάτευμα θα διαβή (αφεÏκτως). Ως εκ τοÏτου είναι πεÏιττόν να δώση (από τοÏδε) οιανδήποτε υπόσχεσιν είτε εις εμÎ, είτε εις οιονδήποτε άλλον. Άμα δε διαβή, εγώ μεν θ' απομακÏυνθώ, Ï€Ïος τους τυχόν δε παÏαμείναντας και τους από του Î»Î¿Ï‡Î±Î³Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ άνω διοικητάς του στÏατεÏματος είναι ελεÏθεÏος να Ï€ÏοσφÎÏη ÏŒ,τι θÎλει». ((80) Μετά ταÏτα διαβαίνουν όλοι (οι στÏατιώται) εις το Βυζάντιον. Και μισθόν μεν δεν τους Îδιδεν ο Αναξίβιος, εκήÏυξε δε: παÏαλαμβάνοντες τα όπλα των και τας αποσκευάς των ν' αναχωÏήσουν (το ταχÏτεÏον), διότι Ï€Ïοτίθεται και να τους εκδιώξη και να Ï€Ïοβή συγχÏόνως εις καταγÏαφήν των. Τότε οι στÏατιώται εστενοχωÏήθησαν, διότι δεν είχαν χÏήματα, ίνα Ï€ÏομηθευθοÏν τας αναγκαίας κατά την ποÏείαν των Ï„Ïοφάς. Διά τοÏτο δε και με απÏοθυμίαν ετοίμαζαν τας αποσκευάς των. Και ο Ξενοφών, φιλοξενοÏμενος ήδη υπό του αÏÎ¼Î¿ÏƒÏ„Î¿Ï ÎšÎ»ÎµÎ¬Î½Î´Ïου, ελθών εις αυτόν τον απεχαιÏÎτα επί τη αναχωÏήσει του. ΟÏτος δε του λÎγει: «Δεν Ï€ÏÎπει να φÏγης. Άλλως — του είπε — θα κατηγοÏηθής, Î±Ï†Î¿Ï Î¼Î¬Î»Î¹ÏƒÏ„Î± και Ï„ÏŽÏα ακόμη σε κατηγοÏοÏν τινες ότι εξ αιτίας σου επιβÏαδÏνει την αναχώÏησίν του ο στÏατός». Ο δε Ξενοφών απήντησεν: «ότι εγώ μεν βÎβαια δεν είμαι διόλου τοÏτου αίτιος. Αίτιοι είναι οι στÏατιώται ως Îχοντες ανάγκην επισιτισμοÏ, εξ ου και η στενοχωÏία των διά την αναχώÏησιν». «Αλλ' όμως — απήντησεν ο ΚλÎανδÏος — εγώ σε συμβουλεÏω να ξεκινήσης μαζή των ως σκοπεÏων δήθεν να τους ακολουθήσης εις την ποÏείαν των, άμα δ' εξÎλθη της πόλεως το στÏάτευμα, τότε αποπλÎεις &(φεÏγεις)& μόνος σου». «Αυτά, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, Î±Ï†Î¿Ï Î¼ÎµÏ„Î±Î²ÏŽÎ¼ÎµÎ½ μαζή εις τον Αναξίβιον, τα συζητοÏμεν (του Ï„' ανακοινώνομεν)». Ελθόντες, λοιπόν, του Ï„' ανεκοίνωσαν. Αλλ' ο Αναξίβιος τους διÎταξε να συμμοÏφωθοÏν Ï€Ïος τας διαταγάς του και ν' αναχωÏήσουν ευθÏÏ‚ αμÎσως με τας αποσκευάς των, ν' αναγγελθή δε ότι, πας όστις δεν ήθελε παÏαστή κατά την επιθεώÏησιν του στÏÎ±Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ την αÏίθμησιν, θα ήναι υπεÏθυνος». Μετά ταÏτα ξεκίνησαν Ï€Ïώτοι οι στÏατηγοί και οι άλλοι, και εν γÎνει όλοι καθ' ολοκληÏίαν, πλην ελαχίστων, εξήλθον των πυλών της πόλεως, πλησίον των οποίων ανÎμενεν ο Ετεόνικος με την διαταγήν όπως, άμα εξÎλθουν όλοι, κλείση τας Ï€Ïλας και βάλη τον μοχλόν &(βάλη την αμπάÏα).& Ο δε Αναξίβιος, συγκαλÎσας τους στÏατηγοÏÏ‚ και τους λοχαγοÏÏ‚, είπε: «Τα Ï€Ïος συντήÏησίν σας μεν δÏνασθε να λάβετε από τα χωÏιά της ΘÏάκης. Εις τα οποία είναι πολÏÏ‚ σίτος και κÏιθή και όσα άλλα χÏειάζονται Ï€Ïος διατÏοφήν σας. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ Ï€Ïομηθευθήτε εξ αυτών (όσα θÎλετε), πηγαίνετε εις την ΧεÏÏόνησον κ' εκεί ο Κυνίσκος θα σας μισθοδοτήση». ΤινÎÏ‚ δε εκ των στÏατιωτών — ακόλουθοι ίσως των στÏατηγών — ήκουον μακÏόθεν ταÏτα, ίσως δε και κανείς εκ των λοχαγών τα διαβιβάζει κÏυφίως εις το στÏάτευμα. Και οι μεν στÏατηγοί ηÏώτων εάν ο ηγεμών ΣεÏθης θα τους ήναι πολÎμιος ή φίλος και εάν ÎÏ€Ïεπε να βαδίσουν διά του ΙεÏÎ¿Ï ÏŒÏους ή κÏκλω, διά μÎσου της ΘÏάκης. Ενώ δε συνεζήτουν ταÏτα, οι στÏατιώται, αναÏπάσαντες τα όπλα, Ï„ÏÎχουν δÏομαίως Ï€Ïος τας Ï€Ïλας, με σκοπόν να εισÎλθουν και πάλιν εις την πόλιν (να εισοÏμήσουν εντός των τειχών της πόλεως). Ο δε Ετεόνικος και οι μετ' αυτοÏ, μόλις είδαν τους οπλίτας Ï„ÏÎχοντας Ï€Ïος τα τείχη, κλείουν τας Ï€Ïλας και εμβάλλουν τον μοχλόν. Οι δε στÏατιώται (φθάσαντες) εκτÏπων τας Ï€Ïλας Îξωθεν, (διά να εισÎλθουν), και διεμαÏÏ„ÏÏοντο φωνάζοντες ότι αδίκως υποφÎÏουν αποδιωκόμενοι και παÏαδιδόμενοι οÏτω εις την διάκÏισιν των πολεμίων. Έλεγαν δε ότι θα σπάσουν τας Ï€Ïλας, εάν εκουσίως δεν τους ανοίξουν. Άλλοι δε ÎÏ„Ïεχαν Ï€Ïος την θάλασσαν και εκεί, παÏά τους κυματοθÏαÏστας των τειχών, υπεÏπηδοÏν ταÏτα και εισÎÏχονται εις την πόλιν, άλλοι δε εκ των στÏατιωτών, ευÏισκόμενοι κατά Ï„Ïχην Îσω των τειχών, μόλις είδαν τα παÏά τας Ï€Ïλας συμβαίνοντα, σπάσαντες με τας αξίνας τα κλείθÏα, ανοίγουν διάπλατα τας Ï€Ïλας, κ' εκείνοι (οι Îξωθεν αυτών κτυπώντες) εισοÏμοÏν ακάθεκτοι. Ο δε Ξενοφών, μόλις είδε τα γενόμενα, φοβηθείς μήπως Ï€Ïοβή εις διαÏπαγάς το στÏάτευμα, και ανήκεστα δυστυχήματα συμβοÏν και εις την πόλιν και εις τον εαυτόν του και εις τους στÏατιώτας, Ï„ÏÎχει και εισοÏμά μαζή με τον όχλον εις την πόλιν («είσω των πυλών»). Οι δε κάτοικοι («οι δε Βυζάντιοι»), μόλις είδαν να εισοÏμά οÏτω ακάθεκτον το στÏάτευμα, Ï„Ïεπονται εις φυγήν εκ της αγοÏάς, άλλοι μεν Ï€Ïος τα πλοία, άλλοι δε εις τας οικίας των, όσοι δ' Îτυχε να ήναι εντός των οικιών των, Ï„ÏÎχουν εις τους δÏόμους φεÏγοντες, άλλοι δ' ÎσυÏαν τα πλοία εις την θάλασσαν με τον σκοπόν να διασωθοÏν στα πλοία, όλοι δ' εν γÎνει ενόμιζαν ότι είναι κατεστÏαμμÎνοι πλÎον, φανταζόμενοι ότι είχε κυÏιευθή η πόλις. Ο δε Ετεόνικος καταφεÏγει (γλυτώνει) εις την ακÏόπολιν. Ο δε Αναξίβιος Ï„ÏÎχει δÏομαίως εις την θάλασσαν, εισÎÏχεται εις τι εκεί αλιευτικόν πλοίον, και, πεÏιπλÎων, ανÎÏχεται εις την ακÏόπολιν, και αμÎσως στÎλλει και Ï€Ïοσκαλεί φÏουÏοÏÏ‚ από την Καλχηδόνα. Διότι δεν εφαίνοντο οι εν τη ακÏοπόλει ικανοί να συγκÏατήσουν από την διαÏπαγήν τους στÏατιώτας. ((81) Οι δε στÏατιώται, μόλις είδαν τον Ξενοφώντα, ÎÏχονται πολλοί Ï€Ïος αυτόν δÏομαίοι και του λÎγουν: Â«Î™Î´Î¿Ï Ï€ÎµÏίστασις, ω Ξενοφών, να δείξης ότι είσαι Î±Î½Î®Ï Îξοχος. ΚατÎχεις (Îχεις υπό την εξουσίαν σου) την πόλιν, κατÎχεις τα πλοία, κατÎχεις τας πεÏιουσίας και τα Ï€Ïάγματα, Îχεις (εις την διάθεσίν σου) τόσους άνδÏας. Είναι, λοιπόν, Ï„ÏŽÏα καιÏός, αν θÎλης, συ μεν να μας φανής χÏήσιμος (να μας ωφελήσης), ημείς δε να σε ανακηÏÏξωμεν μÎγαν». Ο δε Ξενοφών τους απεκÏίθη: «Αλλά Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ‰ÏƒÏ„Î¬ ομιλείτε. Και θα κάμω ÏŒ,τι θÎλετε. Εάν όμως επιθυμήτε να Ï€Ïαγματοποιηθή ÏŒ,τι επÏοτείνατε, καταθÎσατε όσον το δυνατόν ταχÏτεÏα τα όπλα σας». — Τους είπε δε ταÏτα θÎλων να τους καθησυχάση. — Τότε δε και αυτός ο ίδιος διεβίβαζεν όσα επÏότεινεν εις όλον τον στÏατόν, και τους άλλους συνεβοÏλευε να διαβιβάζουν (ο Îνας εις τον άλλον) την πεÏί καταθÎσεως των όπλων εντολήν του. Οι δε στÏατιώται μόνοι των και με την θÎλησίν των ετακτοποιοÏντο &(Îμπαιναν σε τάξι)&. Και οι μεν οπλίται εις ελάχιστον χÏονικόν διάστημα Îμειναν οκτώ μόνον, (των λοιπών Ï€ÏοστÏεξάντων να καταθÎσουν τα όπλα εις το στÏατόπεδον), οι δε πελτασταί ημιλλώντο τις Ï€Ïώτος να Ï„ÏÎξη πλησίον εκάστου των κεÏάτων του στÏατοÏ. Το δε μÎÏος, (εις ο ετάχθησαν), ήτο καταλληλότατον Ï€Ïος παÏάταξιν και ωνομάζετο ΘÏάκιον. Ήτο δε ÎÏημον οικιών και πεδινόν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ κατετÎθησαν τα όπλα και ησÏχασαν εντελώς οι στÏατιώται, συγκαλεί ο Ξενοφών τον στÏατόν και λÎγει τα εξής: «Δεν αποÏÏŽ μεν, ω άνδÏες στÏατιώται, ότι είσθε εξωÏγισμÎνοι και ότι εσχηματίσατε πλÎον την πεποίθησιν ότι Ï…Ï€Îστητε τόσα δεινά εξαπατώμενοι. Αλλ' εάν, παÏαφεÏόμενοι από την οÏγήν μας, ((82) τιμωÏήσωμεν τους ενταÏθα Λακεδαιμονίους διά την απάτην που μας Îκαναν και την ουδόλως υπαίτιον αυτήν πόλιν διαÏπάσωμεν, συλλογισθήτε ποίας εκ τοιοÏτου τινός διαβήματός μας ηθÎλαμεν δοκιμάση συμφοÏάς. » ΕχθÏοί μεν κεκηÏυγμÎνοι θα γείνωμεν των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των. Οποίος δε πόλεμος ήθελεν επÎλθη, είναι εÏκολον να το μαντεÏσετε, Î±Ï†Î¿Ï &(οι ίδιοι με τα μάτια σας)& είδατε και ενθυμείσθε ακόμη όσα Ï€ÏÏŒ τινων μόλις ετών Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î±Ï…Ï„ÏŽÎ½ και ημών συνÎβησαν. ((83) »Διότι ημείς οι Αθηναίοι επολεμήσαμεν με τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, Îχοντες Ï„ÏιήÏεις, άλλας μεν εις την θάλασσαν, άλλας δε εις τα νεώÏια, όχι ολιγωτÎÏας των Ï„Ïιακοσίων. ΧωÏίς να υπολογίζω τα άφθονα, που ήσαν εις την πόλιν (των Αθηνών), χÏήματα, και την κατ' Îτος εξ ουχί ολιγωτÎÏων των χιλίων ταλάντων Ï€Ïόσοδον, την εισπÏαττομÎνην από τους κατοίκους της Αττικής και τους συμμάχους μας. ΗγεμονεÏοντες δε όλων των νήσων και Îχοντες υπό την εξουσίαν μας πολλάς εις την Ασίαν και εις την ΕυÏώπην πόλεις, και πολλάς άλλας, (άς δεν αναφÎÏω), και αυτό τοÏτο το Βυζάντιον, όπου Ï„ÏŽÏα ευÏισκόμεθα, κατÎχοντες, κατεπολεμήθημεν κατά Ï„Ïόπον ον πάντες σεις Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ γνωÏίζετε. »ΣήμεÏα δε μάλιστα, ειπÎÏ Ï€Î¿Ï„Îµ: θα ηδυνάμεθα άÏα γε να φαντασθώμεν ποία και ποία ηθÎλαμεν (μετά τα εδώ γενόμενα) υποστή — σήμεÏα ότε όλοι μεν οι αÏχαίοι σÏμμαχοι των Λακεδαιμονίων είναι ακόμη σÏμμαχοί των, οι Αθηναίοι δε και όσοι τότε ήσαν σÏμμαχοι αυτών συνηνώθησαν όλοι μ' εκείνους κατ' ανάγκην &(ήλθαν με το μÎÏος των)&, ο δε ΤισσαφÎÏνης και όλοι οι άλλοι κατά θάλασσαν κυÏιαÏχοÏντες βάÏβαÏοι είναι ήδη εχθÏοί μας, Îχθιστος δε Ï€Ïος ημάς αυτός οÏτος ο ÎœÎγας ΒασιλεÏÏ‚, εναντίον του οποίου εβαδίσαμεν με τον σκοπόν να του αφαιÏÎσωμεν &(πάÏωμε)& την εξουσίαν και, εάν μας ήτο δυνατόν, να τον φονεÏσωμεν; «Ενώ, λοιπόν, όλα μαζή αυτά είναι εις βάÏος μας, σας εÏωτώ: είναι κανείς από σας τόσον ανόητος, ώστε να φαντάζεται ότι ημείς εδώ θα ηδυνάμεθα να τους κυÏιεÏσωμεν (να τους εξουσιάσωμεν); Όχι, Ï€Ïος Θεών, όχι! ας μη κάνωμεν σαν Ï„Ïελλοί, ουδΠας καταστÏαφώμεν οÏτω επονειδίστως, κηÏυττόμενοι πολÎμιοι και των πατÏίδων μας και των εν αυταίς συγγενών και φίλων μας. Διότι όλοι αυτοί ευÏίσκονται (κατοικοÏν) ακÏιβώς εις τας πόλεις που θα εκστÏατεÏσουν εναντίον μας, και Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹ÎºÎ±Î¯Ï‰Ï‚ (θα εκστÏατεÏσουν), εάν, ενώ καμμίαν πόλιν βάÏβαÏον δεν ηθελήσαμεν (μÎχÏι σήμεÏον) να καταλάβωμεν, αν και είχαμεν όλην την Ï€Ïος τοÏτο δÏναμιν, εάν — λÎγω — την Ï€Ïώτην Ελληνίδα πόλιν, εις ην ήλθομεν, διαÏπάσωμεν. »Εγώ μεν, λοιπόν, εÏχομαι, Ï€Ïιν ή ακόμη ίδω να συμβοÏν από σας τοιαÏτα ÎκτÏοπα, να ευÏεθώ χιλιάδας οÏγυιών υπό την γην. Και σας συμβουλεÏω ως Έλληνας, υπακοÏοντας σήμεÏον εις τους Ï€ÏοϊσταμÎνους των Ελλήνων (Λακεδαιμονίους), να Ï€Ïοσπαθήτε να επιτυγχάνετε μόνον ÏŒ,τι είναι δίκαιον. Εάν δε δεν δÏνασθε να εÏÏετε το δίκαιόν σας, τότε Ï€ÏÎπει ν' ανεχθώμεν την αδικίαν, ίνα μη τουλάχιστον στεÏηθώμεν της Ελλάδος. »Και, λοιπόν, Ï„ÏŽÏα φÏονώ ότι Ï€ÏÎπει ν' αποστείλωμεν απεσταλμÎνους εις τον Αναξίβιον και να του είπωμεν: ότι ημείς, χωÏίς να Îχωμεν κανÎνα σκοπόν να βιαιοπÏαγήσωμεν, εισήλθομεν εις την πόλιν &(επεÏάσαμεν από μÎσα από την πόλιν)& με την ιδÎαν μόνον, εάν μεν δυνηθώμεν να επιτÏχωμεν από σας καμμίαν ωφÎλειαν, καλώς• εάν δ' όχι, να σας κάνωμεν γνωστόν ότι, ουχί εξαπατώμενοι, αλλ' υπακοÏοντες (εις τους νόμους) εξεÏχόμεθα της πόλεως &(φεÏγομεν)&». ΤαÏτα απεφασίσθησαν και αποστÎλλουν, διά να μάθουν τι θα τους απαντήσουν (πεÏί των αποφάσεων των τοÏτων οι αÏμόδιοι), ΙεÏώνυμον τον Ηλείον και ΕυÏÏλοχον τον ΑÏκάδα και Φιλήσιον τον Αχαιόν. Και οÏτοι μεν ανεχώÏησαν, διά να τους αναγγείλουν ÏŒ,τι απεφάσισαν. Ενώ δ' επεÏίμεναν οι στÏατιώται, ÎÏχεται Ï€Ïος αυτοÏÏ‚ ΚοιÏατάδας ο Θηβαίος, όστις πεÏιήÏχετο την Ελλάδα όχι ως εξόÏιστος, αλλ' ως τις επιδιώκων διαÏκώς να γείνη στÏατηγός και υποσχόμενος, (χωÏίς να του το ζητήσουν), στÏατηγίας, οσάκις πόλις τις ή Îθνος είχεν ανάγκην τοιοÏτου (στÏατηγοÏ). Και τότε Ï€Ïοσελθών Îλεγεν ότι ήτον Îτοιμος να τους οδηγήση εις το καλοÏμενον ΔÎλτα της ΘÏάκης, όπου θα ηδÏναντο να ωφεληθοÏν πολλά καλά. Έως ότου δε φθάσουν εκεί, ότι θα τους παÏÎχη Ï„Ïοφάς και ποτά αφθονώτατα. Άμα ήκουσαν αυτά οι στÏατιώται, συγχÏόνως δε και όσα τους ανήγγειλεν ήδη ο Αναξίβιος — διότι οÏτος απεκÏίθη ότι, εάν υπακοÏσουν οι στÏατιώται, δεν θα μετανοήσουν, και ότι και εις τας αÏμοδίας της πατÏίδος των αÏχάς θα κάμη πεÏί τοÏτου λόγον, και αυτός ο ίδιος ότι θα σκεφθή (αποφασίση) πεÏί αυτών παν ÏŒ,τι (ήθελε δυνηθή) καλόν και ωφÎλιμον — λοιπόν, μόλις ήκουσαν ταÏτα οι στÏατιώται, και τον ΚοιÏατάδαν παÏαδÎχονται ως στÏατηγόν και αμÎσως εξήλθον των τειχών της πόλεως. Ο δε ΚοιÏατάδας συμφωνεί μαζή των (τους υπόσχεται) ότι την επομÎνην θα Îλθη (θα τους βοηθήση) φÎÏων εις τον στÏατόν και σφάγια και μάντιν και σίτον και ποτά. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εξήλθον, ο Αναξίβιος Îκλεισε τας Ï€Ïλας και εκήÏυξεν ότι: όποιος εκ των στÏατιωτών ήθελε συλληφθή εντός των τειχών θα πωληθή ως δοÏλος. Την δ' επομÎνην ο μεν ΚοιÏατάδας ήλθε μαζή με τα σφάγια και τον μάντιν, ακολουθοÏμενος από είκοσιν άνδÏας φÎÏοντας κÏίθινα άλευÏα και από άλλους είκοσι, κατόπιν, με οίνον, και από άλλους Ï„Ïεις, όπισθεν, με ελαίας και από άλλον Îνα, ÏστεÏα, φοÏτωμÎνον με όσω το δυνατόν μεγαλήτεÏον φοÏτίον σκόÏδων, και από άλλον Îνα ακόμη (τελευταίον όλων) φοÏτωμÎνον με κÏεμμÏδια. ΚαταθÎσας δε ταÏτα πάντα Ï€Ïο αυτών Ï€Ïος διανομήν, ήÏχισε να εÏωτά, θÏων, τους ΘεοÏÏ‚. Ο δε Ξενοφών, Ï€ÏοσκαλÎσας πλησίον του τον ΚλÎανδÏον, τον παÏεκάλει να κατοÏθώση να εισÎλθη ((84) εντός των τειχών (εις την πόλιν) και εκ του Βυζαντίου αναχωÏήση (εις την Ελλάδα). Ελθών δε ο ΚλÎανδÏος, του είπεν ότι με πολÏν κόπον θα κατοÏθώση να επιτÏχη ÏŒ,τι ζητεί. ((85) Διότι ο Αναξίβιος του Îλεγεν ότι δεν είναι σωστόν οι μεν στÏατιώται να ήναι πλησίον του τείχους, ο δε Ξενοφών εντός αυτοÏ, οι δε κάτοικοι της πόλεως («οι Βυζάντιοι») να στασιάζουν και να διάκηνται εχθÏικώς Ï€Ïος αλλήλους. «Ουχ' ήττον όμως — είπεν ο ΚλÎανδÏος — σου επιτÏÎπει να εισÎλθης (ελευθÎÏως), εάν σκοπεÏης ν' αναχωÏήσης μαζή του». Ο μεν Ξενοφών, λοιπόν, αποχαιÏετίσας τους στÏατιώτας του, ανεχώÏησεν εις την πόλιν με τον ΚλÎανδÏον. Ο δε ΚοιÏατάδας την μεν Ï€Ïώτην ημÎÏαν δεν είδε κανÎνα αίσιον εις τα θυσιαζόμενα σφάγια σημείον, οÏτε εμοίÏασε τίποτε εις τους στÏατιώτας. Την δ' επομÎνην, τα μεν Ï€ÏοωÏισμÎνα διά την θυσίαν θÏματα ήσαν επί του βωμοÏ, παÏ' αυτόν δε στεφανωμÎνος και Îτοιμος ν' αÏχίση την θυσίαν ο ΚοιÏατάδας. Πλησιάσαντες δ' αυτόν Τιμασίων ο ΔαÏδανεÏÏ‚ και ÎÎων ο Ασιναίος και ÎšÎ»ÎµÎ¬Î½Ï‰Ï Î¿ ΟÏχομÎνιος του Îλεγαν να μην αÏχίση (την θυσίαν), διότι, εάν δεν τους δώση Ï€Ïώτα τα Ï€Ïος διατÏοφήν των, δεν θα του επιτÏαπή ν' αναλάβη την αÏχηγίαν του στÏατοÏ. Ο δε ΚοιÏατάδας διατάσσει τότε να διανεμηθοÏν αι Ï„Ïοφαί. Επειδή όμως υπήÏχεν ανάγκη πολλών ακόμη τοιοÏτων, τα δε Ï€ÏοσφεÏθÎντα δεν Îφθαναν ή μόλις διά σιτηÏÎσιον μιας και μόνης ημÎÏας δι' Îκαστον στÏατιώτην, ανεχώÏησεν, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ€Î®Ïε μαζή του τα σφάγια, καταθÎσας την (ην είχεν αναλάβη) στÏατηγίαν. Κεφάλαιον δεÏτεÏον ÎÎων δε ο Ασιναίος και ΦÏυνίσκος ο Αχαιός και Φιλήσιος ο Αχαιός και Ξανθικλής ο Αχαιός και Τιμασίων ο ΔαÏδανεÏÏ‚ παÏÎμειναν εις τον στÏατόν και, Ï€ÏοχωÏήσαντες εις τα πεÏί το Βυζάντιον ΘÏακικά χωÏία, εστÏατοπÎδευσαν. Και οι στÏατηγοί είχαν διαιÏεθή εις κόμματα, θÎλοντες ο μεν ÎšÎ»ÎµÎ¬Î½Ï‰Ï ÎºÎ±Î¹ ο ΦÏυνίσκος να υπάγουν εις τον ηγεμόνα ΣεÏθην. Διότι τους είχε δωÏοδοκήση &(Ï„Ïαβήξη με το μÎÏος του)& δώσας εις εκείνον μεν Îνα ίππον, εις αυτόν δε μίαν γυναίκα. Ο δε ÎÎων επήγεν εις την ΧεÏÏόνησον, φανταζόμενος &(με την ιδÎαν)& ότι, εάν το στÏάτευμα πεÏιήÏχετο υπό την εξουσίαν των Λακεδαιμονίων, θ' ανεκηÏÏσσετο στÏατηγός του. Ο δε Τιμασίων επÏοθυμοποιείτο να διαβιβασθή και πάλιν Ï€ÎÏαν, εις την Ασίαν, ελπίζων ότι οÏτω θα του ήτον εÏκολον να υπάγη εις την πατÏίδα του. Και οι στÏατιώται τα ίδια ήθελαν. Ενώ δε παÏήÏχετο εις μάτην ο καιÏός, άλλοι μεν εκ των στÏατιωτών, παÏαδίδοντες τα όπλα εκουσίως, απÎπλεον εκ της ΘÏάκης, διά να ζητήσουν γεωÏγικήν εÏγασίαν, άλλοι δε ανεκατώνοντο με τους πολίτας εις τας πόλεις. Ο δε Αναξίβιος ÎχαιÏε μανθάνων την καταστÏοφήν και δοÏλωσιν ταÏτην του στÏατεÏματος. Διότι ενόμιζεν ότι διά της τοιαÏτης καταστÏοφής Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î¸Î± εγίνετο Îτι μάλλον αÏεστός εις τον ΦαÏνάβαζον. Ενώ δε ο Αναξίβιος απÎπλεεν εκ Βυζαντίου, τον συναντά εις την ΚÏζικον ο ΑÏίσταÏχος, διαδεχθείς ως αÏμοστής του Βυζαντίου τον ΚλÎανδÏον. ΕλÎγετο δε ότι όσον οÏπω επεÏιμÎνετο εις τον Ελλήσποντον και ο Πώλος, ως ναÏαÏχος διάδοχος του Αναξιβίου. Και ο μεν Αναξίβιος Ï€ÏοτÏÎπει (συνιστά εις) τον ΑÏίσταÏχον να πωλήση όσους ήθελεν εÏÏη εκ των στÏατιωτών του ΚÏÏου (μÎνοντας ακόμη) εις το Βυζάντιον. Ο ΚλÎανδÏος όμως οÏτε Îνα δεν επώλει (εξ αυτών), αλλά και τους ασθενοÏντας επεÏιποιείτο ευσπλαγχνοÏμενος και υποχÏεώνων τους κατοίκους της πόλεως να τους δÎχωνται κατ' οίκον &(να τους παίÏνουν εις τα σπίτια των)&. Ο δε ΑÏίσταÏχος, Î±Ï†Î¿Ï Î®Î»Î¸Îµ το ταχÏτεÏον (εις Βυζάντιον), επώλησεν (ως δοÏλους) όχι ολιγωτÎÏους των τετÏακοσίων. ((86) Ο δε Αναξίβιος, Î±Ï†Î¿Ï Îπλευσε παÏά το ΠάÏιον, αποστÎλλει εις τον ΦαÏνάβαζον απεσταλμÎνους, διά να του υπενθυμίση ÏŒ,τι του υπεσχÎθη (ÏŒ,τι συνεφώνησαν). Ο δε ΦαÏνάβαζος, Î±Ï†Î¿Ï Îμαθεν ότι και ο ΑÏίσταÏχος Îφθασε (διωÏίσθη) ως αÏμοστής εις το Βυζάντιον και ο Αναξίβιος δεν ήτο πλÎον ναÏαÏχος, ως Ï€Ïος τον Αναξίβιον μεν, δεν εφÏόντιζεν (απÎφυγε να του απαντήση), ως Ï€Ïος τον ΑÏίσταÏχον δε, διεξήγε τας αυτάς οίας και με τον Αναξίβιον διαπÏαγματεÏσεις πεÏί του ΚυÏείου στÏατεÏματος (πολλά και εις αυτόν, όπως εις εκείνον, υποσχόμενος). Μετά ταÏτα ο Αναξίβιος, Ï€ÏοσκαλÎσας (εις ιδιαιτÎÏαν συνομιλίαν) τον (μετ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÏƒÏ…Î¼Ï€Î»Îοντα) Ξενοφώντα, τον παÏακαλεί με κάθε Ï„Ïόπον και μÎσον να επιστÏÎψη εις το στÏάτευμα όσον το δυνατόν ταχÏτεÏα, και να το συγκÏατήση συναθÏοίζων τους διεσπαÏμÎνους, όσους πεÏισσοτÎÏους ημποÏÎση, και Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ οδηγήση διά ξηÏάς (βαδίζοντας) εις την Î ÎÏινθον, να τους διαβιβάση «ως τάχιστα» ((87) κατόπιν εις την Ασίαν. Του δίδει δε και Îνα Ï„Ïιακοντάκωπον πλοίον και επιστολήν και συγχÏόνως αποστÎλλει μαζή του κ' Îνα στÏατιώτην με την εντολήν να διατάξη τους ΠεÏινθίους να τον συνοδεÏσουν το ταχÏτεÏον με τους αναγκαιοÏντας ίππους μÎχÏι του μÎÏους όπου ήτο το στÏάτευμα. ((88) Και ο μεν Ξενοφών διαπλεÏσας φθάνει εις το στÏάτευμα, οι δε στÏατιώται τον υπεδÎχθησαν με μεγάλην των χαÏάν κ' ευθÏÏ‚ τον ηκολοÏθησαν, Ï€Ïοθυμότατοι να διαβιβασθοÏν εκ της ΘÏάκης εις την Ασίαν. Ο δε ΣεÏθης, μαθών ότι ÎÏχεται και πάλιν εις την ΘÏάκην ο Ξενοφών, του απÎστειλεν, (ενώ Îπλεεν εις την Î ÎÏινθον), τον Μηδοσάδην, και τον παÏακαλεί να φÎÏη τον στÏατόν όπου αυτός ήτον, υποσχόμενος εις αυτόν παν ÏŒ,τι ενόμιζεν ότι ηδÏνατο να τον δελεάση. Ο δε Ξενοφών του απεκÏίθη ότι δεν ήτο δυνατόν να γείνη τίποτε. Και ο μεν Μηδοσάδης ακοÏσας ταÏτα ανεχώÏησεν. Εκ δε των Ελλήνων, Î±Ï†Î¿Ï Îφθασαν εις την Î ÎÏινθον, ο μεν ÎÎων, αποσπασθείς από το στÏάτευμα, εστÏατοπÎδευσε ξεχωÏιστά, μαζή με οκτακοσίους πεÏίπου στÏατιώτας. Το δε υπόλοιπον είχεν όλον μαζή συναθÏοισθή παÏά το τείχος των ΠεÏινθίων. Μετά ταÏτα ο μεν Ξενοφών εφÏόντιζε να εÏÏη πλοία, διά να διαβή ως τάχιστα εις την Ασίαν. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ τοÏτω, φθάσας με δÏο Ï„ÏιήÏεις ο νÎος διοικητής του Βυζαντίου ΑÏίσταÏχος, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοηγουμÎνως είχε σÏÏη (και τοÏτον) με το μÎÏος του ο ΦαÏνάβαζος, εις μεν τους πλοιάÏχους απηγόÏευσε να διαβιβασθοÏν (εις την Ασίαν), ελθών δε εις το στÏάτευμα την αυτήν Îδωκεν επίσης διαταγήν. Ο δε Ξενοφών Îλεγεν ότι ενεÏγεί κατά διαταγήν του Αναξιβίου «και Ï€Ïος τον σκοπόν τοÏτον μ' απÎστειλεν εδώ». Και πάλιν όμως ο ΑÏίσταÏχος του είπεν: «Ο μεν Αναξίβιος δεν είναι πλÎον ναÏαÏχος, εγώ δε είμαι εδώ ο αÏμοστής. Εάν δε κανÎνα από σας συλλάβω εις την θάλασσαν (διαπεÏαιοÏμενον), θα τον πνίξω». Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï€Îµ ταÏτα, εισήλθεν εντός των τειχών (εισήλθεν εις την πόλιν Î ÎÏινθον). Την δ' επομÎνην στÎλλει και Ï€Ïοσκαλεί τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ του στÏατεÏματος. Ενώ δε ήδη επλησίαζαν το τείχος (της ΠεÏίνθου), αναγγÎλλει κάποιος εις τον Ξενοφώντα ότι, εάν εισÎλθη, θα συλληφθή και ή θα υπακοÏση εις τον ΑÏίσταÏχον ή θα παÏαδοθή εις τον ΦαÏνάβαζον. Ο δε Ξενοφών, ακοÏσας ταÏτα, τους μεν στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ Ï€ÏοαποστÎλλει (τοÏÏ‚ αφήνει να υπάγουν μόνοι των), αυτός δε είπεν, ότι θα ήθελε να εÏωτήση πεÏί του Ï€ÏακτÎου τους ΘεοÏÏ‚. Και απελθών τους ηÏώτα, θÏων, εάν θα του επÎÏ„Ïεπαν να επιχειÏήση να οδηγήση τον στÏατόν Ï€Ïος τον ΣεÏθην. Διότι Ï€ÏοÎβλεπεν ότι: οÏτε η εις Ασίαν διάβασίς του ήτον εξησφαλισμÎνη, του ΑÏιστάÏχου διαθÎτοντος Ï€Ïος παÏεμπόδισιν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„ÏιήÏεις, οÏτε ήθελεν, εÏχόμενος εις την ΧεÏÏόνησον, να κατακλεισθή εκεί, το δε στÏάτευμα να πεÏιÎλθη εις μεγίστην στÎÏησιν όλων των Ï€Ïος διατÏοφήν του αναγκαίων, οπότε αυτός μεν θα ηναγκάζετο να υπακοÏση εις τον εκεί αÏμοστήν, από Ï„Ïοφάς δε δεν θα ήτο δυνατόν να Ï€Ïομηθευθή απολÏτως τίποτε ο στÏατός. Και ο μεν Ξενοφών ησχολείτο πεÏί αυτών. Οι δε στÏατηγοί και λοχαγοί, επιστÏÎψαντες από τον ΑÏίσταÏχον, ανήγγειλαν ότι τους διÎταξε Ï„ÏŽÏα μεν να αναχωÏήσουν, να ξαναÎλθουν δε το βÏάδυ. Τότε, λοιπόν, και καταφωÏοτÎÏα τους εφάνη η κατ' αυτών επιβουλή. Ο Ξενοφών, λοιπόν, επειδή ενόμισεν ότι τα Ï€ÏοσφεÏθÎντα εις τους ΘεοÏÏ‚ σφάγια του Îδειξαν ευοίωνα σημεία και ότι το στÏάτευμα θα μεταβή εν πλήÏει ασφαλεία Ï€Ïος τον ΣεÏθην, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±ÏÎλαβε τον λοχαγόν ΠολυκÏάτην τον Αθηναίον και από Îκαστον των στÏατηγών Îνα στÏατιώτην (Îμπιστον), εκτός από τον ÎÎωνα, Ï€Ïος ον είχαν όλοι εμπιστοσÏνην, ανεχώÏησε νÏκτα διά το στÏάτευμα του ΣεÏθου, απÎχον στάδια εξήκοντα. Ότε δ' επλησίαζε (το στÏάτευμα), συναντά πυÏά ÎÏημα, χωÏίς παÏ' αυτά κανÎνα φÏλακα. Και κατ' αÏχάς μεν ενόμισεν ότι ο ΣεÏθης θα μετÎβη εις κάποιο άλλο μÎÏος. Î‘Ï†Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ και θόÏυβον ήκουσε και, των πεÏί τον ΣεÏθην ειδοποιοÏντων αλλήλους (διά συνθημάτων), Îμαθεν ότι τα πυÏά είχαν αναφθή μακÏάν των νυκτοφυλάκων του στÏατοÏ, όπως οι μεν φÏλακες μη βλÎπωνται, μÎνοντες στο σκότος, οÏτε πόσοι είναι, οÏτε Ï€Î¿Ï Î¼Îνουν, οι δε πλησιάζοντες αυτοÏÏ‚ μη διαφεÏγουν την Ï€Ïοσοχήν των, αλλ' ήναι ως εκ του φωτός καταφανÎστατοι — αφοÏ, λοιπόν, ήκουσε και Îμαθεν όλα αυτά, Ï€ÏοαποστÎλλει τον διεÏμηνÎα, ον είχε μαζή του κατά Ï„Ïχην, διατάσσων αυτόν να είπη εις τον ΣεÏθην ότι ο Ξενοφών είναι πλησίον του και ότι θÎλει να του ομιλήση. Οι πεÏί τον ΣεÏθην δε ηÏώτων αν είναι ο Ξενοφών ο Αθηναίος, ο από του στÏατεÏματος του ΚÏÏου Ï€ÏοεÏχόμενος. Επειδή δε ο διεÏμηνεÏÏ‚ είπεν ότι αυτός είναι, οι πεÏί τον ΣεÏθην, αναπηδήσαντες (εκ της θÎσεώς των), ÎÏ„Ïεξαν ταχÎως (Ï€Ïος συνάντησίν του). Και ολίγον ÏστεÏα παÏουσιάσθησαν Ï€Ïο του Ξενοφώντος Îως διακόσιοι πελτασταί, οίτινες, παÏαλαβόντες αυτόν και τους πεÏί αυτόν, τους ωδήγησαν εις τον ΣεÏθην. ΟÏτος δ' εφυλάσσετο ισχυÏÏŽÏ‚ εντός Ï€ÏÏγου, πεÏί τον οποίον υπήÏχαν ίπποι φÎÏοντες τους χαλινοÏÏ‚ των. Διότι, διά τον φόβον (των πολεμίων), την μεν ημÎÏαν ÎÏ„Ïεφε (με σανόν) τους ίππους του, την δε νÏκτα εφυλάσσετο Ï…Ï€' αυτών «κεχαλινωμÎνων». Διότι ελÎγετο ότι και άλλοτΠποτε ο εν τη χώÏα ταÏτη Ï€Ïόγονος του ΤήÏης, Îχων υπό τας διαταγάς του Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ„Ïάτευμα, ότι από τους εχθÏοÏÏ‚ αυτοÏÏ‚ του ΣεÏθου και πολλοÏÏ‚ εκ των στÏατιωτών του Îχασε και τα σκευοφόÏα του ζώα του ηÏπάγησαν. Ήσαν δε οÏτοι οι Θυνοί, πεÏί των οποίων ελÎγετο ότι ήσαν οι πολεμικώτεÏοι όλων των λαών της ΘÏάκης, ιδίως όταν επετίθεντο την νÏκτα. Όταν δ' επλησίασαν, διÎταξεν (ο ΣεÏθης) να εισÎλθη ο Ξενοφών μαζή με δÏο άνδÏας της εκλογής του. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ εισήλθαν, κατ' αÏχάς μεν εχαιÏÎτισαν αλλήλους και, κατά το κÏατοÏν εν ΘÏάκη Îθιμον, Ï€ÏοÎπιαν με κÎÏατα γεμάτα οίνον. ΠαÏίστατο δε παÏά τον ΣεÏθην και ο Μηδοσάδης, όστις τον αντεπÏοσώπευεν (απεστÎλλετο) εις όλα τα μÎÏη ως Ï€Ïεσβευτής του. Κατόπιν δε ο Ξενοφών ήÏχισε να του λÎγη τα εξής: «ΑπÎστειλες Ï€Ïος εμÎ, ω ΣεÏθη, Ï€Ïώτον εις την Καλχηδόνα τον Μηδοσάδην τοÏτον, παÏακαλών με να δώσω την συγκατάθεσίν μου να διÎλθη το στÏάτευμα εκ της Ασίας (εις την ΘÏάκην), υποσχόμενος δε, εάν Ï€Ïάξω τοÏτο, να μ' ευεÏγετήσης — όπως μου είπε (τουλάχιστον) ο Μηδοσάδης οÏτος». Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï€Îµ ταÏτα, ηÏώτα τον Μηδοσάδην αν είναι αληθή όσα είπεν. Ο δε Μηδοσάδης τα επεβεβαίωσε. «Πάλιν ήλθεν ο Μηδοσάδης οÏτος, ότε εγώ διεβιβαζόμην εκ ΠαÏίου, επιστÏÎφων και πάλιν εις το στÏάτευμα, υποσχόμενος, εάν το οδηγήσω Ï€Ïος σε, και καθ' όλα τα άλλα να με μεταχειÏισθής ως φίλον και αδελφόν και τα παÏά την θάλασσαν μÎÏη, (όπου ευÏισκόμην και) ων είσαι κÏÏιος, να μου παÏαχωÏήσης». Κατόπιν τοÏτων και πάλιν ηÏώτησε τον Μηδοσάδην, αν Ï€Ïάγματι τα είπεν. ΟÏτος δε εβεβαίωσε και ταÏτα ως λεχθÎντα. «Έλα, λοιπόν Ï„ÏŽÏα, είπεν ο Ξενοφών, διηγήσου εις τον ΣεÏθην τοÏτον τι σου απεκÏίθην Ï€Ïώτον εις την Καλχηδόνα». «Μου απεκÏίθης ότι το στÏάτευμα θα διαβιβασθή οÏτως ή άλλως εις το Βυζάντιον και ότι, ως εκ τοÏτου, δεν ήτον ανάγκη να δώση καμμίαν υπόσχεσιν (ο ΣεÏθης) οÏτε Ï€Ïος σε, οÏτε Ï€Ïος οιονδήποτε άλλον. Ότι δε, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹Î±Î²Î¹Î²Î±ÏƒÎ¸Î®Ï‚, θ' απομακÏυνθής του στÏατεÏματος. Και Ï€Ïάγματι, οÏτω συνÎβη όπως Îλεγες». «Και Ï„ÏŽÏα — είπεν ο Ξενοφών — ειπΠμου τι σου Îλεγα, όταν Îφθασες εις την ΣηλυβÏίαν;». «Μου είπες ότι δεν είναι δυνατόν να γείνη τίποτε, διότι, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ€Î¹ÏƒÏ„ÏÎψετε εις Î ÎÏινθον, είναι ανάγκη να διαβιβασθήτε εις την Ασίαν». «ΤώÏα, λοιπόν, είπεν ο Ξενοφών, Î¹Î´Î¿Ï ÎµÎ¯Î¼ÎµÎ¸Î± πλησίον σου και εγώ και ο ΦÏυνίσκος οÏτος, Îνας εκ των στÏατηγών, και ο ΠολυκÏάτης αυτός, είς των λοχαγών, απ' Îξω δε είναι εξ ενός εκάστου των στÏατηγών ο πλειότεÏον εις αυτόν πιστός, εκτός του εκ του ÎÎωνος του Î›Î±ÎºÏ‰Î½Î¹ÎºÎ¿Ï (μη αντιπÏοσωπευομÎνου)». »Εάν, λοιπόν, θÎλης η Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¼Î±Ï‚ συμφωνία να γείνη Îτι μάλλον αξιόπιστος, Ï€Ïοσκάλεσε και αυτοÏÏ‚. Συ δε, ω ΠολÏκÏατες, πήγαινε εις αυτοÏÏ‚ και ειπΠτους ότι εγώ διατάσσω ν' αφήσουν Îξω τα όπλα των (όταν θα εισÎλθουν), και συ αυτός ακόμη να εισÎλθης, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï†Î®ÏƒÎ·Ï‚ Îξω την μάχαιÏάν σου». ΑκοÏσας ταÏτα ο ΣεÏθης είπεν ότι εις κανÎνα απολÏτως εκ των Αθηναίων ήθελε δείξη Îλλειψιν εμπιστοσÏνης. Διότι εγνώÏιζεν ότι (οι Αθηναίοι) ήσαν συγγενείς του (εξ επιγαμίας τινός αÏχαίας ΘÏακών και Αθηναίων) και ότι (ως εκ τοÏτου) — Ï€ÏοσÎθηκε — επίστευεν ότι θα του ήσαν φίλοι ευμενείς. Μετά ταÏτα δε, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¹ÏƒÎ®Î»Î¸Î±Î½ όσοι ÎÏ€Ïεπε, Ï€Ïώτον ο Ξενοφών ηÏώτησε τον ΣεÏθην εις τι είχεν ανάγκην να χÏησιμοποιήση τον στÏατόν. ΟÏτος δε απήντησεν ως εξής: «Ο Μαισάδης ήτο Ï€Î±Ï„Î®Ï Î¼Î¿Ï…, οι δε Μελανδίται και οι Θυνοί και οι ΤÏανίψαι απετÎλουν την επικÏάτειάν του. Από αυτήν, λοιπόν, την χώÏαν, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î± των ΟδÏυσών πολιτικά Ï€Ïάγματα πεÏιήλθαν εις κλονισμοÏÏ‚ και στάσεις, εκπεσών ο Ï€Î±Ï„Î®Ï Î¼Î¿Ï…, αυτός μεν αποθνήσκει από κάποια ασθÎνειαν, εγώ δε κατόπιν ανετÏάφην οÏφανός πλησίον του νυν βασιλÎως (της ΘÏάκης) Μηδόκου. Â»Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εμεγάλωσα («εγενόμην νεανίσκος»), δεν ηδυνάμην να ζω Îχων τον νουν μου εις ξÎνην Ï„Ïάπεζαν &(δεν μποÏοÏσα να Ï„Ïώγω ξÎνο ψωμί)&. Και εκαθήμην στο κάθισμά μου (και παÏάστεκα δίπλα του), παÏακαλών αυτόν ((89) να μου δώση όσους ηδÏνατο άνδÏας, όπως και εκείνους, οίτινες μας εξεδίωξαν της χώÏας μας, κατά το μÎÏ„Ïον των δυνάμεών μου τιμωÏήσω, και όπως ζω πλÎον αυτεξοÏσιος, μη αποβλÎπων εις την Ï„Ïάπεζαν εκείνην (του Μηδόκου) ωσάν σκÏλλος. «Μετά ταÏτα, λοιπόν, μου δίδει (ο Μήδοκος) τους άνδÏας και τους ίππους, τους οποίους θα ιδήτε αÏÏιον όταν ξημεÏώση. Και Ï„ÏŽÏα εγώ μ' αυτοÏÏ‚ (τους άνδÏας και τους ίππους) ζω ληστεÏων την πατÏικήν μου χώÏαν. Εάν δε σεις Îλθετε εις βοήθειάν μου, πιστεÏω ότι με την βοήθειαν των Θεών ευκόλως θα ηδυνάμην ν' ανακτήσω την, ην απώλεσα, εξουσίαν. ΙδοÏ, λοιπόν, τίνος Îχω ανάγκην από σας». «Εάν, λοιπόν — είπεν ο Ξενοφών, — ηθÎλαμεν σε βοηθήση εις τον σκοπόν σου, τι θα ηδÏνασο να δώσης εις τον στÏατόν και τους λοχαγοÏÏ‚ και τους στÏατηγοÏÏ‚; ΕιπΠμας, διά να σου απαντήσουν οÏτοι». Ο δε ΣεÏθης υπεσχÎθη: εις Îκαστον μεν στÏατιώτην να δώση Îνα κυζικηνόν (στατήÏα κατά μήνα), εις Îκαστον δε λοχαγόν δÏο, εις Îκαστον δε στÏατηγόν Ï„ÎσσαÏας, και γην όσην θÎλουν και ζευγάÏια και πλησίον της θαλάσσης μÎÏος οχυÏώτατον, πεÏιτειχισμÎνον. «Εάν όμως — είπεν ο Ξενοφών — επιχειÏοÏντες ÏŒ,τι μας επÏότεινες, δεν κατοÏθώσωμεν να φÎÏωμεν εις Ï€ÎÏας την υπόθεσίν σου, υπάÏχει δ' εξ άλλου και ο από των Λακεδαιμονίων κίνδυνος, σ' εÏωτώ: θα δεχθής (εν τοιαÏτη πεÏιπτώσει) εις την χώÏαν σου πάντα όστις θα ήθελε να ζήση πλησίον σου;». Ο δε ΣεÏθης απήντησε: «Και αδελφοÏÏ‚ βεβαίως και ομοτÏαπÎζους και κοινωνοÏÏ‚ θα σας κάνω κάθε Ï€Ïάγματος το οποίον ηθÎλαμεν μαζή αποκτήση. Εις σε δε, ω Ξενοφών, και την θυγατÎÏα μου είμαι Ï€Ïόθυμος να σου χαÏίσω, και, εάν Îχης και συ &(σου βÏίσκεται)& καμμία (θυγατÎÏα), συμφώνως Ï€Ïος τα θÏακικά Îθιμα, να την αγοÏάσω. Και την Βισάνθην Ï€Ïος κατοικίαν σου να σου δωÏήσω, η οποία μου είναι Îνα από τα καλλίτεÏα παÏαθαλάσσια μÎÏη». Κεφάλαιον Ï„Ïίτον Î‘Ï†Î¿Ï Î®ÎºÎ¿Ï…ÏƒÎ±Î½ ταÏτα ο Ξενοφών, οι στÏατηγοί και οι λοχαγοί και Î±Ï†Î¿Ï Î¿Ïτω Îκλεισαν Î±Î½Î±Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ συμφωνίας, ανεχώÏησαν. Και, Ï€Ïιν ακόμη ξημεÏώση, ήλθαν εις το (παÏά την Î ÎÏινθον) στÏατόπεδον και ανήγγειλεν ο καθÎνας εις τους αποστείλαντας αυτοÏÏ‚ τα συνομολογηθÎντα. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εξημÎÏωσεν, ο μεν ΑÏίσταÏχος Ï€Ïοσεκάλει και πάλιν τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚. ΟÏτοι όμως απεφάσισαν την μεν Ï€Ïος τον ΑÏίσταÏχον οδόν ν' αφήσουν, να συγκαλÎσουν δε το στÏάτευμα. Και συνήλθαν όλοι, εκτός των πεÏί τον ÎÎωνα, οίτινες ήσαν μακÏάν των δÎκα πεÏίπου στάδια. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ συνηθÏοίσθησαν, εγεÏθείς ο Ξενοφών είπε τα εξής: «Ω άνδÏες, να διαβιβασθώμεν μεν όπου θÎλομεν, μας εμποδίζει με τας Ï„ÏιήÏεις του ο ΑÏίσταÏχος. Îστε δεν είναι ακίνδυνον να εισÎλθωμεν εις πλοία. Αυτός δε ο ίδιος (ΑÏίσταÏχος) μας διατάσσει να υπάγωμεν εις την ΧεÏÏόνησον διά του ΙεÏÎ¿Ï ÏŒÏους, χωÏίς να θÎλωμεν. Εάν δε, κατισχÏοντες των εκ του ÏŒÏους τοÏτου κινδÏνων και δυσχεÏειών, Îλθωμεν εις την ΧεÏÏόνησον, σας υπόσχεται ότι οÏτε θα σας πωλήση πλÎον (ως δοÏλους), όπως ÎÏ€Ïαξεν εις το Βυζάντιον, οÏτε θα σας εξαπατήση, αλλ' Îκαστος θα λάβη τον μισθόν του, οÏτε θ' αμελήση πλÎον πεÏί της διατÏοφής σας καθώς Ï„ÏŽÏα, ότε τόσην Îχετε ανάγκην των Ï€Ïος συντήÏησίν σας αναγκαίων. »Και οÏτος μεν τοιαÏτα λÎγει. Ο δε ΣεÏθης, (εξ άλλου), υπόσχεται ότι, αν υπάγετε εις αυτόν, θα σας ευεÏγετήση. Σκεφθήτε, λοιπόν, Ï„ÏŽÏα αν θ' αποφασίσετε πεÏί του ζητήματος Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î¼Îνοντες εδώ ή επιστÏÎφοντες εκεί όπου Îχετε τα Ï€Ïος συντήÏησίν σας. ((90) »Εγώ μεν, λοιπόν, φÏονώ ότι, επειδή εδώ οÏτε χÏήματα Îχομεν, διά ν' αγοÏάσωμεν Ï„Ïοφάς, οÏτε χωÏίς χÏήματα μας επιτÏÎπουν να λάβωμεν, ότι Ï€ÏÎπει να επανÎλθωμεν εις τας (πεÏί το Βυζάντιον) κώμας, όπου δεν θα μας εμποδίσουν οι κάτοικοι, ως ασθενÎστεÏοι ημών, να Ï€Ïομηθευθώμεν τοιαÏτας, και όπου, Îχοντες πλÎον τα Ï€Ïος συντήÏησίν μας, ενήμεÏοι δε όντες των αναγκών εκάστου, δυνάμεθα να εκλÎξωμεν ÏŒ,τι (εκ των δÏο) ηθÎλαμεν κÏίνη ως καλλίτεÏον. ((91) »Και όστις εξ υμών — Ï€ÏοσÎθηκεν — εγκÏίνει ÏŒ,τι Ï€Ïοτείνω, ας υψώση την χείÏα». Πάντες, δε την Ïψωσαν. «ΑπÎλθετε, λοιπόν — είπε — και συλλÎξατε τας αποσκευάς σας, και, όταν σας ειδοποιήσουν, ακολουθείτε εκείνον που θα γείνη οδηγός σας» («τον ηγοÏμενον»). Μετά ταÏτα ο μεν Ξενοφών ωδήγει αυτοÏÏ‚, οÏτοι δε ηκολοÏθουν. Ο δε ÎÎων και άλλοι (απεσταλμÎνοι) από τον ΑÏίσταÏχον Ï€Ïοσεπάθουν να τους πείσουν να μεταβάλουν γνώμην. Οι πεÏί τον Ξενοφώντα όμως δεν τους ήκουσαν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' επÏοχώÏησαν μÎχÏι Ï„Ïιάκοντα σταδίων, τους συναντά ο ΞεÏθης. Ο δε Ξενοφών, άμα τον είδε, του επÏότεινε να πλησιάση, όπως, εις επήκοον όλων, του είπη όσα ενόμιζε (διά τον στÏατόν) συμφÎÏοντα. Άμα δ' επλησίασεν, ο Ξενοφών του είπεν: «Ημείς βαδίζομεν όπου το στÏάτευμα δÏναται να Îχη την Ï„Ïοφήν του. Εκεί δε, Î±Ï†Î¿Ï Î±ÎºÎ¿Ïσωμεν τας Ï€Ïοτάσεις σου και του ΑÏιστάÏχου, θα εκλÎξωμεν ÏŒ,τι ηθÎλαμεν νομίση ως συμφεÏώτεÏον. Εάν, λοιπόν, μας οδηγήσης όπου υπάÏχουν πεÏισσότεÏαι Ï„Ïοφαί, τότε θα σε νομίσωμεν ως φίλον μας». ((92) Και ο ΣεÏθης απήντησεν: «Αλλά γνωÏίζω πολλά χωÏιά, ολίγον απÎχοντα το Îν του άλλου, Îχοντα δε όλα τα Ï€Ïος διατÏοφήν σας αναγκαία. Και των οποίων η εντεÏθεν απόστασις είναι τόση, όση χÏειάζεται, διά να Ï€Ïογευματίσετε με ÏŒÏεξιν». «ΕμπÏός, λοιπόν, οδήγει μας» είπεν ο Ξενοφών. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν εις αυτά το βÏάδυ, συναθÏοισθÎντων των στÏατιωτών, είπε Ï€Ïος αυτοÏÏ‚ ο ΣεÏθης τα εξής: «Εγώ, ω άνδÏες, σας παÏακαλώ να εκστÏατεÏσετε μαζή μου και σας υπόσχομαι να δώσω εις Îκαστον μεν στÏατιώτην από Îνα κυζικηνόν, εις τους λοχαγοÏÏ‚ δε και στÏατηγοÏÏ‚, αναλόγως. Αλλ' εκτός αυτών, και θα τιμήσω τον (αναδειχθησόμενον) άξιον τιμής. ΤÏοφάς δε και ποτά θα λαμβάνετε, όπως και Ï„ÏŽÏα, τακτικά από την χώÏαν. Όσα δε λάφυÏα και όσα αιχμάλωτα (ζώα ή πολÎμιοι) συλληφθοÏν, αξιώ να κÏατώ εγώ, ίνα, πωλών ταÏτα καταλλήλως («ταÏτα διατιθÎμενος»), Ï€ÏοσποÏίζωμαι (κεÏδίζω) τον μισθόν σας. »Και όσα μεν εκ τοÏτων Ï„ÏÎπονται εις φυγήν &(μας ξεφεÏγουν)& ή δÏαπετεÏουν, είμεθα (μόνοι μας) ικανοί και να τα καταδιώκωμεν και να Ï„' αναζητώμεν. Αν δε κανÎνα εξ αυτών ανθίσταται, τότε όλοι μαζή θα Ï€ÏοσπαθοÏμεν να το συλλαμβάνωμεν». ΗÏώτησε δε ο Ξενοφών: «Εις πόσην απόστασιν από της θαλάσσης θ' αξιώσης να σε ακολουθήση ο στÏατός;». ΟÏτος δ' απεκÏίθη: «Εις κανÎνα μεν μÎÏος, πεÏισσότεÏον των επτά ημεÏών, εις πολλά δε, ολιγώτεÏον». Μετά ταÏτα εδόθη ο λόγος εις τον θÎλοντα να ομιλήση. Και Îλεγαν πολλοί ταυτοχÏόνως ότι αξιολογώτατα (φÏονιμώτατα) ομιλεί ο ΣεÏθης. Διότι ήτο χειμών, και οÏτε εις την πατÏίδα των ήτο δυνατόν ν' αναχωÏήσουν όσοι ήθελαν, οÏτε να ζήσουν εις χώÏαν φιλικήν, εάν ηναγκάζοντο να ζουν αγοÏάζοντες τα Ï€Ïος συντήÏησίν των. Ενώ (τουναντίον) εις χώÏαν εχθÏικήν Ï€Î¿Î»Ï Î±ÏƒÏ†Î±Î»ÎστεÏον ήτο μαζή με τον ΣεÏθην και να Ï„ÏÎφωνται και να μÎνουν, παÏά να ήναι μόνοι των, (εις τας ιδίας των αφιÎμενοι δυνάμεις). ΠαÏά τα τόσα δε αγαθά, το να λάβη Îκαστος Ï€ÏοσθÎτως και μισθόν, θα τους εφαίνετο βÎβαια ως εÏÏημα. Μετά ταÏτα ο Ξενοφών είπεν: «Εάν τις Îχη αντίÏÏησιν, ας το είπη. Άλλως θα εγκÏίνω τα Ï€ÏοταθÎντα». Επειδή δε κανείς δεν αντÎλεγε, τα ενÎκÏινεν («επεψήφισε»). Και οÏτω απεφασίσθησαν. ΑμÎσως δε είπεν εις τον ΣεÏθην ότι θα συνεκστÏατεÏσουν μαζή του. Μετά ταÏτα οι μεν στÏατιώται εσκήνουν (εις διάφοÏα χωÏία) κατά τάγματα. Τους δε στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ Ï€Ïοσεκάλεσεν ο ΣεÏθης εις δείπνον, πλησίον κάποιου χωÏίου. Ότε δε οÏτοι επλησίασαν εις την αυλήν του οίκου όπου διÎμενε και παÏήÏχοντο ο είς μετά τον άλλον Ï€Ïο αυτής, διά να εισÎλθουν εις το δείπνον, κάποιος ονόματι ΗÏακλείδης, ΜαÏωνείτης, ((93) όστις Îτυχε να ήναι εκεί που, πλησιάζων Îνα Îκαστον εξ εκείνων, τους οποίους ενόμιζεν ότι ηδÏναντο να Ï€ÏοσφÎÏουν κάτι εις τον ΣεÏθην, κατ' αÏχάς μεν ΠαÏιανοÏÏ‚ τινας, ((94) οίτινες παÏευÏίσκοντο εκεί, διά να επιτÏχουν σχÎσεις φιλικάς με τον βασιλÎα των ΟδÏυσών Μήδοκον, φÎÏοντες Ï€Ïος αυτόν και την γυναίκα του δώÏα, Îλεγεν ότι ο μεν Μήδοκος ήτο Ï€Ïος τα μεσόγεια, εις απόστασιν από της θαλάσσης: δώδεκα ημεÏών δÏόμον, ο δε ΣεÏθης, επειδή συνεμάχησε με τον Ελληνικόν στÏατόν, ότι θα εγίνετο κÏÏιος της θαλάσσης. «ΑφοÏ, λοιπόν, θα ήναι οÏτω γείτων σας, θα Îχη και την δÏναμιν και να σας ευεÏγετήση και να σας βλάψη. Εάν, λοιπόν, οÏθοφÏονήτε &(Îχετε το μυαλό σας εις τη θÎσι του),& θα χαÏίσετε εις αυτόν (τον ΣεÏθην) ÏŒ,τι διά τον Μήδοκον και την γυναίκα του) εφÎÏατε. Έστε δε βÎβαιοι ότι οÏτω θα διατεθή Ï€Ïος σας Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î®Ï„ÎµÏα, παÏά εάν το δωÏήσετε εις τον τόσον μακÏάν κατοικοÏντα Μήδοκον». Και αυτοÏÏ‚ μεν κατ' αυτόν τον Ï„Ïόπον τους ξεγÎλασε. Πλησιάσας δε πάλιν Τιμασίωνα τον ΔαÏδανÎα, επειδή Îμαθεν ότι (οÏτος) Îχει υπό την κυÏιότητά του και ποτήÏια (πολÏτιμα) και τάπητας βαÏβαÏικοÏÏ‚, Îλεγεν ότι «είναι συνήθεια του τόπου, οσάκις ο ΣεÏθης Ï€Ïοσκαλεί εις δείπνον &(Îχει καλεσμÎνους)&, να του Ï€ÏοσφÎÏουν οÏτοι δώÏα. Ότι δε, όταν οÏτος (ο ΣεÏθης) γείνη εδώ μÎγας και Ï„Ïανός, θα Îχη την δÏναμιν και εις την πατÏίδα σου να σε επαναφÎÏη και εδώ να σε καταστήση πλουσιώτατον». ΤοιαÏτας Ï€Ïομνηστείας &(Ï„Îτοιαις Ï€Ïοξενειαίς)& Îκανε πλησιάζων ιδιαιτÎÏως Îνα Îκαστον. Πλησιάσας δε και τον Ξενοφώντα Îλεγε: «Συ, ω Ξενοφών, και από πόλιν μεγαλώνυμον Ï€ÏοÎÏχεσαι (κατάγεσαι), και πλησίον του ΣεÏθου χαίÏει μεγίστην το όνομά σου υπόληψιν, και εις την χώÏαν ταÏτην ίσως ζητήσης και πυÏγοφόÏα κτήματα να λάβης, όπως και πολλοί άλλοι εκ των Ελλήνων Îλαβαν. Λοιπόν Ï€ÏÎπει και μεγαλοπÏεπÎστεÏον (όλων των άλλων) να τιμήσης τον ΣεÏθην. Εγώ δε θα τον παÏακινώ να διατελής πάντοτε υπό την εÏνοιάν του. ((95) Διότι Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ γνωÏίζω ότι, όσω μεγαλήτεÏα δώÏα του χαÏίσης, τόσω από μÎÏους του μεγαλήτεÏα αγαθά θα απολαÏσης». ΑκοÏων ταÏτα ο Ξενοφών εστενοχωÏείτο. Διότι, όταν διεβιβάσθη από το ΠάÏιον, τίποτε άλλο δεν ÎφεÏε μαζή του, παÏά Îνα δοÏλον και τα διά το ταξείδιον απαÏαιτήτως αναγκαία (Ï„Ïόφιμα). Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ εισήλθον εις ÏŒ μÎÏος είχε παÏατεθή το δείπνον οι καλλίτεÏοι των εκεί παÏευÏισκομÎνων ΘÏακών και οι στÏατηγοί και λοχαγοί των Ελλήνων και οιαδήποτε &(όποια)& Îτυχε να ήναι (εκεί), σταλμÎνη από πόλεως, Ï€Ïεσβεία, εδείπνουν μεν κυκλικώς καθήμενοι. Κατόπιν δε εισήχθησαν, κοιναί δι' όλους, Ï„Ïάπεζαι, φÎÏουσαι Ï„Ïεις πόδας («τÏίποδες»), γεμάται από κομμάτια κÏÎατα, με τα οποία ήσαν καÏφωμÎνα με πεÏόνας μεγάλα κομμάτια σιμιγδαλÎνιων άÏτων. Αι πεÏισσότεÏαι δε Ï„Ïάπεζαι παÏετίθεντο πάντοτε Ï€Ïος το μÎÏος των ξÎνων. Διότι ήτον Îθιμον των τόπου — και Îκαμε Ï€Ïώτος αÏχήν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î¿ ΣεÏθης — το εξής: Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏƒÎ®ÎºÏ‰Î½Îµ (ÎπαιÏνε) τους πλησίον του κειμÎνους άÏτους, τους Îκοπτεν εις μικÏά τεμάχια, και κατόπιν τα ÎÏÏιπτε &(πετοÏσε)& εις όποιον αυτός ενόμιζε ότι ÎÏ€Ïεπεν, επίσης δε Îκανε τα ίδια και εις τα κÏÎατα, αφήνων διά τον εαυτόν του όσον μόνον του Îφθανε διά να φάγη. Και όσοι άλλοι δε είχαν Ï€Ïο αυτών Ï„ÏαπÎζας, ταυτοχÏόνως Îκαναν τα ίδια. Κάποιος δε ΑÏκάς, ονομαζόμενος ΑÏÏστας, φοβεÏός φαγάς, το να Ïίπτη μεν εδώ κ' εκεί τα φαγητά απÎφευγεν («εία χαίÏειν»), Î±Ï†Î¿Ï Î´' Îλαβε εις την χείÏα &(επήÏε)& άÏτον και κÏÎατα βάÏους Ï„Ïιών χοινίκων ((96) και τα ετοποθÎτησεν επί των γονάτων, ÎÏ„Ïωγε. ΠεÏιÎφεÏαν δε οι οινοχόοι (από Ï„ÏαπÎζης εις Ï„Ïάπεζαν) κεÏάτινα ποτήÏια γεμάτα οίνον, και όλοι εδÎχοντο ευχαÏίστως. Ο δε ΑÏÏστας, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Î½ επλησίασε με το ποτήÏι ο οινοχόος, του είπεν, ιδών τον Ξενοφώντα παÏσαντα να Ï„Ïώγη πλÎον: «Εις εκείνον εκεί δώσε. Διότι Ï„ÏŽÏα αναπαÏεται. Εγώ όμως δεν ευκαιÏÏŽ ακόμη (καθώς βλÎπεις)». ΑκοÏσας τον διάλογον ο ΣεÏθης, ηÏώτησε τον οινοχόον, τι λÎγει (ο ΑÏÏστας). Ο δε οινοχόος του είπε τα λεχθÎντα. Διότι εγνώÏιζε την Ελληνικήν. Και τότε μεν, λοιπόν, όλοι εγÎλασαν. Ενώ δε ήταν εις την ακμήν της η ευωχία, εισήλθεν Î±Î½Î®Ï Î˜Ïαξ, κÏατών (από τον χαλινόν) λευκόν ίππον, και λαβών ποτήÏιον γεμάτον (από οίνον) είπε: «ΠÏοπίνω Ï…Ï€ÎÏ ÏƒÎ¿Ï…, ω ΣεÏθη, και σου Ï€ÏοσφÎÏω αυτόν εδώ τον ίππον, διά του οποίου διώκων μεν δÏνασαι να συλλαμβάνης όποιον θÎλεις, αποχωÏών δ' εν ÏŽÏα μάχης, να μη φοβήσαι ποτΠσου τον εχθÏόν». Και άλλος (μετ' αυτόν), Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±Ïουσίασεν ενώπιον του δοÏλον, επίσης του τον Ï€ÏοσÎφεÏε Ï€Ïοπίνων. Και άλλος, κατόπιν, εδώÏισεν εις την γυναίκα του φοÏÎματα. Και ο Τιμασίων, Ï€Ïοπίνων (και αυτός), του Ï€ÏοσÎφεÏεν αÏγυÏάν φιάλην και τάπητα άξιας δÎκα μνων. Κάποιος δε Αθηναίος, Γνήσιππος ονομαζόμενος, εγεÏθείς είπεν ότι ήτο ποτε αÏχαίον Îθιμον θαυμάσιον: οι μεν Îχοντες να δίδουν εις τον βασιλÎα τιμής Îνεκα, εις δε τους μη Îχοντας να δίδη ο βασιλεÏÏ‚, «διά να ημποÏÏŽ κ' εγώ — Ï€ÏοσÎθηκε — να σου Ï€ÏοσφÎÏω κάτι και να σε τιμήσω». Ο δε Ξενοφών εστενοχωÏείτο μη γνωÏίζων τι να κάμη. Î‘Ï†Î¿Ï Î¼Î¬Î»Î¹ÏƒÏ„Î±, ως κατ' εξαίÏεσιν τιμώμενος, Îτυχε να κάθεται εις το πλησιÎστεÏον Ï€Ïος τον ΣεÏθην κάθισμα. Ο δε ΗÏακλείδης διÎταξε τον οινοχόον να Ï€Ïοτείνη (γεμάτον) εις τον Ξενοφώντα το ποτήÏι («το κÎÏας»). Ο δε Ξενοφών, όστις ήτον ήδη ολίγον ζαλισμÎνος εκ του οίνου &(πιωμÎνος)&, εσηκώθη θαÏÏαλÎως δεχθείς το (Ï€ÏοσφεÏόμενον) ποτήÏι, και είπεν: «Εγώ δε, ω ΣεÏθη, σου Ï€ÏοσφÎÏω τον εαυτόν μου και τους συντÏόφους μου αυτοÏÏ‚ εδώ, ίνα σου ήναι πιστοί φίλοι, και κανÎνα μεν χωÏίς να θÎλη, αλλά πάντας θÎλοντας να ήναι φίλοι σου Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏον απ' ÏŒ,τι είμαι εγώ. »Και την στιγμήν αυτήν παÏευÏίσκονται ενταÏθα μη ενοχλοÏντες σε με Ï€ÏοσθÎτους απαιτήσεις, τουναντίον δε και με όλην την διάθεσίν των Ï€ÏοσφεÏόμενοι και θÎλοντες και να πολεμήσουν Ï…Ï€ÎÏ ÏƒÎ¿Ï… και να Ï€ÏοκινδυνεÏσουν. Μαζή των, πολλήν χώÏαν, αν θÎλουν οι Θεοί, άλλην μεν οÏσαν πατÏικήν σου, θ' ανακτήσης, άλλην δε θα κυÏιεÏσης, πολλοÏÏ‚ δε ίππους και πολλοÏÏ‚ άνδÏας και γυναίκας θα κατακτήσης, τους οποίους δεν θα λάβης πλÎον ανάγκην ν' αÏπάζης ουδΠνα ληστεÏης, (όπως Ï„ÏŽÏα Ï€Ïάττεις), αλλ' αυτοί οι ίδιοι μόνοι των, φÎÏοντες Ï€Ïος σε δώÏα, θα Ï„ÏÎξουν να τεθοÏν υπό την σκÎπην σου (υπό τας διαταγάς σου)» ΕγεÏθείς ο ΣεÏθης Îπιε μαζή του και, κατόπιν, κατεσκόÏπισεν επί των ιματίων του Ξενοφώντος όσον εκ του οίνου Îμεινε. ((97) Μετά ταÏτα εισήλθαν (εις το δείπνον) αυληταί αυλοÏντες με κÎÏατα, όμοια εκείνων με τα οποία σημαίνουν εις τον στÏατόν, και άλλοι με σάλπιγγας καμωμÎνας από ακατÎÏγαστα βόεια δÎÏματα &(γκάιδαις)&, σαλπίζοντες, όπως με την μάγαδιν, ((98) διαφόÏους Ï€Ïος χοÏόν ÏυθμοÏÏ‚. Και αυτός (ακόμη) ο ΣεÏθης εγεÏθείς Îψαλε με δυνατήν φωνήν πολεμικόν τι άσμα και (από τον ενθουσιασμόν του) ελαφÏότατα, σαν βÎλος, ανεπήδησε. Κατόπιν δε εισήλθαν και οι γελωτοποιοί. Όταν δε πλÎον ήÏχιζε να βÏαδυάζη, εσηκώθησαν οι Έλληνες και είπαν ότι είναι ήδη καιÏός να τοποθετήσουν νυκτοφÏλακας και να τους παÏαδώσουν (εμπιστευθοÏν) το σÏνθημα. Και συνεβοÏλευαν τον ΣεÏθην να διατάξη να μην εισÎλθη κανείς εκ των ΘÏακών την νÏκτα εις τα Ελληνικά στÏατόπεδα (εις όσα μÎÏη ήσαν οι Έλληνες στÏατοπεδευμÎνοι). «Διότι και οι εχθÏοί σας είναι ΘÏάκες όπως και σεις, οι φίλοι μας». Μόλις δ' ανεχώÏησαν (οι Έλληνες), εσηκώθη και ο ΣεÏθης, χωÏίς να φαίνεται διόλου μεθυσμÎνος &(ότι ήπιε)&. Εξελθών δε και Ï€ÏοσκαλÎσας ιδιαιτÎÏως μόνους τους στÏατηγοÏÏ‚ τους είπεν: «Ω άνδÏες, οι εχθÏοί μας δεν Îμαθαν ακόμη την συμμαχίαν μας. Εάν, λοιπόν, επιτεθώμεν κατ' αυτών, Ï€Ïιν ή ακόμη λάβουν κανÎνα Ï€Ïοφυλακτικόν μÎÏ„Ïον, ώστε να μη συλληφθοÏν, και Ï€Ïιν ή ακόμη παÏασκευασθοÏν, ώστε να ευÏεθοÏν Îτοιμοι Ï€Ïος άμυναν, θα πιάσωμεν (εν τοιαÏτη πεÏιπτώσει) πλείστους όσους αιχμαλώτους και θα κυÏιεÏσωμεν πλείστα όσα Ï€Ïάγματα». ΕνÎκÏιναν ταÏτα όλοι οι στÏατηγοί και (αμÎσως) τον παÏεκίνουν να γείνη οδηγός των. Ο δε ΣεÏθης τους είπεν: Â«Î‘Ï†Î¿Ï Ï€Ïοετοιμασθήτε, αναμÎνετε. Εγώ δε, όταν Îλθη η ÏŽÏα η κατάλληλος, θα Îλθω και, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î¬Ïω μαζή μου σας και τους πελταστάς, θα ξεκινήσω (θα σας οδηγήσω) με την βοήθειάν των Θεών. Και ο Ξενοφών είπε: «ΣκÎψου, λοιπόν, Ï„ÏŽÏα εάν θα επιτεθώμεν νÏκτα κατά του εχθÏÎ¿Ï â€” εάν (φÏονής ότι) η Ελληνική αÏτη τακτική (του νÏκτα επιτίθεσθαι) είναι η καλλιτÎÏα. — Διότι, καθ' ημάς, όταν οδοιποÏώμεν, την μεν ημÎÏαν, όποιο είδος του στÏατεÏματος αÏμόζεται πάντοτε Ï€Ïος το Îδαφος της χώÏας, τοÏτο και Ï€Ïοηγείται αυτοÏ, είτε (το είδος) τοÏτο είναι οι οπλίται, είτε οι πελτασταί, είτε οι ιππείς. Την δε νÏκτα, η καθ' ημάς τακτική επιβάλλει να Ï€Ïοηγήται το βÏαδυποÏώτεÏον. «ΤοιουτοτÏόπως ελάχιστα διασπώνται τα στÏατεÏματα και ελάχιστα οι στÏατιώται δÏαπετεÏουν διαφεÏγοντες την Ï€Ïοσοχήν ο είς του άλλου (απαÏατήÏητοι). Λάβετε δ' Ï…Ï€' όψει σας ότι οι διασπώμενοι πολλάκις και επιπίπτουν κατ' αλλήλων, οÏτω δε, χωÏίς να το εννοοÏν, αλληλοκαταστÏÎφονται». Είπε, λοιπόν, ο ΣεÏθης: «ΟÏθώς σκÎπτεσθε και θα συμμοÏφωθώ Ï€Ïος την τακτικήν σας. Και εις σας μεν θα δώσω ως οδηγοÏÏ‚ τους εκ των γηÏαιοτÎÏων γνωÏίζοντας πεÏισσότεÏον την χώÏαν, εγώ δε θ' ακολουθώ τελευταίος (θ' αποτελώ την οπισθοφυλακήν του στÏατεÏματος) με τους ιππείς. Διότι οÏτω θα δÏναμαι, αν παÏαστή ανάγκη, Ï€Ïώτος να Ï„ÏÎξω ως τάχιστα εις βοήθειάν σας. Ως σÏνθημα δε παÏεδÎχθησαν διά την Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î•Î»Î»Î®Î½Ï‰Î½ και ΘÏακών συγγÎνειαν, την (θεάν) Αθηνάν. ((99) Συμφωνήσαντες, λοιπόν, ησÏχαζαν. ΠεÏί το μεσονÏκτιον δε ενεφανίσθη με τους ιππείς φÎÏοντας τους θώÏακάς των και με τους πελταστάς φÎÏοντας τα όπλα των. Και Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±ÏÎδωκεν εις τους Έλληνας τους οδηγοÏÏ‚, οι μεν οπλίται Ï€ÏοηγοÏντο, οι δε πελτασταί ηκολοÏθουν, το δε ιππικόν ωπισθοφυλάκει. Άμα δ' εξημÎÏωσεν, ο ΣεÏθης ήλθε (με το ιππικόν του) Ï€Ïο των οπλιτών και εξεφÏάσθη ευνοϊκώτατα Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ Ελληνικής τακτικής. Διότι πολλάκις — είπε — του συνÎβη, και μόνος του και μ' άλλους ποÏευόμενος την νÏκτα, ν' αποσπασθή μαζή με τους ιππείς του από τους πεζοÏÏ‚. «ΤώÏα όμως — καθώς και Ï€ÏÎπει — φαινόμεθα όλοι Î¿Î¼Î¿Ï ÏƒÏ…Î½Î·Î¸ÏοισμÎνοι (μαζωμÎνοι), άμα ξημεÏώση. Αλλά σεις μεν πεÏιμÎνετε Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ αναπαÏεσθε, εγώ δε, Î±Ï†Î¿Ï Ïίψω κανÎνα βλÎμμα γÏÏω μου, θα επιστÏÎψω». ΤαÏτα ειπών ÎÏ„Ïεξε Ï€Ïος τα εμπÏός (με τον ίππον του), ακολουθήσας κάποιον δÏόμον άγοντα διά μÎσου του ÏŒÏους. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασεν εις μÎÏος όπου ήτο πολλή χιών, παÏετήÏησεν (επ' αυτής) μήπως υπήÏχαν ίχνη ανθÏώπων, ή Ï€Ïος τα εμπÏός φανεÏώνοντα βαδίσματα ή Ï€Ïος τα όπισθεν. Επειδή όμως Îβλεπεν ότι ήτον απάτητος ο δÏόμος, επÎστÏεψε ταχÎως και είπεν: «Ω άνδÏες, τα Ï€Ïάγματα θ' αποδώσι κατ' ευχήν, Î˜ÎµÎ¿Ï Î¸Îλοντος. Διότι θα επιτεθώμεν απαÏατήÏητοι &(χωÏίς να μας 'νοιώσουν)& κατά των πολεμίων. Αλλ' εγώ μεν θα Ï€Ïοηγηθώ με τους ιππείς, όπως, αν τυχόν ίδωμεν κανÎνα, τον εμποδίσωμεν να ειδοποιήση τον εχθÏόν. Σεις δε ÎÏχεσθε κατόπιν. Εάν δε μείνετε οπίσω, ακολουθείτε τα πατήματα των ίππων. ΥπεÏπηδώντες δε τα ÏŒÏη (αυτά που βλÎπετε), θα φθάσωμεν εις χωÏία πολλά κ' ευδαίμονα. Όταν δ' Îφθασε μεσημÎÏι, ήτον ήδη επί της κοÏυφής του ÏŒÏους, και, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎºÎµÎ¯Î¸ÎµÎ½ παÏετήÏησε τα χωÏία, επανήλθε δÏομαίως Ï€Ïος τους οπλίτας και είπε: «ΤώÏα θα ξαπολÏσω τους μεν ιππείς να Ï„ÏÎξουν με οÏμήν εις την πεδιάδα, τους δε πελταστάς να επιτεθοÏν κατά των χωÏίων. Αλλ' ακολουθείτε (μας) όσον δÏνασθε ταχÏτεÏον, όπως, εάν τυχόν κανείς μας αντιστή ενεδÏεÏων, τον αποκÏοÏσετε». ΑκοÏσας ταÏτα ο Ξενοφών κατÎβη από του ίππου. Και ο ΣεÏθης τον ηÏώτησε: «Τι κατεβαίνεις, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏÎπει να σπεÏσωμεν;» «ΓνωÏίζω — απήντησεν ο Ξενοφών — ότι δεν Îχεις ÎµÎ¼Î¿Ï Î¼ÏŒÎ½Î¿Î½ ανάγκην. Οι δε οπλίται Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î±Ï‡ÏτεÏον και Ï€ÏοθυμότεÏον θα Ï„ÏÎξουν, εάν Ï€ÏοποÏεÏωμαι βαδίζων κ' εγώ (όπως αυτοί) πεζός». Μετά ταÏτα αμÎσως Îφυγε, και μαζή μ' αυτόν και ο Τιμασίων με τεσσαÏάκοντα πεÏίπου Έλληνας ιππείς. Ο δε Ξενοφών διεβίβασεν, (ενώ επÏοχώÏει, από του ενός εις τον άλλον) την διαταγήν να εξÎλθουν από των λόχων, απηλλαγμÎνοι παντός πεÏÎ¹Ï„Ï„Î¿Ï Î²Î¬Ïους, όλοι οι μÎχÏι Ï„Ïιάκοντα ετών άνδÏες και, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοσπεÏάσουν την φάλαγγα, να Ï€ÏοηγηθοÏν των άλλων οπλιτών. Και αυτός μεν ο ίδιος εβάδιζε μ' αυτοÏÏ‚ Ï„Ïοχάδην. Ο δε ÎšÎ»ÎµÎ¬Î½Ï‰Ï Ï‰Î´Î®Î³ÎµÎ¹ τους επιλοίπους Έλληνας. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν εις τας κώμας, ο ΣεÏθης με Ï„Ïιάκοντα ιππείς πεÏίπου πλησιάσας τον Ξενοφώντα του είπε: Â«Î™Î´Î¿Ï Ï„Î± χωÏία, ω Ξενοφών, πεÏί των οποίων σου Îλεγα. Οι κάτοικοί των είναι εις την θÎσιν των &(διόλου δεν το κοÏνησαν)&. Εξ άλλου όμως οι ιππείς (μου) Îγειναν άφαντοι, Ï„ÏÎχοντες άλλος εδώ και άλλος εκεί, μόνοι των (άνευ πελταστών και οπλιτών). ΦοβοÏμαι δε μήπως οι πολÎμιοι, συγκεντÏοÏμενοι όλοι μαζή (εις κανÎνα επίκαιÏον σημείον), τους επιτεθοÏν αιφνιδίως. Î ÏÎπει δε και εις τας κώμας να μείνουν τινÎÏ‚ εξ ημών, διότι είναι πλήÏεις κατοίκων». «Αλλ' εγώ μεν — είπεν ο Ξενοφών — θα καταλάβω με τους άνδÏας μου τας κοÏυφάς, (από τας οποίας Ï€Ïο ολίγου κατήλθομεν). Συ δε διάταξε τον ΚλεάνοÏα να παÏατείνη &(ξαπλώση)& διά της πεδιάδος πλησίον των κωμών την φάλαγγα». Î‘Ï†Î¿Ï Î´' ÎÏ€Ïαξαν ταÏτα, συνηθÏοίσθησαν αιχμάλωτοι μεν πεÏίπου χίλιοι, βόες δε δÏο χιλιάδες, Ï€Ïόβατα δε δÎκα. Τότε μεν, λοιπόν, διενυκτÎÏευσαν εκεί εις το ÏπαιθÏον. ((100) Κεφάλαιον Ï„ÎταÏτον Την δ' επομÎνην ο ΣεÏθης, Î±Ï†Î¿Ï ÎºÎ±Î¸' ολοκληÏίαν κατÎκαυσε τας κώμας, χωÏίς να φεισθή ουδεμιάς οικίας, και τοÏτο, διά να εμπνεÏση φόβον και εις τους άλλους, ότι τοιαÏτα θα πάθουν (και αυτοί), αν δεν υπακοÏσουν, ανεχώÏησε και πάλιν. Και τα μεν λάφυÏα Îστειλε να τα πωλήση ο ΗÏακλείδης εις την Î ÎÏινθον, ((101) διά να ημποÏÎση οÏτω να μισθοδοτήση τους στÏατιώτας. Αυτός δε και οι Έλληνες εστÏατοπÎδευσαν εις την πεδιάδα των Θυνών. Οίτινες, εγκαταλείψαντες (εκ φόβου) τα χωÏία των, Îφυγαν εις τα ÏŒÏη. ΕνÎσκηψε δε δυνατός χειμών και το ψÏχος ήτο τοιοÏτον, ώστε το ÏδωÏ, τα οποίον ÎφεÏον διά το δείπνον των, επάγωνεν, όπως και ο εντός των αγγείων οίνος. Πολλών δ' εκ των Ελλήνων αι Ïίνες και τα ώτα κατεκαίοντο (ενεκÏώνοντο). Και τότε πλÎον Îγεινε φανεÏόν διά ποίον λόγον οι ΘÏάκες εφόÏουν δÎÏματα αλωπεκών, (κατασκευασμÎνα) ως καλÏμματα των κεφαλών και των ώτων, χιτώνας δε ου μόνον πεÏί τα στÎÏνα, αλλά και πεÏί τους μηÏοÏÏ‚, ((102) και μακÏοÏÏ‚ μανδÏας μÎχÏι των ποδών, όταν ίππευαν, όχι δ' επενδÏτας. ΑπελευθεÏώσας δΠτινας των αιχμαλώτων ο ΣεÏθης, τους διÎταξε να παÏαγγείλουν εις τους εις τα ÏŒÏη καταφυγόντας ΘυνοÏÏ‚ ότι, εάν δεν καταβοÏν να κατοικήσουν (εις τας κώμας των) και δεν υπακοÏσουν εις την διαταγήν του, θα πυÏπολήση και τοÏτων τας κώμας και τον σίτον, οÏτω δε θα αποθάνουν όλοι από την πείναν. Ένεκα τοÏτου, λοιπόν, κατÎβησαν εκείθεν και γÎÏοντες και γυναίκες και παιδιά. Οι νεώτεÏοι όμως κατεσκήνωσαν εις τας υπό το ÏŒÏος κώμας. Μαθών ο ΣεÏθης ότι οÏτοι δεν κατÎβησαν (εις την πεδιάδα), παÏεκάλεσε τον Ξενοφώντα, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î¬Ïη μαζή του τους νεωτÎÏους εκ των οπλιτών, να τον ακολουθήση. Και την νÏκτα σηκωθÎντες, Îφθασαν μόλις εξημÎÏωσεν εις τας κώμας. Και οι μεν πλείστοι των εκεί καταφυγόντων διÎφυγαν και πάλιν εις το εκεί που πλησίον κείμενον ÏŒÏος. Όσους όμως συνÎλαβεν ο ΣεÏθης τους εφόνευσε, χωÏίς ουδενός να φεισθή, διαπεÏάσας αυτοÏÏ‚ με το ακόντιον. ΕυÏίσκετο δε κάποιος παιδεÏαστής εις το στÏάτευμα, ονόματι ΕπισθÎνης, από την Όλυνθον, όστις, ιδών ωÏαίον παίδα, μόλις Ï€Ïο ελαχίστου χÏόνου εισελθόντα εις την ανδÏικήν ηλικίαν και μικÏάν πλεκτήν ασπίδα φÎÏοντα, καταδικασμÎνον δε (από τον ΣεÏθην) ν' αποθάνη, Ï€ÏοστÏÎξας εις τον Ξενοφώντα, τον παÏακαλεί να σπεÏση να τον σώση. Και ο Ξενοφών, Ï€Ïοσελθών εις τον ΣεÏθην, τον παÏακαλεί να μη τον φονεÏση, του δίδει δ' εξηγήσεις πεÏί της συνηθείας (διαγωγής) του ΕπισθÎνους, πεÏί του οποίου λÎγει ότι εστÏατολόγησε κάποτε λόχον μισθοφόÏων, ουδÎν άλλο Îχων κατά νουν (πεÏί ουδενός άλλου κατά την στÏατολογίαν των φÏοντίζων) ειμή μόνον πεÏί του εάν τινες εκ των ανδÏών του λόχου του ήσαν ωÏαίοι, και ότι εφάνη εις την μετά τοÏτων δÏάσιν του Î±Î½Î®Ï Î³ÎµÎ½Î½Î±Î¯Î¿Ï‚ &(παλληκάÏι)& Ο δε ΣεÏθης τον ηÏώτα: «Αληθινά θα ήθελες, ω ΕπισθÎνη, ν' αποθάνης χάÏιν του παιδός αυτοÏ;». ΟÏτος δε υψώσας Ï€Ïος Ï„' άνω τον Ï„Ïάχηλον του είπε: «ΚτÏπα, λοιπόν, εάν το θÎλη ο παις και εάν σκÎπτεται να μου χÏεωστή χάÏιν (να μου ήναι ευγνώμων)». Κατόπιν ηÏώτησε τον παίδα ο ΣεÏθης, εάν θα ήθελε να φονευθή ο ΕπισθÎνης αντ' αυτοÏ. Ο παις όμως ((103) δεν τον άφινε και παÏεκάλει να μη φονεÏση κανÎνα. Τότε ο ΕπισθÎνης εναγκαλισθείς τον παίδα είπεν: «Είναι πλÎον καιÏός, ω ΣεÏθη, να σου διαμφισβητήσω (εμπολÎμως) τον παίδα αυτόν, διότι δεν εννοώ να τον αφήσω από τας χείÏας μου». Ο δε ΣεÏθης γελών παÏητήθη μεν της πεÏαιτÎÏω ÎÏιδος, απεφάσισε δε να στÏατοπεδεÏση αυτοÏ, όπως οÏτε εκ των κωμών αυτών διατÏÎφωνται οι επί του ÏŒÏους (καταφυγόντες Θυνοί). Και ο ίδιος μεν, καταβάς ολίγον Ï€Ïος την πεδιάδα, κατεσκήνωσεν εκεί. Ο δε Ξενοφών με τους επιλÎκτους, εις την υπό το ÏŒÏος υψηλότεÏον κειμÎνην κώμην. Και οι άλλοι Έλληνες κατεσκήνωσαν πλησίον των καλουμÎνων ΟÏεινών ΘÏακών. Μετά ταÏτα και αÏκεταί ημÎÏαι παÏήÏχοντο εις μάτην και οι από του ÏŒÏους ΘÏάκες καταβαίνοντες Ï€Ïος τον ΣεÏθην διεπÏαγματεÏοντο πεÏί συνθηκών και ομήÏων. Και ο Ξενοφών, ελθών εις τον ΣεÏθην, του Îλεγεν ότι οι στÏατιώται του κατασκηνοÏν εις μÎÏη επισφαλή και ότι πλησίον των είναι οι πολÎμιοι. Και ότι ευχαÏιστότεÏον — είπεν — είναι να κατασκηνώνουν Îξω, εις το ÏπαιθÏον, εις μÎÏη οχυÏά, ή εντός οικιών (εις κώμας), ώστε να ÏιψοκινδυνεÏουν. Ο δε ΣεÏθης τον συνεβοÏλευε να Îχη θάÏÏος και του Îδειξε παÏόντας εκεί που ομήÏους εκ των πολεμίων. Και αυτόν ακόμη τον Ξενοφώντα, καταβαίνοντÎÏ‚ τινες εκ των επί του ÏŒÏους Θυνών τον παÏεκάλουν να διαπÏαγματευθή μετ' αυτών πεÏί ειÏήνης. Ο δε Ξενοφών δεν αντÎτεινε και τους ενεθάÏÏυνεν εγγυώμενος ότι ουδÎν κακόν θα υποστοÏν, εάν υπακοÏσουν εις τον ΣεÏθην. Οι δε Θυνοί βεβαίως επÏότειναν τοιαÏτα, διά να κατασκοπεÏσουν (Ï€Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ πώς κατεσκήνουν οι πεÏί τον Ξενοφώντα). Και ταÏτα μεν συνÎβησαν κατ' εκείνην την ημÎÏαν. Την δ' επιοÏσαν νÏκτα, κατελθόντες εκ του ÏŒÏους οι Θυνοί, επιτίθενται (κατά της Ï…Ï€' αυτό υψηλότεÏον κειμÎνης κώμης, όπου ήτον ο Ξενοφών με τους πεÏί αυτόν). Και οδηγός μεν ήτον ο κÏÏιος εκάστης οικίας του χωÏίου. Διότι ήτο δÏσκολον, ως εκ του σκότους, ν' ανευÏίσκουν (οι Θυνοί) άνευ οδηγών τας οικίας εις τας κώμας. Διότι αÏται (αι οικίαι) πεÏιεφÏάσσοντο γÏÏω με μεγάλους σουβλεÏοÏÏ‚ πασσάλους, Ï€Ïος ασφάλειαν των εις τους πεÏιβόλους των φυλασσομÎνων Ï€Ïοβάτων. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν εις τας θÏÏας εκάστου οικήματος, άλλοι μεν ÎÏÏιπτον εντός των ακόντια, άλλοι δε τας εκτÏπων με Ïόπαλα, τα οποία λÎγεται ότι κÏατοÏν, διά ν' αποκόπτουν τας λόγχας ((104) από τα δόÏατα, άλλοι δ' Îβαλαν εις αυτάς φωτιά, και, καλοÏντες ονομαστί τον Ξενοφώντα, τον Ï€ÏοÎÏ„Ïεπαν, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¾Îλθη της οικίας, ν' αποθάνη, παÏά — καθώς του Îλεγαν — αυτοÏ, (μαζή με την οικίαν), να κατακαή. Και ήÏχισε πλÎον να φαίνεται (να βγαίνη) η φωτιά από την στÎγην, και οι πεÏί τον Ξενοφώντα, όλοι θωÏακισμÎνοι όντες, ευÏίσκοντο εντός (ακόμη) της οικίας, φÎÏοντες μαχαίÏας και κÏάνη και ασπίδας, ότε ο εκ Μακίστου (της ΤÏιφυλίας) Σιλανός, δεκαοχταετής πεÏίπου την ηλικίαν, ήÏχισε να σημαίνη διά της σάλπιγγος. Και τότε ευθÏÏ‚ αμÎσως εκπηδοÏν με γυμνά τα ξίφη και όλοι οι εντός των άλλων οικιών (ευÏισκόμενοι Έλληνες). Οι δε ΘÏάκες Ï„ÏÎπονται εις φυγήν με κάθε Ï„Ïόπον (όπως τους ήτον ευκολώτεÏον), πεÏικαλυπτόμενοι όπισθεν με τας μικÏάς ασπίδας των. Και ενώ υπεÏεπήδων τους πασσάλους, συνελήφθησαν τινες εξ αυτών κÏεμασθÎντες, διότι είχαν εγκαÏφωθή εις (πεÏιπλακή με) τους πασσάλους αι ασπίδες των. Άλλοι δε και εφονεÏθησαν, διότι δεν εÏÏισκαν &(είχαν χάση)& την Îξοδον. Οι δ' Έλληνες τους κατεδίωκαν Îξω της κώμης. ΤινÎÏ‚ δε των (καταδιωκομÎνων) Θυνών, γυÏίσαντες οπίσω αίφνης εις το σκότος, ακόντιζαν εκ του σκότους εις το φως τους παÏατÏÎχοντας πλησίον οικίας τινός καιομÎνης Έλληνας. Και επλήγωσαν οÏτω δÏο: ΙεÏώνυμον τον ΕυοδÎα, λοχαγόν, και ΘεαγÎνην τον ΛοκÏόν, λοχαγόν. Ουδείς δ' εκ των Ελλήνων εφονεÏθη. Ουχ ήττον κατεκάησαν και τα όπλα τινών και τα φοÏÎματα. Ο δε ΣεÏθης ÎÏ„Ïεξεν εις βοήθειάν των με επτά ιππείς, τους Ï€Ïώτους οίτινες επÏόφθασαν να τον ακολουθήσουν, Îχων μαζή του και τον ΘÏάκιον σαλπιγκτήν. Και από της στιγμής, καθ' ην Îμαθε την κατά των Ελλήνων γενομÎνην επίθεσιν, εφ' όσον χÏόνον ÎÏ„Ïεχε Ï€Ïος βοήθειάν των επί τοσοÏτον και το κÎÏας πεÏί αυτόν εσήμαινεν. Îστε ακόμη και τοÏτο συνετÎλεσεν εις το να εμπνεÏση φόβον εις τους πολεμίους. Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασεν εκεί, τους εχαιÏÎτιζε όλους και Îλεγεν ότι ενόμιζε πως θα εÏÏη πολλοÏÏ‚ σκοτωμÎνους. Μετά ταÏτα ο Ξενοφών τον παÏακαλεί να του παÏαδώση τους ομήÏους και να εκστÏατεÏση μαζή του, εάν θÎλη, εις το ÏŒÏος. Άλλως, θα τον αφήση. Την επομÎνην, λοιπόν, του παÏαδίδει ο ΣεÏθης τους ομήÏους, οίτινες ήσαν όλοι άνδÏες γηÏαιότατοι και — όπως Îλεγαν — οι καλλίτεÏοι των οÏεινών (ΘÏακών). Ο ίδιος δε (ο ΣεÏθης) ÎÏχεται με όλην του την δÏναμιν. Ήδη δε είχε και Ï„Ïιπλασίας του Ξενοφώντος (στÏατιωτικάς) δυνάμεις. Διότι πολλοί εκ των ΟδÏυσών, μανθάνοντες τα κατοÏθώματα του ΣεÏθου, κατÎβαιναν από τα ÏŒÏη, διά να εκστÏατεÏσουν μαζή του. Οι δε Θυνοί, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€ÏŒ του ÏŒÏους είδαν να ÎÏχωνται εναντίον των πολλοÏÏ‚ μεν οπλίτας, πολλοÏÏ‚ δε πελταστάς, πολλοÏÏ‚ δε ιππείς, καταβάντες, ικÎτευον να γείνη ειÏήνη Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ και συγκατετίθεντο να συμμοÏφωθοÏν εις ÏŒ,τι τους ζητήσουν και τους παÏεκάλουν να βεβαιωθοÏν πεÏί της (Ï€Ïος αυτοÏÏ‚) καλής των πίστεως. Ο δε ΣεÏθης, καλÎσας τον Ξενοφώντα, του ανεκοίνου τας Ï€Ïοτάσεις των, του είπε δε ότι δεν θα συνωμολόγει μετ' αυτών ειÏήνην, εάν ο Ξενοφών ήθελε να τους τιμωÏήση διά την, ην Ï…Ï€Îστη, επίθεσιν. Ο δε Ξενοφών είπεν: «Αλλ' ως Ï€Ïος εμΠτουλάχιστον, νομίζω ότι και Ï„ÏŽÏα αÏκετά τιμωÏοÏνται, εάν (αφοÏ) θα ήναι πλÎον (του λοιποÏ) αντί ελευθÎÏων δοÏλοι». ΣυνεβοÏλευεν όμως τον ΣεÏθην να λαμβάνη εις το μÎλλον ως ομήÏους τους μάλλον δυνατοÏÏ‚ και ικανοÏÏ‚ να βλάψουν (τον εχθÏόν), τους δε γÎÏοντας ν' αφήνη εις τας οικίας των». ΤοιουτοτÏόπως, λοιπόν, οι μεν Θυνοί υποταχθÎντες συνωμολόγησαν πάντες ειÏήνην με τον ΣεÏθην. Κεφάλαιον Ï€Îμπτον ΥπεÏπηδήσαντες δε τα ÏŒÏη ÎÏχονται Ï€Ïος τους Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î¿ Βυζάντιον κατοικοÏντας ΘÏάκας, εις το καλοÏμενον ΔÎλτα. Της επικÏατείας δε τοÏτων δεν ήÏχε πλÎον ο Μαισάδης, αλλά ΤήÏης ο ΟδÏÏσης. Και ο ΗÏακλείδης παÏευÏίσκετο ενταÏθα κÏατών το αντίτιμον των λαφÏÏων. Και ο ΣεÏθης, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¾Î®Î³Î±Î³ÎµÎ½ (Î±Ï†Î¿Ï Î¾ÎµÏ‡ÏŽÏισεν εκ του σωÏÎ¿Ï Ï„Ï‰Î½ συλλεγÎντων λαφÏÏων) Ï„Ïεις συÏομÎνας υπό ημιόνων αμάξας, ((105) διότι δεν υπήÏχαν πεÏισσότεÏοι — των λοιπών συÏομÎνων από βόας — καλÎσας τον Ξενοφώντα τον παÏεκάλει να λάβη μίαν εξ αυτών, τας δε λοιπάς να διαμοιÏάση εις τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚. Ο Ξενοφών δε του απήντησεν: «Εγώ μεν ήδη Îχω αÏκετά (λάφυÏα), ώστε να λάβω και άλλα. ΔώÏισΠτας όμως εις τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚ αυτοÏÏ‚, οι οποίοι με συνώδευσαν εις τας μάχας». Και λαμβάνει εκ των αμαξών μίαν μεν Τιμασίων ο ΔαÏδανεÏÏ‚, μίαν δε ÎšÎ»ÎµÎ¬Î½Ï‰Ï Î¿ ΟÏχομÎνιος, μίαν δε ΦÏυνίσκος ο Αχαιός. Αι δε συÏόμεναι από βόας άμαξαι ((106) διενεμήθησαν εις τους λοχαγοÏÏ‚. ΠαÏελθόντος δε ήδη του μηνός, πληÏώνει (ο ΣεÏθης) τον μισθόν είκοσι μόνον ημεÏών. Διότι ο ΗÏακλείδης Îλεγεν ότι δεν κατώÏθωσε να εισπÏάξη πεÏισσότεÏα από την πώλησιν των λαφÏÏων. ΔυσαÏεστηθείς, λοιπόν, ως εκ τοÏτου ο Ξενοφών είπεν οÏκισθείς συγχÏόνως (συνοδεÏσας και μ' επίκλησιν Ï€Ïος τους ΘεοÏÏ‚ τους λόγους του): «Îομίζω, ω ΗÏακλείδη, ότι δεν φÏοντίζεις (δεν νοιάζεσαι) όπως Ï€ÏÎπει πεÏί της υπολήψεως του ΣεÏθου. Διότι, εάν εφÏόντιζες, θα ήÏχεσο φÎÏων ολόκληÏον τον μισθόν και, εάν δεν κατώÏθωνες άλλως να συμπληÏώσης τα (διά τον μισθόν) αναγκαιοÏντα χÏήματα, ÎÏ€Ïεπε να δανεισθής, ακόμη και αυτά τα ενδÏματά σου να πωλήσης». Κατόπιν των λόγων αυτών του Ξενοφώντος ο ΗÏακλείδης εστενοχωÏήθη και εφοβήθη μη χάση την φιλίαν του ΣεÏθου, διά τοÏτο δε και από της ημÎÏας ταÏτης διÎβαλλε όσον του ήτο δυνατόν τον Ξενοφώντα Ï€Ïος τον ΣεÏθην. Και οι μεν στÏατιώται, λοιπόν, ητιώντο τον Ξενοφώντα ότι δεν είχαν λάβη τον μισθόν. Ο δε ΣεÏθης δυσηÏεστήθη μαζή του, διότι εντόνως απήτει τον μισθόν των. Και μÎχÏι μεν της ημÎÏας αυτής, πάντοτε είχε κατά νουν ότι, όταν απÎλθη (επιστÏÎψη) Ï€Ïος την θάλασσαν, θα του δωÏίση (ÏŒ,τι του είχεν υποσχεθή), την Βισάνθην δηλαδή και τον Γάνον και το ÎÎον τείχος. Από της ημÎÏας ταÏτης όμως τίποτε πλÎον απ' όλα αυτά δεν ενεθυμήθη. Διότι ο ΗÏακλείδης ακόμη και την διαβολήν ταÏτην (εις βάÏος του Ξενοφώντος) διενοήθη: ότι δεν ήτον ακίνδυνον να εμπιστευθή τείχη εις άνδÏα Îχοντα μαζή του τοσαÏτην στÏατιωτικήν δÏναμιν. Ένεκα όλων αυτών ο Ξενοφών εσκÎπτετο τι Ï€ÏÎπει ν' αποφασίση ως Ï€Ïος την εξακολοÏθησιν της Ï€Ïος Ï„' άνω ποÏείας του στÏατεÏματος. Ο δε ΗÏακλείδης, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¹ÏƒÎ®Î³Î±Î³Îµ τους άλλους στÏατηγοÏÏ‚ Ï€Ïος τον ΣεÏθην, (πλην του Ξενοφώντος), τους Ï€ÏοÎÏ„Ïεπε να ειποÏν ότι με την αυτήν του Ξενοφώντος ικανότητα θα ηδÏναντο και αυτοί να οδηγήσουν τον στÏατόν, και τους Ï…Ï€Îσχετο ότι εντός ολίγων μόνον ημεÏών θα τους δώση πλήÏη τον μισθόν δÏο μηνών, και τους παÏεκάλει να εκστÏατεÏσουν με τον ΣεÏθην. Αλλ' ο Τιμασίων είπεν: «Εγώ μεν, λοιπόν, ουδΠεάν Ï€Ïόκηται να λάβω Ï€Îντε μηνών μισθόν, θα εκστÏατεÏσω ποτΠχωÏίς τον Ξενοφώντα». Και ο ΦÏυνίσκος και ο ÎšÎ»ÎµÎ¬Î½Ï‰Ï ÏƒÏ…Î½ÎµÏ†ÏŽÎ½Î¿Ï…Î½ με όσα είπεν ο Τιμασίων. Ένεκα τοÏτου ο ΣεÏθης ÏβÏισε τον ΗÏακλείδην, διότι μαζή με τους στÏατηγοÏÏ‚ δεν Ï€Ïοσεκάλεσε και τον Ξενοφώντα. Τον Ï€ÏοσκαλοÏν, λοιπόν, να Îλθη Ï€Ïος τον ΣεÏθην μόνος. Αλλ' ο Ξενοφών, εννοήσας την πανουÏγίαν του ΗÏακλείδου, ότι είχε σκοπόν να τον διαβάλη Ï€Ïος τους άλλους στÏατηγοÏÏ‚, Ï€ÏοσÎÏχεται εις τον ΣεÏθην, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÏ€Î®Ïε μαζή του και όλους τους στÏατηγοÏÏ‚ και λοχαγοÏÏ‚. Και Î±Ï†Î¿Ï ÏŒÎ»Î¿Î¹, (ματαιωθÎντων των δολίων σκοπών του ΗÏακλείδου), επείσθησαν, συνεξεστÏάτευσαν &(ξεκίνησαν όλοι μαζή)& και φθάνουν, Îχοντες Ï€Ïος τα δεξιά τον Πόντον, διά των ΘÏακών των ονομαζομÎνων Μελινοφάγων, εις τον Σαλμυδησσόν. ΕνταÏθα πολλά των εις τον ΕÏξεινον πλεόντων πλοίων ναυαγοÏν και Ïίπτονται Îξω &(εις την ξÎÏαν)&. Διότι εις μεγάλην της θαλάσσης Îκτασιν υπάÏχουν αβαθή νεÏά. Και οι ΘÏάκες οι εις τα μÎÏη ταÏτα κατοικοÏντες, στήλας ως ÏŒÏια των ιδιοκτησιών των πήξαντες, ληστεÏουν Îκαστοι ÏŒ,τι εις την πεÏιοχήν εκάστου ήθελε ξεπÎση. ΕλÎγετο δε ότι μÎχÏι Ï€Ïο ολίγου, [Ï€Ïιν ή καθοÏισθοÏν διά τοιοÏτων στηλών αι ιδιοκτησίαι των], πολλοί εξ αυτών, καθ' ον καιÏόν Ï€ÏοÎβαιναν εις αÏπαγάς, αλληλοσκοτώνοντο. ΕνταÏθα ευÏίσκοντο πολλαί μεν κλίναι, πολλά δε κιβώτια, πολλά δε βιβλία χειÏόγÏαφα ((107) και πολλά άλλα, όσα οι κυβεÏνήται των πλοίων &(οι καÏαβοκυÏαίοι)& φÎÏουν μÎσα εις ξÏλινα δοχεία. ΕντεÏθεν, Î±Ï†Î¿Ï ÏŒÎ»Î± τα κατÎστÏεψαν, ανεχώÏησαν και πάλιν. Τότε, λοιπόν, ο ΣεÏθης είχε πλÎον στÏατόν μεγαλήτεÏον του ΕλληνικοÏ. Διότι και εκ των ΟδÏυσών Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏοι ακόμη είχαν κατÎλθη και οι εκάστοτε (εις αυτόν) υποτασσόμενοι συνεξεστÏάτευαν μαζή του. Κατεσκήνωσαν δε εις την υπεÏάνω της ΣηλυβÏίας πεδιάδα, απÎχοντες της θαλάσσης Ï„Ïιάκοντα πεÏίπου στάδια. Και μισθός μεν κανείς δεν εφαίνετο ακόμη (Και κανείς μεν δεν επληÏώνετο ακόμη). ΜΠτον Ξενοφώντα δε και οι στÏατιώται ήσαν δυσηÏεστημÎνοι και ο ΣεÏθης Îπαυσε πλÎον να διάκηται φιλικώς, οσάκις δ' εκείνος τον επλησίαζε με σκοπόν να τον συναντήση, τότε ακÏιβώς του παÏουσιάζοντο πλείσται όσαι ασχολίαι. Κεφάλαιον Îκτον Κατά την εποχήν ταÏτην, ότε είχαν ήδη παÏÎλθη σχεδόν δÏο μήνες, φθάνουν ο ΧαÏμίνος ο Λάκων και ο ΠολÏνικος εκ μÎÏους του ΘίμβÏωνος, και αναγγÎλλουν ότι οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να εκστÏατεÏσουν κατά του ΤισσαφÎÏνους, και ότι ο ΘίμβÏων ανεχώÏησεν από την Λακεδαίμονα με σκοπόν να τον πολεμήση, ότι δ' Îχει ανάγκην του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ïτου, και ότι υπόσχεται ότι Îκαστος μεν στÏατιώτης θα λάβη κατά μήνα ως μισθόν Îνα δαÏεικόν, Îκαστος δε λοχαγός, δÏο, και Îκαστος στÏατηγός, Ï„ÎσσαÏας. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ ήλθαν οι Λακεδαιμόνιοι, αμÎσως ο ΗÏακλείδης, μαθών ότι ÎÏχονται διά το στÏάτευμα, λÎγει εις τον ΣεÏθην ότι κάτι τι εκτάκτως δι' αυτόν καλόν Îχει συμβή. «Διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι Îχουν ανάγκην του στÏατεÏματος, συ δε δεν Îχεις πλÎον». »ΕπιστÏÎφων δε εις αυτοÏÏ‚ το στÏάτευμα, θα τους ευχαÏιστήσης, από σε δε δεν θ' απαιτήσουν πλÎον τα οφειλόμενα (οι στÏατιώται), αλλά θ' απομακÏυνθοÏν από την χώÏαν σου». ΑκοÏσας ταÏτα ο ΣεÏθης, παÏακαλεί να Îλθουν πλησίον του οι απεσταλμÎνοι. Και Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï… είπαν ότι ήλθαν διά το στÏάτευμα, τους απήντησεν ότι (ευχαÏίστως) τους το επιστÏÎφει, ότι επιθυμεί να ήναι φίλος των και σÏμμαχος, και ότι τους Ï€Ïοσκαλεί κατ' οίκον να τους φιλοξενήση. Και (Ï€Ïάγματι) τους εφιλοξÎνισε μεγαλοπÏεπώς. Τον δε Ξενοφώντα δεν Ï€Ïοσεκάλεσεν, όπως και κανÎνα εκ των άλλων στÏατηγών. Επειδή δε τον ηÏώτων οι Λακεδαιμόνιοι τι είδους άνθÏωπος είναι ο Ξενοφών, απεκÏίθη ότι: «κατά τα άλλα μεν δεν είναι κακός, αγαπά όμως τους στÏατιώτας. Και τοÏτο είναι δι' αυτόν Ï€Î¿Î»Ï Ï‡ÎµÎ¹ÏότεÏον παÏά εάν δεν τους ηγάπα». Οι δε απεσταλμÎνοι απεκÏίθησαν: «Αλλά τότε εξ άπαντος τους εξαπατά με κολακείας». Και ο ΗÏακλείδης απήντησε: «Και πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î¬Î»Î¹ÏƒÏ„Î±Â». «Τότε, λοιπόν — είπαν οι Λακεδαιμόνιοι — μήπως υπάÏχει κανείς φόβος να μας εναντιωθή εις την απομάκÏυνσιν του στÏατεÏματος;». «Αλλ' εάν — απήντησεν ο ΗÏακλείδης — Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏ…Î½Î±Î¸Ïοίσετε τους στÏατιώτας, τους υποσχεθήτε ότι θα τους μισθοδοτήσετε, ελάχιστα εις εκείνον Ï€ÏοσÎχοντες, θα φÏγουν Ï„ÏÎχοντες τότε από 'δώ μαζή σας». «Και με ποίον Ï„Ïόπον, λοιπόν, απήντησαν, θα ηδυνάμεθα να τους συναθÏοίσωμεν;». «ΑÏÏιον το Ï€Ïωί, είπεν ο ΗÏακλείδης, θα σας οδηγήσωμεν Ï€Ïος αυτοÏÏ‚. Έχω δε πεποίθησιν — Ï€ÏοσÎθηκεν — ότι, μόλις σας ιδοÏν, με Ï€Ïοθυμίαν αμÎσως και χαÏάν θα Ï„ÏÎξουν όλοι Ï€Ïο σας». ΤοιουτοτÏόπως μεν ετελείωσε και η ημÎÏα αÏτη. Την δε επομÎνην οδηγοÏν εις το στÏάτευμα τους Λάκωνας ο ΣεÏθης και ο ΗÏακλείδης, και συναθÏοίζεται όλος ο στÏατός. Οι δε Λάκωνες Îλεγαν «ότι οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να πολεμήσουν τον αδικήσαντα υμάς ΤισσαφÎÏνην. Εάν, λοιπόν, εκστÏατεÏσετε εναντίον του μαζή μας, και τον εχθÏόν θα τιμωÏήσετε και ο καθÎνας σας θα λάβη κατά μήνα από Îνα δαÏεικόν, ο λοχαγός δε το διπλάσιον και ο στÏατηγός το τετÏαπλάσιον». Και οι στÏατιώται ήκουσαν ταÏτα μ' ευχαÏίστησίν των, αμÎσως δε σηκώνεται κάποιος εκ των ΑÏκάδων, διά να κατηγοÏήση τον Ξενοφώντα. ΠαÏευÏίσκετο δε και ο ΣεÏθης, θÎλων να ίδη τι θα γείνη. Εκάθητο δε εις μÎÏος, από το οποίον ευκόλως ηδÏνατο να τους ακοÏη, Îχων παÏαπλεÏÏως τον διεÏμηνÎα του. Καταλάβαινε δε και ο ίδιος τα πλείστα Ελληνιστί. Τότε, λοιπόν, λÎγει ο ΑÏκάς: «Αλλ' ημείς μεν, ω Λακεδαιμόνιοι, (ου μόνον Ï„ÏŽÏα, αλλά) και Ï€Ïο Ï€Î¿Î»Î»Î¿Ï Î¸Î± ήμεθα πλησίον σας, εάν δεν μας ωδήγει με απάτην ο Ξενοφών εδώ, όπου ημείς μεν, καθ' όλον τον παÏελθόντα φοβεÏόν χειμώνα εκστÏατεÏοντες, οÏτε νÏκτα, οÏτε ημÎÏαν ανεπαÏθημεν. Αυτός δε εξεμεταλλεÏετο τους κόπους μας. Και ο ΣεÏθης εκείνον μεν κÏυφίως κατÎστησε πλουσιώτατον, ημάς δε αÏνείται να μας πληÏώση. »Îστε — [τοÏτο δε, βÎβαια, είμαι και ο Ï€Ïώτος που το Ï€Ïοτείνω] — εγώ μεν, εάν τον Îβλεπα λιθοβολοÏμενον και τιμωÏοÏμενον δι' ας Ï…Ï€Îστημεν ταλαιπωÏίας, (επί τόσον καιÏόν εξαπατώμενοι), θα ενόμιζα ότι και τον μισθόν μου Îλαβα ολόκληÏον και δι' όσα Ï…Ï€ÎφεÏα δεν θα ησθανόμην καμμίαν πλÎον δυσαÏÎσκειαν». Μετά τον ΑÏκάδα αυτόν ηγÎÏθη και άλλος επίσης και κατόπιν άλλος. Μεθ' ÏŒ ο Ξενοφών είπε τα εξής: ((108) «Αλλά, καθώς βλÎπω, όλα Ï€ÏÎπει κανείς να τα πεÏιμÎνη, Îχων Ï…Ï€' όψει του ότι είναι άνθÏωπος. Î Ïάγμα το οποίον είναι ει Ï€ÎµÏ Ï€Î¿Ï„Îµ αληθινόν σήμεÏον, ότε κ' εγώ ακόμη κατηγοÏοÏμαι από σας, εις στιγμήν δε καθ' ην η συνείδησίς μου Î¼Î¿Ï Î»Îγει ότι υπήÏξα πάντοτε Ï€Ïοθυμότατος διά παν ÏŒ,τι σας ενδιÎφεÏε. Διότι μÎχÏι σήμεÏον μεν ηÏνοÏμην να σας επαναφÎÏω εις την πατÏίδα σας, όχι, μα τον Δία, βÎβαια, διότι εμάνθανα ότι ευτυχείτε, αλλά μάλλον διότι σας Îβλεπα δυστυχοÏντας, σκοπεÏων να σας φανώ, εφ' όσον μου ήτο δυνατόν, ωφÎλιμος. Â»Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ ήλθα (εις την ΘÏάκην), αν και αυτός εδώ ο ΣεÏθης μου Îστειλε πολλοÏÏ‚ αγγελιοφόÏους (Ï€Ïοσκαλών με), και πλείστα όσα μου Ï…Ï€Îσχετο, εάν κατώÏθωνα να σας πείσω να Îλθετε Ï€Ïος αυτόν, ουχ ήττον δεν εδοκίμασα να Ï€Ïάξω τοÏτο, καθώς σεις αυτοί είσθε εις θÎσιν να γνωÏίζετε. Σας ωδήγησα δ' εκεί μόνον οπόθεν εφανταζόμην ότι θα ήτο δυνατόν να διαβιβασθήτε ως τάχιστα εις την Ασίαν. Διότι την απόφασίν μου ταÏτην και Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ…Î¼Ï†ÎÏουσαν ενόμιζα διά σας και Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ εγνώÏιζα ότι την εγκÏίνετε. »Επειδή δε ο ΑÏίσταÏχος, ελθών με τας Ï„ÏιήÏεις του (εις ÏŒ μÎÏος ήμεθα), μας ημπόδιζε να διαβιβασθώμεν, Îνεκα τοÏτου — ως ήτο, βÎβαια, επόμενον (καθώς, άλλως τε, ÎÏ€Ïεπε) — σας Ï€Ïοσεκάλεσα, διά να σκεφθώμεν τι Ï€ÏÎπει να Ï€Ïάξωμεν. »Λοιπόν σεις, μανθάνοντες μεν αφ' ενός ότι ο ΑÏίσταÏχος σας διÎτασσε να ποÏευθήτε εις την ΧεÏÏόνησον, μανθάνοντες δ' εξ άλλου ότι ο ΣεÏθης σας επÏότεινε, Ï€Ïοβάλλων χιλίας δÏο υποσχÎσεις, να συνεκστÏατεÏσητε μαζή του, όλοι μεν ελÎγατε να ποÏευθήτε Ï€Ïος τον ΣεÏθην, όλοι δε πάντα ταÏτα εψηφίσατε. »Εις την πεÏίπτωσιν, λοιπόν, αυτήν, κατά τι εγώ σας ηδίκησα, οδηγήσας υμάς εκεί όπου όλοι σας ενεκÏίνατε να Îλθετε; Î‘Ï†Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ ήÏχισε να ψεÏδεται πεÏί του Î¼Î¹ÏƒÎ¸Î¿Ï (εις όσα μας υπεσχÎθη) ο ΣεÏθης, εάν μεν ήθελα εγκÏίνη (ως οÏθήν) την διαγωγήν του ταÏτην, δικαίως τότε ηθÎλατε με κατηγοÏήση και μισήση. Εάν δε, ενώ ήμην φίλος του Ï€ÏοτήτεÏα πεÏισσότεÏον από κάθε άλλον, διίσταμαι σήμεÏα Ï…Ï€ÎÏ Ï€Î¬Î½Ï„Î± άλλον Ï€Ïος αυτόν, σας εÏωτώ: πώς, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïοτιμώ σας αντί του ΣεÏθου, θα κατηγοÏοÏμην ακόμη δικαίως από σας δι' όσα Ï€Ïος αυτόν διίσταμαι; «Αλλ' ηθÎλατε ίσως είπη ότι μου επιτÏÎπεται πλÎον να πονηÏεÏωμαι (απÎναντί σας), Îχων (ήδη) παÏά του ΣεÏθου (εις χείÏας μου) και όσα σας ανήκουν (χÏήματα). Λοιπόν, είναι αναμφιβόλως φανεÏόν τοÏτο: ότι, εάν Ï€Ïάγματι ο ΣεÏθης εξετÎλει Îστω και ελάχιστον μÎÏος των υποσχÎσεων, τας οποίας μου Îδωκε, βεβαίως δεν θα εξετÎλει ταÏτας κατά Ï„Ïόπον ώστε να αÏνήται μεν όσα μου υπεσχÎθη ότι θα μου δώση, να πληÏώνωνται δε Ï€Ïος σας μισθοί οφειλόμενοι. Αλλά νομίζω ότι, εάν υποτεθή ότι μου Îδιδε (χÏήματα), βεβαίως θα μου τα Îδιδε κατά τοιοÏτον Ï„Ïόπον, ώστε, δίδων εις εμΠτα ολιγώτεÏα, να μην επιστÏÎφη (πληÏώνη) εις σας τα πεÏισσότεÏα. »Διά τοÏτο, λοιπόν, εάν φÏονήτε ότι τα Ï€Ïάγματα Îχουν (όπως τα εξÎθηκα), σας επιβάλλεται ευθÏÏ‚ αμÎσως, τόσον δι' εμÎ, όσον και διά τον ΣεÏθην, ν' αποδείξετε ως ψευδή την, (ην υποπτεÏεσθε), Ï€Ïάξιν ταÏτην (της δωÏοδοκίας), εισπÏάττοντες από αυτόν ÏŒ,τι σας οφείλει. Διότι οÏτω θα γείνη φανεÏόν ότι, εάν Îχω πάÏη τι από τον ΣεÏθην, Îστω και ελάχιστον, θα μου ζητήση να του το επιστÏÎψω, και θα μου το ζητήση μάλιστα Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹ÎºÎ±Î¯Ï‰Ï‚, εάν δεν αποδείξω ως Ï€Ïάγματι γενομÎνην την Ï€Ïάξιν, δι' ην εδωÏοδοκήθην. »Αλλά φÏονώ ότι Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î±ÎºÏάν είμαι της, ην μου Ï€Ïοσάπτετε, κατηγοÏίας, ότι δηλαδή εγώ Îχω εις χείÏας μου ÏŒ,τι σας ανήκει (τους μισθοÏÏ‚ σας). Διότι σας οÏκίζομαι εις όλας και όλους τους ΘεοÏÏ‚ ότι δεν Îλαβα οÏτε όσα κατ' ιδίαν μου υπεσχÎθη ο ΣεÏθης. Είναι δε παÏών εδώ και αυτός ο ίδιος, ακοÏων δε (όσα λÎγω) δÏναται να μαÏÏ„Ï…Ïήση αν επιοÏκώ. »Διά να εκπλαγήτε δε ακόμη πεÏισσότεÏον, σας οÏκίζομαι εν ταυτώ ότι δεν Îλαβα οÏτε όσα οι άλλοι στÏατηγοί Îλαβαν, αλλ' οÏτε ακόμη και όσα τινÎÏ‚ εκ των λοχαγών. »Και διατί, λοιπόν, εφάνην τοιοÏτος (θα εÏωτήσετε); Διότι ενόμιζα, ω άνδÏες, ότι όσω πεÏισσότεÏον ήθελα υποφÎÏη με τον ΣεÏθην την (Ï€Ïο της εκστÏατείας) πενίαν, τόσω πεÏισσότεÏον θα εγίνετο φίλος μου εις πεÏίπτωσιν, καθ' ην θα ήτο δυνατόν να μας ωφελήση. Ουχ' ήττον ÏστεÏα είδα ότι, μόλις ηυτÏχησεν ο ΣεÏθης, ευθÏÏ‚ αμÎσως μετÎβαλε τας Ï€Ïος εμΠδιαθÎσεις του. »Αλλά θα ÎλεγΠτις: και λοιπόν δεν αισχÏνεσαι ότι οÏτω μωÏÏŽÏ‚ εξηπατήθης; Îαι, μα τον Δία, θα ησχυνόμην δι' αυτό εξ άπαντος, εάν εξηπατώμην από εχθÏόν μου (όχι από φίλον). Διότι φÏονώ ότι είναι μάλλον επονείδιστον το να εξαπατήσω τινά, ενώ είμαι φίλος του, παÏά το να εξαπατηθώ Ï…Ï€' αυτοÏ. Επειδή όλην την διά τους φίλους απαιτουμÎνην Ï€Ïοσοχήν και φÏλαξιν γνωÏίζω ότι ετηÏήσαμεν, ώστε να μη του δώσωμεν (ÏστεÏα) Ï€Ïόφασιν δικαίαν να μας αÏνήται ÏŒ,τι υπεσχÎθη. Διότι οÏτε τον ηδικήσαμεν εις τίποτε, οÏτε από οκνηÏίαν παÏημελήσαμεν τας υποθÎσεις του, αλλ' οÏτε και εφάνημεν, Îστω και κατ' ελάχιστον, άνανδÏοι όπου δήποτε μας Ï€Ïοσεκάλεσεν εις βοήθειάν του. »Αλλά θα ελÎγατε ίσως ότι ÎÏ€Ïεπε τότε (Ï€Ïο της εκστÏατείας) να λάβω (Ï€Ïος ασφάλειάν μου) τον (συνήθη διά τοιαÏτας πεÏιστάσεις) αÏÏαβώνα, ώστε να μη του ήτο δυνατόν να μ' εξαπατήση, ακόμη και αν ήθελεν. Ως Ï€Ïος ταÏτα, λοιπόν, ακοÏσατε όσα αντίθετα αυτών εγώ ποτΠδεν θα σας Îλεγα, παÏά μόνον εάν μου εφαίνεσθε άκÏιτοι εντελώς ή λίαν Ï€Ïος εμΠαχάÏιστοι: »Ενθυμηθήτε υπό ποίας δυσκόλους πεÏιστάσεις Îτυχε να ήσθε, ότε σας ωδήγησα Ï€Ïος τον ΣεÏθην. Μήπως, πλησίον μεν της ΠεÏίνθου ευÏισκομÎνους, δεν σας ημπόδισε να εισÎλθετε εις αυτήν ΑÏίσταÏχος ο Λακεδαιμόνιος, κλείσας υμάς Îξω των πυλών της; Όλοι σας δε τότε εστÏατοπεδεÏατε εν υπαίθÏω, εν μÎσω δε χειμώνι, τα Ï€Ïος διατÏοφήν σας δε μόνον εξ αγοÏών επÏομηθεÏεσθε, άλλοτε μεν ευÏίσκοντες ταÏτα σπανιώτατα, άλλοτε δε σπανιώτατα επίσης Îχοντες τα Ï€Ïος Ï€Ïομήθειαν αυτών αναγκαιοÏντα χÏήματα. Ήμεθα δε ηναγκασμÎνοι να μÎνωμεν εις την ΘÏάκην — διότι τα πλοία του ΑÏιστάÏχου, κατασκοπεÏοντα (τα πεÏί την Î ÎÏινθον), μας ημπόδιζον να διαπεÏαιωθώμεν στην Ασίαν — μÎνοντες δε, ήμεθα εις χώÏαν πολεμίαν, όπου πολλοί μεν ιππείς διÎκειντο εχθÏικώς Ï€Ïος ημάς, πολλοί δ' επίσης πελτασταί, και όπου εις την διάθεσίν μας είχαμεν μόνον τους οπλίτας μας, με τους οποίους, όλοι μεν μαζή επιτιθÎμενοι κατά των κωμών, ίσως κατωÏθώναμεν να Ï€Ïομηθευώμεθα ελάχιστον διά τον στÏατόν μας σίτον, δεν είχαμεν όμως τα μÎσα, διά των οποίων, επεÏχόμενοι, να συλλαμβάνωμεν ανδÏάποδα ή Ï€Ïόβατα. Διότι οÏτε ιππείς, οÏτε και πελταστάς ακόμη ηÏÏα εγώ συντεταγμÎνους και ετοίμους Ï€Ïος μάχην εις τας τάξεις σας. »Εάν, λοιπόν, ενώ ευÏίσκεστε εις τοιαÏτας ανάγκας, χωÏίς Ï€ÏοσθÎτως να ζητήσω ουδΠκαν ελάχιστον Ï…Ï€ÎÏ Ï…Î¼ÏŽÎ½ μισθόν, συνεμάχισα με τον ΣεÏθην, Îχοντα και ιππείς και πελταστάς, ακÏιβώς δηλαδή τα είδη εκείνα (του στÏατοÏ), ων υμείς είχετε ανάγκην — μήπως άÏα γε (με τον Ï„Ïόπον μου αυτόν) σας Îδειξα ότι εσκÎφθην «πεÏί των δεόντων γενÎσθαι» επιβλαβώς; »Διότι κοινωνοί βÎβαια γενόμενοι (των ιππÎων και των πελταστών), και σίτον αφθονώτεÏον εις τας κώμας ηÏÏατε, των ΘÏακών αναγκαζομÎνων μάλλον να Ï„ÏÎπωνται εις φυγήν δÏομαίοι, και Ï€Ïοβάτων και ανδÏαπόδων μετÎσχετε. »Κ' εχθÏόν κανÎνα πλÎον δεν εβλÎπαμεν, επειδή το ιππικόν Ï€ÏοσÎÏ„Ïεχε πάντοτε εις βοήθειάν μας. Ενώ Îως τότε θαÏÏαλÎοι μας ηκολοÏθουν κατά πόδας οι πολÎμιοι, και με ιππείς και με πελταστάς καθ' ολοκληÏίαν μας ημπόδιζαν — βαθμηδόν και κατ' ολίγον διασκοÏπιζομÎνους — να Ï€Ïομηθευώμεθα τα Ï€Ïος διατÏοφήν μας αφθονώτεÏα. »Εάν δε ο εξασφαλίζων και την ζωήν και την Ï„Ïοφήν μας τοιουτοτÏόπως δεν μας επλήÏωνε Ï€ÏοσθÎτως και πάÏα πολÏν μισθόν (δεν μας Îδιδε και όσους μισθοÏÏ‚ μας καθυστεÏεί) — αυτό είναι (Î¹Î´Î¿Ï Ï€Î¿Î¯Î¿Î½ είναι) το φοβεÏόν, ÏŒÏ€ÎµÏ Ï…Ï€Îστητε εξ αιτίας μου, δυστÏχημα, διά το οποίον νομίζετε ότι εις κανÎνα μÎÏος (της γης) δεν Ï€ÏÎπει να με αφήσετε να ζω (ότι Ï€ÏÎπει να καταδικασθώ εις θάνατον). «ΤώÏα δε — σας εÏωτώ — πώς τάχα απÎÏχεσθε εντεÏθεν; Μη δεν αναχωÏείτε, Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¹ÎµÏ‡ÎµÎ¹Î¼Î¬ÏƒÎ±Ï„Îµ εδώ, Îχοντες αφθονώτατα τα Ï€Ïος διατÏοφήν σας, Îχοντες δ' επί πλÎον &(παÏαπανιστό)& μαζή σας και ÏŒ,τι ελάβατε από τον ΣεÏθην; Διότι παν ÏŒ,τι ελάβατε από τους πολεμίους το εξωδεÏατε. Και όλα αυτά τα ευτυχήματα απολαÏσατε χωÏίς οÏτε από τας τάξεις σας να ίδετε κανÎνα ν' αποθάνη, οÏτε ζώντας στÏατιώτας ν' απολÎσετε. »Εάν δ' Îχη από σας Ï€Ïαχθή και κάτι τι γενναίον και ευγενÎστατον εις τους κατά των εν τη Ασία βαÏβάÏων πολÎμους σας, άÏα γε και αυτό ακόμη μη δεν ανήκει εις σας ολόκληÏον, και εις τας Ï€ÏογενεστÎÏας σας ευκλείας μη δεν Ï€ÏοσεθÎσατε ήδη και άλλην εÏκλειαν, αυτήν: ότι και τους εν ΕυÏώπη ακόμη ΘÏάκας, καθ' ων εστÏατεÏσατε, ενικήσατε; Λοιπόν εγώ μεν φÏονώ ότι, δι' όσα είσθε δυσαÏεστημÎνοι εναντίον μου, δι' αυτά ακÏιβώς, ως δι' αγαθά (δωÏηθÎντα εις υμάς), θα ÎÏ€Ïεπε να ευχαÏιστήτε τους ΘεοÏÏ‚ δικαίως. »Και τοιαÏτα μεν πεÏίπου είναι όσα αφοÏοÏν υμάς. ΕμπÏός, λοιπόν, δι' όνομα ΘεοÏ, σκεφθήτε Ï„ÏŽÏα πώς Îχουν και τα κατ' εμÎ. Διότι εγώ, ότε μεν Ï€Ïο καιÏÎ¿Ï Îφευγα διά την πατÏίδα, απεχωÏιζόμην από σας με πολλά μεν εγκώμια εκ μÎÏους σας, με πολλήν δε, εξ αιτίας σας, δόξαν και τιμήν, εκ μÎÏους των λοιπών Ελλήνων. ΈχαιÏον δε και της εμπιστοσÏνης των Λακεδαιμονίων. Διότι (άλλως) δεν θα με απÎστελλον πάλιν Ï€Ïος υμάς. »ΤώÏα δε απÎÏχομαι συκοφαντημÎνος μεν από σας Ï€Ïος τους Λακεδαιμονίους, Ï€Ïος χάÏιν σας δε μισητός από τον ΣεÏθην, ον ήλπιζα, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Î½ καλομεταχειÏισθώ μαζή σας όπως Ï€ÏÎπει, να Îχω ως Îνα καλόν καταφÏγιον και δι' εμΠκαι διά τα Ï„Îκνα μου, εάν ποτε ήθελα αποκτήση τοιαÏτα. »Σεις δε, χάÏιν των οποίων τόσον Ï€Î¿Î»Ï ÎµÎ¼Î¹ÏƒÎ®Î¸Î·Î½, και μάλιστα από Ï€Î¿Î»Ï Î±Î½Ï‰Ï„ÎÏους μου, ((109) και Ï…Ï€ÎÏ Ï„Ï‰Î½ οποίων ουδΠτώÏα ακόμη Îπαυσα επιδιώκων παν ÏŒ,τι δÏναμαι καλόν και ωφÎλιμον, σεις, εν τοÏτοις, τοιαÏτην κακήν γνώμην Îχετε πεÏί εμοÏ. »Αλλ' εγώ μεν είμαι εις την διάθεσίν σας, όποτε θÎλετε. Διότι δεν σκÎπτομαι να φÏγω μήτε φανεÏά μήτε κÏυφά. Συλλογισθήτε όμως τι θα κάμετε. ((110) Εάν δε κάμετε όσα λÎγετε, μάθετε (Îχετε Ï…Ï€' όψει σας) ότι θα θανατώσετε άνθÏωπον, όστις Ï€Î¿Î»Ï Î¼ÎµÎ½ Ï…Ï€ÎÏ Ï…Î¼ÏŽÎ½ αγÏÏπνησε, Ï€Î¿Î»Ï Î´Îµ μαζή σας εκοπίασε και εÏÏιψοκινδÏνευσε και όταν ήτον εις τας τάξεις του στÏατεÏματος και όταν ήτο παÏάπλευÏος αυτοÏ, με την βοήθειαν δε των Θεών και Ï„Ïόπαια πολλά διά τας κατά βαÏβάÏων νίκας Îστησε μαζή σας, διά να μη γείνετε δ' εχθÏοί με κανÎνα εκ των Ελλήνων, επÎμεινεν (αντÎστη) με όλην του την δÏναμιν Ï€Ïος σας. »Και Ï€Ïαγματικώς σήμεÏα Îχετε όλον το ελεÏθεÏον να υπάγετε ανεπίληπτοι εις όποιο μÎÏος, είτε κατά γην, είτε κατά θάλασσαν, εκλÎξετε. Σεις δε, εις εποχήν καθ' ην σας Ï€ÏομηνÏεται μεγάλη ευτυχία, και αναχωÏείτε όπου ακÏιβώς Ï€Ïο Ï€Î¿Î»Î»Î¿Ï ÎµÏ€Î¹Î¸Ï…Î¼ÎµÎ¯Ï„Îµ να υπάγετε, Îχουν δε την ανάγκην σας οι ισχυÏότεÏοι εν τη εξουσία άνδÏες, μισθόν δε Ï€Ïόκειται (ελπίζετε) να λάβετε, και οι ως καλλίτεÏοι των Λακεδαιμονίων νομιζόμενοι ÎÏχονται διά να γείνουν αÏχηγοί σας, σεις, λÎγω, νομίζετε ότι Ï„ÏŽÏα Ï€Ïο πάντων ηÏÏατε τον κατάλληλον καιÏόν, διά να με φονεÏσετε το ταχÏτεÏον &(μια ÏŽÏα αÏχήτεÏα)&. »Άλλοτε όμως, ότε ευÏισκόμεθα εις μεγάλην δυστυχίαν, «ω πάντων μνημονικώτατοι» άνδÏες, ενομίζατε καλόν και πατÎÏα εμΠνα ονομάζετε και πάντοτε μου Ï…Ï€Îσχεσθε ότι θα μ' ενθυμήσθε ως ευεÏγÎτην σας. Βεβαίως δεν είναι ανεπιεικείς (Ï€Ïος εμÎ, όπως είσθε σεις,) ουδΠαυτοί ακόμη οι εÏχόμενοι σήμεÏον Ï€Ïος σας (Λακεδαιμόνιοι). Îστε, κατά την γνώμην μου, οÏτω συμπεÏιφεÏόμενοι Ï€Ïος εμÎ, φαίνεσθε ότι ουδΠαυτών των Λακεδαιμονίων είσθε καλλίτεÏοι». Και Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï€Îµ ταÏτα, εσιώπησε. ΧαÏμίνος δε ο Λακεδαιμόνιος εγεÏθείς είπε: «Μα τους ΔιοσκοÏÏους, όχι! δεν Îχετε δίκαιον, κατά την γνώμην μου, να οÏγίζεσθε κατά του ανδÏός αυτοÏ. Διότι και εγώ ο ίδιος δÏναμαι Ï…Ï€ÎÏ Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î½Î± μαÏÏ„Ï…Ïήσω. Διότι, όταν εγώ και ο ΠολÏνικος ηÏωτήσαμεν τον ΣεÏθην πεÏί του Ξενοφώντος, τι άνθÏωπος (τι λογής άνθÏωπος) ήτο, καμμίαν άλλην μομφήν δεν του Ï€Ïοσήψε παÏά μόνον ότι αγαπά πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ στÏατιώτας. Διό και τον βλάπτει (τον ζημιώνει) τοÏτο πεÏισσότεÏον (παÏά εάν δεν τους ηγάπα), Ï€Ïος όφελος ημών των Λακεδαιμονίων και του ΣεÏθου». ΕγεÏθείς μετ' αυτόν ΕυÏÏλοχος ο Λουσιάτης, ΑÏκάς, είπε: «Και βεβαίως νομίζω οÏθόν, ω άνδÏες Λακεδαιμόνιοι, το Ï€Ïώτον στÏατηγικόν σας ÎÏγον εις ημάς να ήναι τοÏτο: να εισπÏάξετε Ï€Ïος χάÏιν μας τον (Îτι οφειλόμενον) μισθόν από τον ΣεÏθην, είτε θÎλει, είτε όχι, Ï€Ïιν ή ακόμη αναχωÏήσωμεν εντεÏθεν &(Ï€Ïο του μας πάÏετε από 'δώ)&». ΠολυκÏάτης δε ο Αθηναίος είπε τα εξής άξια επαίνου ((111) Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î¿Ï… Ξενοφώντος. «Αλλ' όμως βλÎπω, ω άνδÏες, να ήναι εδώ παÏών και ο ΗÏακλείδης, όστις, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î±ÏÎλαβε τα με τόσους κόπους κεÏδηθÎντα Ï€Ïάγματα (λάφυÏα), διά να τα πωλήση, αυτός οÏτε εις τον ΣεÏθην, οÏτε εις ημάς επÎστÏεψε το εκ της πωλήσεως αντίτιμον, αλλά, κλÎψας (αυτό) ο ίδιος, το κατακÏατεί. Εάν, λοιπόν, σωφÏονώμεν, να τον πιάσωμεν, (διά να μας το δώση). Διότι Ï€Ïαγματικώς αυτός — Ï€ÏοσÎθηκε — δεν είναι ΘÏαξ, αλλ' Έλλην. Αλλ', αν και είναι Έλλην, Έλληνας αδικεί». ΑκοÏσας ταÏτα ο ΗÏακλείδης ετÏόμαξε. Και Ï€Ïοσελθών εις τον ΣεÏθην του είπε: «Ημείς, αν είμεθα φÏόνιμοι, Ï€ÏÎπει να φÏγωμεν από το μÎÏος αυτό, όπου οÏτοι (οι Έλληνες) επικÏατοÏν». Και, Î±Ï†Î¿Ï Î±Î½Îβησαν εις τους ίππους των, απεμακÏÏνθησαν φεÏγοντες δÏομαίοι εις το στÏατόπεδόν των. Κ' εντεÏθεν αποστÎλλει ο ΣεÏθης τον διεÏμηνÎα του ΑβÏοζÎλμην Ï€Ïος τον Ξενοφώντα με την εντολήν να τον παÏακαλÎση να μείνη διαÏκώς πλησίον του μαζή με χιλίους οπλίτας, του υπόσχεται δε να του δώση και τα παÏά την θάλασσαν μÎÏη και όσα άλλα του είχεν ήδη υποσχεθή. Εμπιστευτικώς δε να του είπη ότι Îμαθεν από τον ΠολÏνικον ότι, εάν (ποτε) πεÏιÎλθη εις την εξουσίαν των Λακεδαιμονίων, θα θανατωθή ασφαλώς υπό του ΘίβÏωνος. Και άλλοι δε πολλοί διεβίβαζαν τοιοÏτου είδους ειδήσεις εις τον Ξενοφώντα, ότι Îχει δηλαδή διαβληθή εις τους Λακεδαιμονίους και ότι Ï€ÏÎπει να φυλάσσεται. Ο δε Ξενοφών, ακοÏσας ταÏτα, Îλαβε δÏο σφάγια και, θυσιάζων αυτά εις τον Δία τον βασιλÎα, τον ηÏώτα ποίον εκ των δÏο είναι καλλίτεÏον και Ï€ÏοτεÏότεÏον: να μείνη πλησίον του ΣεÏθου υφ' ους ÏŒÏους οÏτος του επÏότεινεν, ή να φÏγη μαζή με το στÏάτευμα. Και ο Ζευς του απήντησε (του εφανÎÏωσε διά των σφαγίων) ότι Ï€ÏÎπει να φÏγη. Κεφάλαιον Îβδομον Μετά ταÏτα ο μεν ΣεÏθης, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€ÎµÏ‡Ï‰Ïίσθη, εστÏατοπÎδευσε Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î±ÎºÏÏτεÏα. Οι δ' Έλληνες κατεσκήνωσαν εις κώμας, από τας οποίας εσκόπευαν, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏομηθευθοÏν αφθονώτατα τα Ï€Ïος συντήÏησίν των, να κατÎλθουν εις την θάλασσαν. Αι δε κώμαι αÏται είχαν δωÏηθή από τον ΣεÏθην εις τον Μηδοσάδην. ΒλÎπων, λοιπόν, ο Μηδοσάδης ότι κατεδαπανάτο η εις τας κώμας πεÏιουσία του υπό των Ελλήνων, δυσηÏεστείτο (ελυπείτο). Και λαβών εκ των ΟδÏυσών άνδÏα Îχοντα μεγίστην δÏναμιν και επιÏÏοήν, Ï€ÏοεÏχόμενον δε εκ των από των οÏÎων άλλοτε κατελθόντων, και ιππείς Ï„Ïιάκοντα, ÎÏχεται Ï€Ïος τον Ξενοφώντα και τον καλεί πλησίον του, ÎμπÏοσθεν του Î•Î»Î»Î·Î½Î¹ÎºÎ¿Ï ÏƒÏ„ÏατεÏματος. Ο δε Ξενοφών, λαβών τινας εκ των λοχαγών και άλλους εκ των αÏμοδίων, Ï€ÏοσÎÏχεται. Τότε, λοιπόν, του λÎγει ο Μηδοσάδης: «ΔιαπÏάττετε αδικίαν, ω Ξενοφών, λεηλατοÏντες τας κώμας μας. Σας Ï€ÏοειδοποιοÏμεν, λοιπόν, εγώ μεν επ' ονόματι του ΣεÏθου, ο Î±Î½Î®Ï Î´Îµ οÏτος ως απεσταλμÎνος του εν τοις μεσογείοις βασιλÎως Μηδόκου, ότι Ï€ÏÎπει ν' αναχωÏήσετε εκ της χώÏας. Άλλως, δεν θα σας επιτÏÎψωμεν (να την λεηλατήτε), εάν δ' εξακολουθήτε να την βλάπτετε, θα σας αποδιώξωμεν ως πολεμίους». Ο δε Ξενοφών, ακοÏσας ταÏτα, είπεν: «Αλλ' εις σε μεν, λÎγοντα τοιαÏτα, και το ν' απαντήσω ακόμη το νομίζω δÏσκολον. ΧάÏιν του νεανίσκου τοÏτου μόνον θα είπω (ολίγας λÎξεις), διά να μάθη ποίοι είσθε σεις και ποίοι ημείς. Διότι ημείς μεν — είπε — Ï€Ïιν ή ακόμη συμμαχήσωμεν μαζή σας, εποÏευόμεθα διά της χώÏας αυτής όπου ηθÎλαμεν, άλλην μεν (εξ αυτής) λεηλατοÏντες, άλλην δε πυÏπολοÏντες κατά βοÏλησιν, συ δε, οσάκις ήÏχεσο Ï€Ïος ημάς ως Ï€Ïεσβευτής, κατεσκήνωνες (παÏÎμενες) πλησίον μας, χωÏίς να φοβήσαι κανÎνα εκ των πολεμίων. Σεις δε δεν ήÏχεσθε εις την χώÏαν ταÏτην, ή, εάν ποτε ήÏχεσθε, παÏεμÎνατε εις αυτήν ως εις χώÏαν ισχυÏοτÎÏων σας με τους ίππους φÎÏοντας τους χαλινοÏÏ‚ των &(χωÏίς οÏτε καν να βγάλετε τα γκÎμια απ' τάλογά σας).& Â«Î‘Ï†Î¿Ï Î´' εγείνατε φίλοι μας και εξ αιτίας μας, τη βοηθεία των Θεών, Îχετε υπό την εξουσίαν σας την χώÏαν ταÏτην, Ï„ÏŽÏα πλÎον μας εκδιώκετε εξ αυτής, ην παÏ' ημών, καθ' ολοκληÏίαν κατόχων και κυÏίων της, παÏελάβατε. Διότι, όπως συ ο ίδιος γνωÏίζεις, οι πολÎμιοι ήσαν ανίκανοι να μας εκδιώξουν. «Και όχι μόνον, χωÏίς να μας δώσης δώÏα και να μας ευεÏγετήσης αντί των ευεÏγεσιών άς Îλαβες, Îχεις την αξίωσιν να μας αποπÎμψης, αλλ' ουδΠνα κατασκηνώσωμεν εδώ (για λίγο καιÏÏŒ) μας επιτÏÎπεις, απαγοÏεÏων τοÏτο αυστηÏότατα, ακÏιβώς ενώ είμεθα Îτοιμοι να φÏγωμεν. »Και λÎγεις ταÏτα χωÏίς να αισχÏνεσαι οÏτε τους ΘεοÏÏ‚, οÏτε τον άνδÏα αυτόν εδώ, όστις σήμεÏον μεν σε βλÎπει πλοÏσιον, Ï€Ïιν ή δε γείνης σÏμμαχός μας, απÎζης εκ της ληστείας, ως συ ο ίδιος το ωμολόγησες. »Αλλά διατί ακÏιβώς εις εμΠπÏοτείνεις ταÏτα; — είπε — Διότι εγώ βÎβαια δεν είμαι αÏχηγός πλÎον του στÏατοÏ, αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι, εις τους οποίους σεις τον παÏεδώσατε, διά να τον απομακÏÏνουν εκ της χώÏας ταÏτης, χωÏίς οÏτε καν να με Ï€ÏοσκαλÎσετε (ότε τον παÏεδίδετε), ω θαυμασιώτατοι. Διότι (είχατε Ï…Ï€' όψει σας ότι, εάν με Ï€Ïοσεκαλείτε), καθώς, ότε ωδήγουν πλησίον σας το στÏάτευμα (ότε ήμην με το μÎÏος σας), εμισοÏμην υπό των Λακεδαιμονίων, οÏτω και Ï„ÏŽÏα θα τους ήμην ευάÏεστος, επιστÏÎφων τοÏτο (θÎτων τοÏτο εις την διάθεσίν των)». Î‘Ï†Î¿Ï Î®ÎºÎ¿Ï…ÏƒÎµ ταÏτα ο ΟδÏÏσης είπεν: «Εγώ μεν, ω Μηδοσάδη, ακοÏων ταÏτα, καταβυθίζομαι (εξαφανίζομαι) υπό την γην εξ εντÏοπής &(θα ήθελα ν' ανοίξη η γης να με καταπιή απ' τη ντÏοπή μου)&. Και εάν μεν εγνώÏιζα εκ των Ï€ÏοτÎÏων (τι θ' ακοÏσω εδώ), οÏτε καν ήθελα σε ακολουθήση. Και Ï„ÏŽÏα Ï€ÏÎπει να φÏγω. Διότι ουδΠο Μήδοκος ο βασιλεÏÏ‚ θα με επήνει, εάν απεδίωκον &(από 'δώ)& τους ευεÏγÎτας (μας)». Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï€Îµ ταÏτα, ανÎβη εις τον ίππον του κ' Îφυγε, και μαζή του και οι άλλοι ιππείς εκτός τεσσάÏων ή Ï€Îντε. Ο δε Μηδοσάδης, διότι του επÏοξÎνει λÏπην η (υπό των στÏατιωτών του Ξενοφώντος) λεηλασία της χώÏας, παÏεκάλει τον Ξενοφώντα να Ï€ÏοσκαλÎση τους Λακεδαιμονίους (απεσταλμÎνους). Και ο Ξενοφών, Î±Ï†Î¿Ï Îλαβε τους καταλληλοτÎÏους (του στÏατοÏ), Ï€Ïοσήλθε εις τον ΧαÏμίνον και τον ΠολÏνικον, εις τους οποίους ανήγγειλεν ότι τους Ï€Ïοσκαλεί ο Μηδοσάδης, διά να τους είπη όσα και εις αυτόν είπεν, ότι δηλαδή Ï€ÏÎπει να φÏγουν εκ της χώÏας. «Λοιπόν — Ï€ÏοσÎθηκεν — Îχω την ιδÎαν ότι ηδÏνασθε να λάβετε τον Îτι οφειλόμενον εις τον στÏατόν μισθόν, εάν του είπητε ότι ο στÏατός σάς παÏεκάλεσε να τον βοηθήσετε εις την είσπÏαξιν του Î¼Î¹ÏƒÎ¸Î¿Ï Î±Ï€ÏŒ τον ΣεÏθην, είτε θÎλει οÏτος (να τον δώση), είτε όχι, και ότι σας υπεσχÎθη (ο στÏατός) ότι, εάν ήθελεν επιτÏχη τοÏτο, Ï€ÏοθÏμως θα σας ηκολοÏθει. Και ακόμη ότι φÏονείτε πως Îχει δίκαιον, και ότι του υπεσχÎθητε ότι τότε μόνον θ' αναχωÏήση εντεÏθεν, όταν (τελείως) αναγνωÏισθή το δίκαιόν του». ΑκοÏσαντες οι Λάκωνες ταÏτα, είπαν ότι θα του ειποÏν και άλλα ακόμη, όσον τους είναι δυνατόν καλλίτεÏα. Και αμÎσως ξεκίνησαν Îχοντες μαζή των και όλους τους ανωτÎÏους του στÏÎ±Ï„Î¿Ï Î±Î¾Î¹Ï‰Î¼Î±Ï„Î¹ÎºÎ¿ÏÏ‚. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ ήλθαν, είπεν ο ΧαÏμίνος τα εξής: «Εάν μεν, ω Μηδοσάδη, Îχης να μας είπης τίποτε, ειπΠτο, άλλως Îχομεν (να σου είπωμεν) ημείς». Ο δε Μηδοσάδης με πολλήν συστολήν απήντησεν: «Αλλ' εγώ μεν και ο ΣεÏθης Îχομεν την αυτήν γνώμην, ότι δηλαδή αξιοÏμεν εκείνοι οίτινες μας Îγειναν φίλοι ((112) να μη βλάπτωνται από σας. Διότι κάθε κακόν, που ηθÎλατε κάμη εις αυτοÏÏ‚, εις ημάς πλÎον το κάμνετε, Î±Ï†Î¿Ï Î®Î´Î· υπάγονται οÏτοι υπό την δικαιοδοσίαν μας». «Διά τοÏτο, λοιπόν, είπαν οι Λάκωνες, τότε μόνον ημείς θ' αναχωÏήσωμεν, όταν εκείνοι, οίτινες σας Îβλαψαν, λάβουν τον μισθόν των. Άλλως, είμεθα Îτοιμοι να Îλθωμεν και Ï„ÏŽÏα ακόμη εις βοήθειάν των, να τιμωÏήσωμεν δ' όλους εκείνους, οίτινες, παÏά τους δοθÎντας ÏŒÏκους, τους ηδίκησαν. Εάν δε μάλιστα και σεις οι ίδιοι ήσθε εκ των αδικησάντων αυτοÏÏ‚, θ' αÏχίσωμεν ευθÏÏ‚ αμÎσως από 'δώ να λαμβάνωμεν τα δίκαιά μας». ((113) Ο δε Ξενοφών είπε: «Θα ηθÎλατε άÏα γε, ω Μηδοσάδη, να επιτÏÎψετε εις εκείνους, εις την χώÏαν των οποίων ευÏισκόμεθα (στÏατοπεδεÏομεν), Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Ï€Î±Ï„Îµ ότι οÏτοι είναι φίλοι σας, να ψηφίσουν αν σεις ή ημείς Ï€ÏÎπει να φÏγωμεν εκ της χώÏας ταÏτης; Ο δε Μηδοσάδης εις το εÏώτημα μεν τοÏτο δεν απήντησε. ΠαÏεκάλει δε, Ï€Ïο πάντων μεν αυτοί οÏτοι οι Λάκωνες να Îλθουν εις τον ΣεÏθην ως Ï€Ïος το ζήτημα του μισθοÏ. Έλεγε δε ότι εφÏόνει πως θα καταπείσουν πεÏί Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Î½ ΣεÏθην. Άλλως, ν' αποστείλουν μαζή του τον Ξενοφώντα, και Ï…Ï€Îσχετο ότι και αυτός επί τοÏτω θα συνÎÏ€Ïαττε. ΠαÏεκάλει δε να μη κατακαίουν τας κώμας. Μετά ταÏτα αποστÎλλουν τον Ξενοφώντα και μαζή του και όσους ενόμιζαν ότι ήσαν διά τον σκοπόν αυτόν οι καταλληλότεÏοι. Ο δε Ξενοφών ελθών λÎγει Ï€Ïος τον ΣεÏθην: «ΈÏχομαι, ω ΣεÏθη, όχι διά να σου ζητήσω τίποτε, αλλά διά να σου αποδείξω, αν ημποÏÏŽ, ότι ουχί δικαίως με αποστÏÎφεσαι, διότι, χάÏιν των στÏατιωτών, απήτουν με ζήλον από σε όσα τους είχες υποσχεθή. »Διότι εγώ τουλάχιστον ενόμιζα ότι όχι ολιγώτεÏον συμφÎÏον είναι διά σε να επιστÏÎψης όσα τους οφείλεις, παÏά το να λάβουν οι στÏατιώται όσα υπό σου οφείλονται. »Διότι Ï€Ïώτον μεν γνωÏίζω ότι, ÏστεÏα από τους ΘεοÏÏ‚, οÏτοι είναι εκείνοι οίτινες σε ανÎδειξαν, επειδή σ' Îκαμαν βασιλÎα πολλής χώÏας και πολλών ανθÏώπων. Îστε δεν σου είναι δυνατόν πλÎον να μÎνης απαÏατήÏητος, οÏτε όταν κάμνης καλόν τι, οÏτε όταν κάμνης κακόν τι εις την χώÏαν σου. Â»Î Î¿Î»Ï Î¼ÎµÎ½ σπουδαίον ενόμιζα εγώ το να μην αποφασίσης (εγκÏίνης), τοιαÏτης πεÏιωπής ων ανήÏ, να αποπÎμψης αχαÏίστως από την χώÏαν σου εκείνους οίτινες σε ευεÏγÎτησαν, επίσης δε σπουδαίον το να ακοÏεται από εξακισχιλίους ανθÏώπους ευφήμως το όνομά σου, εξ όλων δε σπουδαιότεÏον το να ήσαι καθ' ολοκληÏίαν αξιόπιστος εις ÏŒ,τι λÎγεις και υπόσχεσαι. »Διότι των μεν αναξιοπίστων οι λόγοι βλÎπω να φÎÏωνται πάντοτε εδώ κ' εκεί, άνευ ουδεμιάς αξίας και δυνάμεως και υπολήψεως και τιμής. Οι λόγοι δ' εκείνων, οίτινες ολοφάνεÏα λÎγουν και Ï€Ïάττουν την αλήθειαν, δεν δÏνανται, εις οιανδήποτε πεÏίπτωσιν ανάγκης και αν ευÏεθοÏν οÏτοι, να κατοÏθώσουν ολιγώτεÏα των όσα κατοÏθώνει άλλων (ανθÏώπων) η βία. Και εάν ακόμη θÎλουν να σωφÏονίσουν τινάς (οι λÎγοντες και Ï€Ïάττοντες την αλήθειαν), είμαι εις θÎσιν να γνωÏίζω ότι αι (Ï€Ïος μÎλλουσαν τιμωÏίαν) απειλαί των δεν σωφÏονίζουν ολιγώτεÏον από την ήδη συντελουμÎνην τιμωÏίαν άλλων. Και εάν (απλώς) υπόσχωνταί τι είς τινα οι τοιοÏτοι άνδÏες, δεν κατοÏθώνουν ολιγώτεÏα εκείνων, οίτινες αμÎσως δίδουν (ÏŒ,τι υπεσχÎθησαν). «Ενθυμήθητι δε και συ τι Ï€ÏοκατÎβαλες &(ποια ήτανε τα φόντα σου)&, όταν μας Îκανες συμμάχους σου. ΓνωÏίζεις βÎβαια ότι ουδÎν απολÏτως (Ï€ÏοκατÎθεσες ως βάσιν της συμμαχίας ταÏτης). Επειδή όμως επιστεÏθης ότι θα Ï€Ïαγματοποιήσης όσα υπεσχÎθης, παÏÎσυÏες τόσους ανθÏώπους εις το να εκστÏατεÏσουν μαζή σου και σου παÏασκευάσουν μετά τόσου κόπου την, ην κατÎχεις σήμεÏον, αÏχήν, αξίαν ουχί μόνον Ï„Ïιάκοντα ταλάντων, όσα δηλαδή νομίζουν οÏτοι ότι Ï€ÏÎπει σήμεÏα από σε να λάβουν, αλλά Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσοτÎÏων. »Λοιπόν, κατ' αÏχάς μεν η αξιοπιστία σου, αυτή, ήτις σου παÏεσκεÏασε την σημεÏινήν βασιλικήν σου εξουσίαν, είναι εκείνη ήτις επωλήθη αντί Ï„Ïιάκοντα ταλάντων. »Έλα Ï„ÏŽÏα, ενθυμήσου πόσον μÎγα ενόμιζες τότε το να επιτÏχης όσα σήμεÏον Îχεις υπό την κυÏιότητά σου. Εγώ μεν γνωÏίζω καλώς ότι θα επεθÏμεις να κατοÏθώσης μάλλον όσα μÎχÏι σήμεÏον Îγειναν, παÏά να εισπÏάξης πεÏισσότεÏα των χÏημάτων τοÏτων. «Διά τοÏτο, λοιπόν, νομίζω ότι είναι επιζημιώτεÏον και μάλλον επαίσχυντον το να μη κÏατήση τις σήμεÏα τα χÏήματα αυτά, παÏά το να μη τα αποκτήση τότε. ((114) Όσω ακÏιβώς δυσαÏεστότεÏον είναι το να γείνη τις από πλοÏσιος Ï€Îνης παÏά το να μην ήναι πλοÏσιος από την αÏχήν, και όσω λυπηÏότεÏον το να καταντήση τις από βασιλεÏÏ‚ ιδιώτης παÏά το να μην ήναι ευθÏÏ‚ εξ αÏχής βασιλεÏÏ‚. »Λοιπόν, γνωÏίζεις μεν Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ ότι εκείνοι οίτινες Îγειναν σήμεÏον υπήκοοί σου, ουχί βÎβαια χάÏιν της φιλίας σου επείσθησαν να άÏχωνται από σε, αλλ' Îνεκα ανάγκης, και ότι και πάλιν θα Ï€Ïοσεπάθουν να ελευθεÏωθοÏν από τας χείÏας σου εάν κανείς πλÎον δεν τους κατείχε φόβος. »Διά ποίαν, λοιπόν, εκ των δÏο (επομÎνων) υποθÎσεων νομίζεις ότι θα σ' εφοβοÏντο οÏτοι πεÏισσότεÏον και θα ήσαν ευπειθÎστεÏοι Ï€Ïος σε: εάν Îβλεπαν να διάκηνται οÏτω Ï€Ïος σε οι στÏατιώται, ώστε σήμεÏα μεν να αναπαÏωνται, εάν συ το ήθελες, αÏÏιον δε πάλιν με Ï€Ïοθυμίαν να ÎÏχωνται &(κοντά σου)&, εάν παÏίστατο ανάγκη, άλλοι δε (εκ των υπηκόων σου), πολλά καλά παÏ' αυτών πεÏί σου μανθάνοντες, ταχÎως να Ï„ÏÎχουν πλησίον σου, όποτε θα ήθελες — ή — εάν εσχημάτιζαν την (διά σε) δυσμενεστάτην αυτήν γνώμην: ότι δεν θα σ' επλησίαζε πλÎον του Î»Î¿Î¹Ï€Î¿Ï ÎºÎ±Î½ÎµÎ¯Ï‚ εξ ελλείψεως, δι' όσα σήμεÏον συνÎβησαν, ((115) εμπιστοσÏνης, και ότι οι στÏατιώται θα ήσαν πλειότεÏον αυτών ((116) φίλοι παÏά σου: »Αλλ' όμως είναι βÎβαιον ότι ουδόλως υπετάγησαν εις σε, διότι υπελείφθησαν ημών κατά το πλήθος (των στÏατιωτών) αλλά διότι εστεÏοÏντο Ï€Ïοστατών. ΕπομÎνως υπάÏχει και ο εξής κίνδυνος επί του παÏόντος: μήπως λάβουν ως Ï€Ïοστάτας των τινάς εξ αυτών τοÏτων, οίτινες νομίζουν ότι ηδικήθησαν υπό σου, ή και ισχυÏοτÎÏους αυτών ακόμη, τους Λακεδαιμονίους, εάν οι μεν στÏατιώται υπόσχωνται εις αυτοÏÏ‚ (τους Λακεδαιμονίους, ότι θα εκστÏατεÏσουν μαζί) των Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÏοθυμότεÏον, αν οÏτοι (οι Λακεδαιμόνιοι) εισπÏάξουν σήμεÏα από σε τα οφειλόμενα, οι δε Λακεδαιμόνιοι, επειδή ήδη Îχουν ανάγκην του στÏατοÏ, (εάν) συναινÎσουν εις ÏŒ,τι τους Ï€Ïοτείνουν (οι στÏατιώται). »Ότι όμως οι πεÏιελθόντες σήμεÏον υπό την εξουσίαν σου ΘÏάκες Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÏοθυμότεÏον ήθελαν βαδίση εναντίον σου παÏά μαζή σου, τοÏτο βεβαίως είναι φανεÏόν. Διότι, εφ' όσον μεν συκυÏιαÏχείς, οÏτοι θα ήναι υπό δουλείαν, όταν δε συ υποταχθής, θα ήναι ελεÏθεÏοι. »Εάν δε Ï€ÏÎπη να λάβης πλÎον και κάποιαν Ï€Ïόνοιαν Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ χώÏας ως χώÏας ιδικής σου, κατά ποίον εκ των δÏο τοÏτων Ï„Ïόπων νομίζεις ότι θα ήτον αÏτη μάλλον απηλλαγμÎνη ενοχλήσεων: εάν οι στÏατιώται, λαμβάνοντες τον μισθόν, δι' ον παÏαπονοÏνται, αφήνοντες δε την χώÏαν εν ειÏήνη, φÏγουν, ή εάν και αυτοί μείνουν εδώ ως εις χώÏαν εχθÏικήν και συ αποπειÏαθής με άλλους Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσοτÎÏους τοÏτων (των στÏατιωτών), Îχοντας δε απόλυτον ανάγκην των Ï€Ïος συντήÏησίν των, να στÏατοπεδεÏσης απÎναντι των (ως πολÎμιος); »Κατά ποίον δ' εκ των εξής δÏο Ï„Ïόπων ήθελαν καταναλωθή πεÏισσότεÏα χÏήματα; εάν επιστÏÎψης εις αυτοÏÏ‚ (τους στÏατιώτας) όσα τους οφείλεις, ή εάν και αυτά οφείλωνται και άλλους Ï€Î¿Î»Ï Î¹ÏƒÏ‡Ï…ÏοτÎÏους τοÏτων παÏαστή ανάγκη να μισθώσης; »Αλλ' ο ΗÏακλείδης νομίζει, καθώς μου Îλεγεν, ότι είναι πάÏα πολλά (τα οφειλόμενα) αυτά χÏήματα. Î Ïάγματι όμως Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î»Î¹Î³Ï‰Ï„ÎÏαν σημασίαν Îχει Ï„ÏŽÏα διά σε και να τα κÏατήσης και να τα επιστÏÎψης, παÏά να Îδιδες μόνον, Ï€Ïιν ή ακόμη Îλθωμεν εις την χώÏαν σου, το δÎκατον των χÏημάτων τοÏτων. ((117) Διότι δεν είναι ο αÏιθμός ο οÏίζων το Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î¹ το ολίγον, αλλ' η χÏηματική δÏναμις του πληÏώνοντος και του λαμβάνοντος. Τα κατ' Îτος δε εισοδήματά σου θα ήναι από σήμεÏον Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏα εκείνων τα οποία είχες μÎχÏι τοÏδε. ((118) »Εγώ μεν, ω ΣεÏθη, εν τη πεποιθήσει ότι είσαι φίλος μου, ελάμβανα τοιαÏτας φÏοντίδας πεÏί σου, όπως και συ φανής άξιος των αγαθών, τα οποία οι θεοί σου εδώÏησαν, και εγώ μη χάσω την, ην απÎκτησα, εν τω στÏατεÏματι αγαθήν υπόληψιν. »Διότι γνώÏιζε καλώς &(μάθε)& ότι σήμεÏα εγώ οÏτε, και αν ήθελα, θα ηδυνάμην να βλάψω με τον στÏατόν αυτόν οιονδήποτε εχθÏόν μου, οÏτε, εάν ήθελα και πάλιν να σε βοηθήσω, θα ήμην ικανός Ï€Ïος τοÏτο. Διότι τοιαÏται είναι αι Ï€Ïος με διαθÎσεις του στÏατοÏ. »Αν και σε τον ίδιον, μαζή με τους επίσης γνωÏίζοντας τα Ï€Ïάγματα ΘεοÏÏ‚, επικαλοÏμαι μάÏÏ„Ï…Ïας ότι οÏτε Îλαβα τίποτε από σε, διά να το δώσω εις τους στÏατιώτας, οÏτε σου εζητησά ποτε διά λογαÏιασμόν μου ÏŒ,τι εις αυτοÏÏ‚ ανήκει, οÏτε ποτΠαπήτησα να μου δώσης όσα μου υπεσχÎθης. »Σου οÏκίζομαι δε ότι, και εάν ακόμη μου τα Îδιδες, δεν θα τα εδεχόμην, παÏά μόνον όταν θα επÏόκειτο να λάβουν συγχÏόνως και οι στÏατιώται όσα τους οφείλονται. Διότι θα ήτο δι' εμΠεπονείδιστον, τας μεν ιδικάς μου υποθÎσεις να ετελείωνα (κατώÏθωνα) όπως ήθελα, τας ιδικάς των δε, τας μη εις ευχάÏιστον ευÏισκομÎνας θÎσιν, να παÏÎβλεπα, ενώ μάλιστα (ακόμη) με υπολήπτονται. »Αν και ο ΗÏακλείδης είναι βÎβαια της γνώμης ότι όλα τα Ï€Ïάγματα (του κόσμου τοÏτου), παÏαβαλλόμενα Ï€Ïος την διά παντός Ï„Ïόπου απόκτησιν χÏημάτων, είναι ανάξια Ï€Ïοσοχής. Εγώ όμως, ω ΣεÏθη, νομίζω ότι διά τον άνδÏα, Ï€Î¿Î»Ï Î´Îµ πεÏισσότεÏον διά τον άÏχοντα, κανÎνα απολÏτως Ï€Ïάγμα («κτήμα») δεν είναι καλλίτεÏον, ουδΠλαμπÏότεÏον από την ηθικήν και την δικαιοσÏνην και την ευγÎνειαν του φÏονήματος. »Διότι ο Îχων τας αÏετάς αυτάς είναι μεν πλοÏσιος, επειδή πεÏιβάλλεται πάντοτε από αγαπώντας φίλους, είναι δε πλοÏσιος ακόμη, επειδή και άλλοι θÎλουν να του γείνουν (φίλοι). ((119) Και ευτυχών μεν οÏτος, Îχει τους ευφÏανθησομÎνους διά την ευτυχίαν του, εάν δε κάμη κανÎνα σφάλμα, δεν στεÏείται φίλων, ετοίμων να Ï„ÏÎξουν εις βοήθειάν του. »Αλλ' Îχω και κάτι άλλο να σου Ï€ÏοσθÎσω, τοÏτο: Εάν οÏτε από τα ÎÏγα μου ακόμη δεν επείσθης ότι ήμην από μÎσα από την ψυχήν μου φίλος σου, βεβαίως οÏτε Ï„ÏŽÏα από τους λόγους μου θα ημποÏÎσης να πεισθής εις τοÏτο. Πάντως όμως τους λόγους των στÏατιωτών λάβε καλά Ï…Ï€' όψει σου. »Διότι ήσο παÏών και ήκουες όσα Îλεγαν εκείνοι οίτινες ήθελαν να με ψÎξουν. Με κατηγοÏοÏν — ως ενθυμείσαι — Ï€Ïος τους Λακεδαιμονίους, ότι επÏοτίμων τα συμφÎÏοντά σου από τα των Λακεδαιμονίων, οÏτοι δε πάλιν είχαν ξεχωÏιστά παÏάπονα εναντίον μου, ότι δηλ. πεÏισσότεÏον ενδιαφεÏόμην και εφÏόντιζα όπως ευοδοÏνται αι υποθÎσεις σου παÏά αι ιδικαί των. Είπαν δε, Ï€Ïος τοις άλλοις, ότι Îλαβα και δώÏα από σε. »Και όμως — (σ' εÏωτώ) — εις ποίαν εκ των δÏο τοÏτων πεÏιπτώσεων νομίζεις ότι με κατηγοÏοÏν πως Îλαβα από σε τα δώÏα αυτά; Όταν οÏτοι ενεβλÎπαν εις εμΠκάποιαν Ï€Ïος σε ÎχθÏαν και δυσμÎνειαν ή όταν εκατάλαβαν εκ μÎÏους μου πολλήν πεÏί το άτομόν σου Ï€Ïοθυμίαν; »Εγώ μεν φÏονώ ότι όλοι οι άνθÏωποι νομίζουν ότι χάÏιν εκείνου μόνον Ï€ÏÎπει ν' αποταμιεÏεται εÏνοια, ((120) παÏά του οποίου ήθελε τις λάβη δώÏα. Συ δε, Ï€Ïιν μεν σε υπηÏετήσω εγώ εις ÏŒ,τι δήποτε, με υπεδÎχθης φιλοφÏόνως και με βλÎμματα &(και με γλυκοματιαίς)& και με λόγους και με γεÏματα, και δεν εχόÏταινες διαÏκώς να μου υπόσχεσαι όσα ποτΠδώÏα θα μου Îδιδες. Î‘Ï†Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ κατώÏθωσες όσα ήθελες, και Îγεινες, όσον μου επÎÏ„Ïεπαν αι δυνάμεις, μÎγας (και Ï„Ïανός), τολμάς Ï„ÏŽÏα, ότε απώλεσα κάθε εν τω στÏατώ υπόληψιν, ((121) να με πεÏιφÏονής. »Αλλά μ' όλα ταÏτα, ότι θα κÏίνης, επί Ï„Îλους, νόμιμον να επιστÏÎψης (τα οφειλόμενα), πιστεÏω ότι και ο χÏόνος θα σου το διδάξη και, συ ο ίδιος, βÎβαια, δεν θ' ανεχθής να βλÎπης παÏαπονουμÎνους Ï€Ïος σε εκείνους, οίτινες σου Ï€ÏοσÎφεÏαν μόνοι των ευεÏγεσίαν. Σε παÏακαλώ, λοιπόν, όταν τα επιστÏÎψης, να Ï€Ïοθυμοποιηθής να με παÏαδώσης εις τους στÏατιώτας τοιοÏτον οποίον Ï€Ïάγματι με παÏÎλαβες (απ' όλους δηλ. τιμώμενον)». Î‘Ï†Î¿Ï Î®ÎºÎ¿Ï…ÏƒÎµ τους λόγους αυτοÏÏ‚ ο ΣεÏθης, αναθεμάτισεν εκείνον όστις Îγεινεν αφοÏμή να μην επιστÏÎψη Ï€Ïο Ï€Î¿Î»Î»Î¿Ï ÎµÎ¹Ï‚ τους στÏατιώτας τον μισθόν των. Και όλοι υπώπτευσαν ότι ο αίτιος είναι ο (πεÏίφημος εκείνος) ΗÏακλείδης. «Διότι εγώ — είπεν ο ΣεÏθης — οÏτε καν εσκÎφθην ποτΠν' αÏνηθώ την πληÏωμήν του Î¼Î¹ÏƒÎ¸Î¿Ï Ï„Ï‰Î½. Και (να ήσαι βÎβαιος ότι) θα τον πληÏώσω». Ένεκα τοÏτου είπε πάλιν ο Ξενοφών: «ΑφοÏ, λοιπόν, σκÎπτεσαι να τον πληÏώσης, τότε σε παÏακαλώ να τον πληÏώσης δι' εμοÏ, και να μη παÏαβλÎψης ότι εξ αιτίας σου πεÏιήλθα εις εντελώς διαφοÏετική θÎσιν εν τω στÏατώ και Ï„ÏŽÏα και όταν ήλθαμεν Ï€Ïο σε». Ο δε ΣεÏθης απήντησεν: «Αλλά δεν πιστεÏω ότι εξ αιτίας μου θα χάσης πεÏισσότεÏον την παÏά τω στÏατώ υπόληψίν σου, και αν θελήσης να μείνης πλησίον μου με χιλίους μόνον οπλίτας, εγώ (τότε) και τα (παÏά την θάλασσαν) μÎÏη και όσα άλλα σου υπεσχÎθην θα σου δώσω». Ο δε Ξενοφών απήντησε και πάλιν: «Αυτά μεν που μου Ï€Ïοτείνεις δεν είναι δυνατόν να γείνουν. ΆφησΠμας δε ν' αναχωÏήσωμεν». «Και όμως — απήντησεν ο ΣεÏθης — γνωÏίζω ότι και ασφαλÎστεÏον είναι διά σε να μÎνης πλησίον μου παÏά να αναχωÏήσης». Ο δε Ξενοφών ανταπήντησεν: «Αλλά διά μεν τας πεÏί ÎµÎ¼Î¿Ï Ï†Ïοντίδας σου σ' ευχαÏιστώ. Ουχ' ήττον μου είναι απολÏτως αδÏνατον να μείνω. Όπου δ' εγώ θα ήμην πεÏισσότεÏον (παÏά εν ΘÏάκη) ευυπόληπτος, Îχε Ï…Ï€' όψει σου ότι τοÏτο θα ήναι και διά σε καλόν». Μετά ταÏτα του απαντά ο ΣεÏθης: «ΧÏήματα μεν δεν Îχης παÏά ελάχιστα Ï€Ïάγματα. Σου δίδω δε μόνον ÏŒ,τι ημποÏÏŽ: Îνα τάλαντον. Βόας δε εξακοσίους και Ï€Ïόβατα Îως Ï„ÎσσαÏας χιλιάδας και αιχμαλώτους ως εκατόν είκοσιν. Î‘Ï†Î¿Ï Ï€Î¬Ïης αυτά και Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïοσλάβης ακόμη και τους ομήÏους εκείνων που σε Îβλαψαν, πήγαινε». Γελάσας ο Ξενοφών απήντησεν: «Εάν, λοιπόν, όσα μου δίδεις διά τον μισθόν, δεν εξαÏκοÏν, διά ποίαν μου Ï€Ïάξιν θα είπω (εις τους στÏατιώτας) ότι Îλαβα το τάλαντον; ΆÏα γε δεν είναι Ï€ÏοτιμότεÏον, επειδή και επικίνδυνον είναι (να λάβω το τάλαντον), Î±Ï†Î¿Ï Î¼Î¬Î»Î¹ÏƒÏ„Î± σκοπεÏω να επιστÏÎψω εις την πατÏίδα μου, να Ï€Ïοφυλάττωμαι από τους λίθους των στÏατιωτών; Τας κατ' ÎµÎ¼Î¿Ï Î´Îµ απειλάς θα Îχης μάθη, άλλως τε». ((122) Και την ημÎÏαν μεν, λοιπόν, εκείνην Îμεινε πλησίον του ΣεÏθου. Την δ' επομÎνην και όσα είχεν υποσχεθή τους Îδωκε και όσους είχαν συλληφθή ως αιχμάλωτοι απÎστειλε μαζή (εις το Ελληνικόν στÏατόπεδον). Οι δε στÏατιώται μÎχÏι μεν της στιγμής εκείνης Îλεγαν ότι ο Ξενοφών ανεχώÏησε, διά να εγκατασταθή παÏά τον ΣεÏθην, και ότι θα λάβη όσα του είχεν υποσχεθή. Άμα όμως τον είδαν, ευχαÏιστήθησαν και ÎÏ„Ïεξαν όλοι Ï€Ïος αυτόν. Ο δε Ξενοφών, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Î´Îµ τον ΧαÏμίνον και τον ΠολÏνικον, τους είπεν: Αυτά (που βλÎπετε) είναι όσα κατώÏθωσα να φÎÏω Ï€Ïος χάÏιν σας (σώα και αβλαβή) διά τον στÏατόν, και σας τα παÏαδίδω. Σεις δε, Î±Ï†Î¿Ï ÎºÎ±Ï„Î±Î»Î»Î®Î»Ï‰Ï‚ τα πωλήσετε, διαμοιÏάσατε το εκ της πωλήσεως χÏήμα εις τους στÏατιώτας». Και αυτοί μεν, λοιπόν, παÏαλαβόντες ταÏτα και τοποθετήσαντες λαφυÏοπώλας τα επώλουν, και Ï€Î¿Î»Ï (διά τον Ï„Ïόπον της πωλήσεως) εκατηγοÏοÏντο. Ο δε Ξενοφών δεν τους επλησίαζεν, αλλ' ενώπιον όλων Ï€Ïοετοιμάζεται ν' αναχωÏήση εις την πατÏίδα του. Διότι δεν είχεν ακόμη καταδικασθή εν Αθήναις εις φυγάδευσιν. Ελθόντες δε Ï€Ïος αυτόν οι εν τω στÏατοπÎδω Îχοντες δÏναμίν τινα οπωσδήποτε και κÏÏος, τον παÏεκάλουν να μην αναχωÏήση, Ï€Ïιν ή ακόμη απομακÏÏνη εντεÏθεν τον στÏατόν και τον παÏαδώση εις τον ΘίμβÏωνα. Κεφάλαιον όγδοον Εκ της ΘÏάκης διÎπλευσαν εις την Λάμψακον και (ενταÏθα) συναντά τον Ξενοφώντα ο μάντις Ευκλείδης ο Φλιάσιος, ο υιός του ζωγÏάφου ΚλεαγόÏου, όστις Îχει ζωγÏαφήση εικόνας ενυπνίων εις το (εν Αθήναις γυμνάσιον, το ονομαζόμενον) ΛÏκειον. ΟÏτος συνευχαÏιστείτο με τον Ξενοφώντα επί διασώσει του και τον ηÏώτα πόσα χÏήματα Îχει. Ο δε Ξενοφών, οÏκισθείς εις τους ΘεοÏÏ‚, απήντησεν ότι δεν θα Îχη αληθώς ουδΠτα αναγκαιοÏντα διά την εις την πατÏίδα του επιστÏοφήν χÏήματα, εάν δεν πωλήση τον ίππον του και όσα άλλα πεÏιττά Îχει (και τας αποσκευάς του). Εκείνος δε δεν τον επίστευεν. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ οι κάτοικοι της Λαμψάκου απÎστειλαν εις τον Ξενοφώντα τα επί τη αφίξει του εις την πόλιν των φιλοξενίας δώÏα, και ηÏώτα οÏτος, θÏων, τον Απόλλωνα (πεÏί του πώς θ' αναχωÏήση εντεÏθεν), Ï€Ïοσεκάλεσεν όπως παÏαστή (κατά την θυσίαν ταÏτην) τον Ευκλείδην. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ είδε τα σπλάγχνα του σφαγίου ο Ευκλείδης, είπεν ότι πιστεÏει Ï€Ïάγματι ότι δεν Îχει ουδΠτα (διά την επιστÏοφήν του) χÏήματα. «Αλλά βλÎπω είπεν ότι, και εάν ποτε ήναι πεπÏωμÎνον ν' αποκτήσης τοιαÏτα, παÏουσιάζεται (πάντοτε) κάποιο εμπόδιον (εις την απόκτησίν των), αν όχι κανÎνα άλλο, συ όμως ο ίδιος εις τον εαυτόν σου». ((123) Και εις τοÏτο πληÏÎστατα συνεφώνει ο Ξενοφών. Ο δ' Ευκλείδης είπεν: «Αναμφιβόλως θα σ' εμποδίζη ο Ζευς ο μειλίχιος, και ηÏώτα τον Ξενοφώντα εάν Îως τότε εμαντεÏθη ποτΠ— με θυσίας Ï€Ïος τον Θεόν αυτόν «καθώς εγώ — είπεν — εις τας Αθήνας συνήθιζα να του Ï€ÏοσφÎÏω εκάστοτε Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ οικογενείας σου θυσίας και ολοκαυτώματα». Ο δε Ξενοφών απήντησεν ότι, αφ' ότου ανεχώÏησεν εξ Αθηνών, ποτΠδεν του Ï€ÏοσÎφεÏε θυσίαν. Τον συνεβοÏλευσε, λοιπόν, (ο Ευκλείδης) να Ï€ÏοσφÎÏη τοιαÏτην, όπως (και εις την πατÏίδα του) συνήθιζε, «και θα συντελÎση αÏτη — Ï€ÏοσÎθηκεν — εις το να καλλιτεÏεÏση η Ï„Ïχη σου &(και θα σου βγη σε καλό)& Την δ' επομÎνην ο Ξενοφών, Ï€ÏοχωÏήσας εις το ΟφÏÏνιον, εμαντεÏετο με ολοκαυτώματα χοίÏων (Ï€Ïος τον Δία τον μειλίχιον), σÏμφωνα με το της πατÏίδος του Îθιμον. Η δε θυσία του Îγεινεν ασπαστή, Ï€ÏομηνÏουσα εις αυτόν ευτυχίαν. Και κατά την ημÎÏαν ταÏτην φθάνουν ο Βίων και ο Îαυσικλείδης, διά να δώσουν χÏήματα εις το στÏάτευμα. Συνάπτουν δε φιλίαν με τον Ξενοφώντα, και τον ίππον, τον οποίον είχεν οÏτος πωλήση εις την Λάμψακον αντί πεντήκοντα δαÏεικών, επειδή υπώπτευσαν ότι τον επώλησε δι' Îλλειψιν χÏημάτων, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Î½ εξηγόÏασαν, του τον Îδωκαν και πάλιν, διότι είχαν μάθη ότι τον ηγάπα, αÏνηθÎντες να πάÏουν οπίσω την αξίαν του. ΕντεÏθεν εποÏεÏοντο διά της ΤÏωάδος και, υπεÏπηδήσαντες το ÏŒÏος Ίδην, φθάνουν κατ' αÏχάς εις ΆντανδÏον, κατόπιν δε, βαδίζοντες παÏαθαλασσίως της Μυσίας, εις την πεδιάδα της Θήβης. ΕντεÏθεν, ελθόντες διά του ΑδÏαμυττίου και του Κυτωνίου εις την πεδιάδα του ΚαÎσκου, στÏατοπευδεÏουν εις το Î ÎÏγαμον της Μυσίας. ΕνταÏθα, λοιπόν, σχετίζεται ο Ξενοφών με την Ελλάδα, χήÏαν ΓογγÏλου του ΕÏετÏιÎως και μητÎÏα του ΓοÏγίωνος και του ΓογγÏλου. Αυτή δε του δηλοί ότι κάποιος Î ÎÏσης, ονομαζόμενος Ασιδάτης, υπάÏχει (κατοικεί) εις την πεδιάδα. Εάν — του είπεν — επιτεθή ο ίδιος κατ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î·Î½ νÏκτα με Ï„Ïιακοσίους άνδÏας, δÏναται να συλλάβη και αυτόν και την γυναίκα του και τα Ï„Îκνα του και όλην του την πεÏιουσίαν. Είναι δε αÏτη Ï€Î¿Î»Ï Î¼ÎµÎ³Î¬Î»Î·. Διά να καθοδηγήσουν δε τον Ξενοφώντα εις το διάβημα τοÏτο, Îστειλε (μαζή του) και τον ανεψιόν της και τον ΔαφναγόÏαν, ον πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Ï…Ï€ÎµÎ»Î®Ï€Ï„ÎµÏ„Î¿. Έχων, λοιπόν, αυτοÏÏ‚ πλησίον του ο Ξενοφών ηÏώτα, θÏων, πεÏί της εκβάσεως τους ΘεοÏÏ‚. Και Βασίας ο Ηλείος, ο μάντις, παÏευÏισκόμενος εκεί κατά την θυσίαν, είπεν ότι τα σπλάγχνα των σφαγίων εφανÎÏωναν ευνοϊκώτατα διά τον Ξενοφώντα σημεία και ότι ο Î ÎÏσης εκείνος θα ηχμαλωτίζετο. Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÎ´ÎµÎ¯Ï€Î½Î·ÏƒÎµ, λοιπόν, ξεκίνησε μαζή με τους αγαπητοτÎÏους του λοχαγοÏÏ‚ και όσους άλλους είχεν αποκτήση διά παντός αφωσιωμÎνους φίλους του, σκοπεÏων να τους φανή ωφÎλιμος. Επήγαν δε μαζή του και άλλοι πολλοί ακόμη διά της βίας, πεÏίπου ως εξακόσιοι. Οι δε λοχαγοί Ï€ÏοÎÏ„Ïεξαν Ï€Ïώτοι, διά ν' αποκλείσουν του μεÏιδίου των οιονδήποτε άλλον, σαν να ήσαν δα εκεί Îτοιμα τα λάφυÏα («χÏήματα»). Î‘Ï†Î¿Ï Î´' Îφθασαν πεÏί το μεσονÏκτιον, τα πεÏισσότεÏα μεν των Ï€ÎÏιξ του Ï€ÏÏγου ανδÏαπόδων και κτηνών, επειδή δεν εφÏόντισαν να τα συλλάβουν, ασχολοÏμενοι εις το να αιχμαλωτίσουν αυτόν τον Ασιδάτην με τους πεÏί αυτόν, τους ξÎφυγαν. Μαχόμενοι δε πεÏί τον Ï€ÏÏγον, επειδή δεν ηδÏναντο να τον κυÏιεÏσουν, διότι και υψηλός ήτο και μÎγας και Ï€Ïομαχώνας και άνδÏας πολλοÏÏ‚ και μαχίμους είχεν, επεχείÏησαν να τον διατÏυπήσουν (διασκάψουν). Ο δε τοίχος του είχε πλάτος οκτώ γηίνων πλίνθων. Άμα δ' εξημÎÏωσεν είχε πλÎον διατÏυπηθή. Και ευθÏÏ‚ μόλις με το Ï€Ïώτον ÏŒÏυγμα εφάνησαν τα εντός του Ï€ÏÏγου, ((124) κάποιος από μÎσα διεπÎÏασε με σιδηÏάν σοÏβλαν Ï€ÎÏα-Ï€ÎÏα τον μηÏόν του πλησιÎστεÏον Ï€Ïος τον τοίχον ισταμÎνου. Από δε τα λοιπά του Ï€ÏÏγου μÎÏη εκτοξεÏοντες κατώÏθωναν ουδΠαπλή καν Ï€ÏοσÎγγισις Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î½Î± ήναι ασφαλής. Επειδή δε με κÏαυγάς και με πυÏσοÏÏ‚ αναμμÎνους ανήγγειλαν (εις όλους τους Ï€ÎÏιξ των οικοÏντας) ÏŒ,τι τους συνÎβαινεν, ÎÏχονται μετ' ολίγον εις βοήθειάν των ο μεν ΙταμÎνης με (όλην του) την δÏναμιν, από την Κομανίαν δε οπλίται ΑσσÏÏιοι και Î¥Ïκάνιοι ιππείς μÎχÏις ογδοήκοντα, διατελοÏντες εις την υπηÏεσίαν του ΒασιλÎως ως μισθοφόÏοι, και άλλοι πελτασταί ακόμη ως οκτακόσιοι, και άλλοι από το ΠαÏθÎνιον και άλλοι από την Απολλωνίαν και τα πλησιόχωÏα μÎÏη, επίσης και αυτοί ιππείς. Τότε πλÎον ήτο καιÏός να κυττάξουν πώς θα γείνη η αποχώÏησις. Και, λαβόντες όσους είχαν βους και Ï€Ïόβατα και ανδÏάποδα, τα ÎσπÏωχναν &(Ï€Ïόγκιζαν)& όλα μαζή, θÎσαντες αυτά εντός πλαισίου (επιμήκους τετÏαγώνου), μη Ï€ÏοσÎχοντες πλÎον εις τα Ï€Ïάγματα &(τα Ï€Ïάτα)&, ((125) αλλά μόνον μήπως η αποχώÏησις μεταβληθή εις φυγήν, εάν τυχόν, εγκαταλιπόντες ταÏτα, Îφευγαν, και οι πολÎμιοι εγίνοντο θÏασÏτεÏοι και οι (Έλληνες) στÏατιώται αθυμότεÏοι. Επί του Ï€ÏοκειμÎνου δε αυτοί είχαν εκστÏατεÏση, διά να πολεμήσουν πεÏί λαφÏÏων μόνον. Î‘Ï†Î¿Ï Î´Îµ είδεν ο ΓογγÏλος ότι οι μεν Έλληνες ήσαν ολίγοι, οι δε επιτιθÎμενοι πολλοί, βαδίζει και αυτός με όλην του την δÏναμιν κατά του Ασιδάτου, παÏά την θÎλησιν της μητÏός του, θÎλων να συμμετάσχη της κατ' Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÎµÏ€Î¹Î¸Îσεως. Τον συνεβοήθουν δε και ο εξ ΑλισάÏνης και ΤευθÏανίας Î Ïοκλής, ο του ποτΠβασιλÎως της ΣπάÏτης ΔημαÏάτου απόγονος. Οι δε πεÏί τον Ξενοφώντα, επειδή πάÏα Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î»Îον εστενοχωÏοÏντο από τα βÎλη και τας σφενδόνας, απεχώÏησαν του Ï€ÏÏγου ποÏευόμενοι Ï„ÏŽÏα εν σχήματι κÏκλου, τοÏτο δε όπως Îχουν Ï€Ïος τα βÎλη πανταχόθεν εστÏαμμÎνας τας ασπίδας, και με πολλήν δυσκολίαν διαβαίνουν τον ΚάÏκασον ποταμόν, εξ αυτών δε οι μισοί πεÏίπου πληγωμÎνοι. Τότε δε ο Αγασίας ο Στυμφάλιος, λοχαγός, πληγώνεται, καθ' όλον αυτό το χÏονικόν διάστημα μαχόμενος κατά των πολεμίων. Και διασώζονται με διακόσια μαζή ανδÏάποδα και Ï€Ïόβατα τόσα, όσα μόνον ήσαν αÏκετά διά θυσίας. Την δ' επομÎνην, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïώτον ηÏώτησε διά θυσίας τους ΘεοÏÏ‚ ο Ξενοφών, εξάγει νÏκτα όλον τον στÏατόν, ίνα (δήθεν), βαδίση όσον το δυνατόν μακÏοτÎÏαν οδόν εν τη Λυδία, ώστε να μη τον φοβήται πλÎον, πλησίον του όντα, ο Ασιδάτης, οÏτω δε να παÏση Ï€Ïοφυλασσόμενος &(ξενοιάση)&. Ο Ασιδάτης όμως, ακοÏσας ότι και πάλιν ηÏώτησεν επ' ονόματί του &(διά λογαÏιασμόν του)& τους ΘεοÏÏ‚ ο Ξενοφών και ότι ÎÏχεται εναντίον του με όλον του το στÏάτευμα, εξοÏμά (από του στÏατοπÎδου του) εις κώμας (κειμÎνας) υπό το ΠαÏθÎνιον (ÏŒÏος), εχοÏσας (εν τω μÎσω) πεÏιτειχισμÎνην τινα πολίχνην. Εις το μÎÏος αυτό οι πεÏί τον Ξενοφώντα τον συναντοÏν αιφνιδίως και συλλαμβάνουν αυτόν και την γυναίκα του και τα Ï„Îκνα του και τους ίππους του και όλα του τα υπάÏχοντα. ΤοιουτοτÏόπως δε επηλήθευσαν αι Ï€Ïογενόμεναι από τον Ξενοφώντα επί των Ï€ÏοσφεÏθÎντων εις τους ΘεοÏÏ‚ θυμάτων μαντείαι. Κατόπιν επιστÏÎφουν εις Î ÎÏγαμον. Και ενταÏθα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏ…Ï‡Î±Ïιστήθη εκ του Î˜ÎµÎ¿Ï Î¿ Ξενοφών. Διότι είχαν ομοθÏμως συμφωνήση και οι Λάκωνες και οι λοχαγοί και οι άλλοι στÏατηγοί και οι στÏατιώται να λάβη οÏτος εξαιÏετικώς πολλά και δι' αυτόν αποκλειστικώς Ï€ÏοωÏισμÎνα λάφυÏα, ίππους δηλ. και αμάξας από ημιόνους και βόας συÏομÎνας και άλλα. Îστε να δÏναται πλÎον μ' αυτά να φανή ωφÎλιμος και εις άλλους. Εν τω Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ïτω φθάσας ο ΘίμβÏων παÏÎλαβε το στÏάτευμα και ενώσας αυτό με το, ÏŒÏ€ÎµÏ ÎφεÏε μαζή του, εκ ΣπάÏτης επολÎμει κατά του ΤισσαφÎÏνους και του ΦαÏναβάζου. [ΑÏχηγοί δε της χώÏας του Μεγάλου ΒασιλÎως, ην διήλθομεν, είναι οι εξής: της Λυδίας ο ΑÏτίμας, της ΦÏυγίας ο ΑÏτακάμας, της Λυκαονίας και Καπαδοκίας ο ΜιθÏαδάτης, της Κιλικίας ο ΣυÎννεσις, της Φοινίκης και ΑÏαβίας ο ΛÎÏνης, της ΣυÏίας και ΑσσυÏίας ο Î’Îλεσις, της Βαβυλώνος ο ΡωπάÏας, της Μηδίας ο ΑÏβάκας, των Φασιανών και των ΕσπεÏιτών ο ΤιÏίβαζος. Οι δε ΚαÏδοÏχοι και οι Χάλυβες και οι Χαλδαίοι και οι ΜάκÏωνες και οι Κόλχοι και οι ΜοσσÏνοικοι και οι Κοίτοι και οι ΤιβαÏηνοί είναι λαοί αυτόνομοι. Της δε Παφλαγονίας αÏχηγός είναι ο ΚοÏÏλας, των Βιθυνών ο ΦαÏνάβαζος και των εν ΕυÏώπη ΘÏακών ο ΣεÏθης. Και η Îκτασις όλης της κατά την ανάβασιν και κατάβασιν διανυθείσης Î¿Î´Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹: σταθμοί μεν διακόσιοι δÎκα Ï€Îντε, παÏασάγγαι δε χίλιοι εκατόν πεντήκοντα Ï€Îντε, στάδια δε Ï„Ïιάκοντα Ï„ÎσσαÏες χιλιάδες εξακόσια πεντήκοντα. Έν Îτος δε και Ï„Ïεις μήνες το κατά την ανάβασιν και κατάβασιν καταναλωθÎν χÏονικόν διάστημα]. ΤΕΛΟΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ _«Όσοι δε υποδεδεμÎνοι εκοιμώντο, εισεδÏοντο εις τους πόδας οι ιμάντες» (ίδε βιβλ. Α', Κεφ. Ε', 14). — Η &κατάφωÏος& ονομαστική αυτή απόλυτος — αποτÎλεσμα αυθόÏμητον της ανεπιτηδεÏτου και φυσικής Ïοής του λόγου παÏά τοις ΑÏχαίοις — λαμβανομÎνου Ï…Ï€' όψει και ότι κάθε ισχυÏά Ï€Ïοσήλωσις εις κάθε κÏκλον της ζωής άγει ψυχολογικώς κάποτε εις αντίθετα Ï€Ïος το ίσον και το οÏθόν αποτελÎσματα, παÏÎσυÏε τον μεταφÏαστήν εις το «ατÏχημα» να διίδη ονομαστικήν απόλυτον επίσης και εις την φÏάσιν: «ΕÏνους δε σοι ων, παÏαινώ» (ίδε βιβλ. Ζ', Κεφ. Γ', 20). Η Ï€Ïαγματική μετάφÏασις αυτής, ήτις είναι: «Από ευμÎνειαν δε Ï€Ïος σε (επειδή δε είμαι φίλος σου) σε παÏακινώ (να φεÏθής όπως σου λÎγω)», Ï€ÏοκειμÎνου πεÏί ανθÏωπάκου, οίος ο ΗÏακλείδης, ομιλοÏντος Ï€Ïος άνδÏα, οίος ο Ξενοφών, ενομίσθη από τον μεταφÏαστήν ως γεμάτη από αναίδειαν και θÏάσος. ΟÏτω δε παÏεπλανήθη εις την άλλην, την υπό ονομαστικήν απόλυτον, μετάφÏασιν, ήτις είναι: «εγώ δε θα τον παÏακινώ να διατελής πάντοτε υπό την εÏνοιάν του». Ήτις και ευσχημοτÎÏα φαίνεται και φυσικωτÎÏα. Ουχ' ήττον είναι απολÏτως εσφαλμÎνη, διότι πεÏί ουδεμιάς ονομαστικής απολÏτου Ï€Ïόκειται εδώ, είναι δε μόνον μοιÏαίον αιφνίδιον ανάβÏυσμα κακότÏοπου διά τον μεταφÏαστήν στιγμής. ______________ Κατά Ï„' ανωτÎÏω, λοιπόν, διαγÏαφήτωσαν εκ της εν σελ. 115 σημειώσεως τα μÎχÏι της λÎξεως: (εγώ). — συμπεÏιλαμβανομÎνης — . Το δε υπόλοιπον της σημειώσεως, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοταχθοÏν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î±: Κατά το κείμενον: «Όσοι δε αποδεδεμÎνοι εκοιμώντο, εισεδÏοντο εις τους πόδας οι ιμάντες», τεθήτω εις την Ï…Ï€' αÏιθ. 163 σελ. του Α' Τόμου ως σημείωσις των σχετικών Ï€Ïος το χωÏίον τοÏτο στίχων. ______________ Î ÎÏαν τον «ατυχήματος» αυτοÏ, εάν ληφθοÏν Ï…Ï€' όψει και όλαι αι εν Ï„Îλει του Ï€Ïώτου και του δευτÎÏου τόμου διοÏθώσεις, η μετάφÏασις της Αναβάσεως αÏτη, δικαιοÏται ο συγγÏαφεÏÏ‚ να πιστεÏη ότι &δεν ήτο δυνατόν να γείνη εντελεστÎÏα.& ______________ Αι πλείσται των διοÏθώσεων τόσον εις τον δεÏτεÏον, όσον και εις τον Ï€Ïώτον Τόμον εγÎνοντο εκ φυσικής τάσεως του μεταφÏÎ±ÏƒÏ„Î¿Ï ÎµÎ¹Ï‚ το να κανονίζη οιανδήποτε φιλολογικήν του εÏγασίαν Ï€Ïος τας απαιτήσεις της συνειδήσεώς του και την δυνατήν ανθÏωπίνως τελειότητα. Αμφιβάλλω εάν όλα τα μεταφÏαστικά «λάθη», όσα διοÏθοÏνται ενταÏθα, θα εγίνοντο εις τον αναγνώστην αισθητά. Αλλ' εάν ο συγγÏαφεÏÏ‚, ο άξιος του ονόματος, ελάμβανεν Ï…Ï€' όψει την εξ οιασδήποτε αιτίας άγνοιαν του ÎšÎ¿Î¹Î½Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ όχι τον, ον οφείλει να δώση Ï€Ïος την συνείδησίν του, λόγον, «φιλολογικά ÎÏγα» βεβαίως ουδÎποτε θα ενεφανίζοντο εις τον κόσμον. ______________ Κάθε ÎÏγον Îχει και την «αποπτικήν» του. Εις την γενικότητα του βλÎμματος, με το οποίον βλÎπει τις, ή εις την γενικότητα τον πνεÏματος, υπό την οποίαν διαβάζει τις Îνα οιονδήποτε ÎÏγον, γίνονται πολλάκις «αισθηταί» ατÎλειαι, αίτινες κατά την κατά μÎÏη εξονÏχισιν Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î±Î½Ï„Î¹Ï€Î±ÏÎÏχονται. Εις μίαν τοιαÏτην ευÏείας αισθητικής πεÏιεκτικότητος ανάγνωσιν του Α' Τόμον ανευÏÎθησαν Ï€Ïο πάντων «αισθητικά» τινά λάθη, άτινα δÏναται τις να είπη ότι διωλίσθαιναν εις την αντίληψιν τον μεταφÏαστοÏ, όταν κατά τυπογÏαφικόν φÏλλον ή και κατά σελίδα ή και κατά παÏάγÏαφον ακόμη εδουλεÏετο. ______________ Î•Î½Î¹Î±Ï‡Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ μεταφÏάσεως υπετάγη εις τον Ïυθμόν της φÏάσεως η ακÏίβεια. Η Ï€Ïος την οποίαν απόλυτος ευλάβεια άγει κάποτε εις αποτελÎσματα, ουδεμίαν σχÎσιν Îχοντα με την καλαισθησίαν. Ελάχιστα όμως είναι τα μÎÏη ταÏτα, διότι ουδενός κόπου εφείσθη ο μεταφÏαστής όπως συμβιβάση την ακÏίβειαν της μεταφÏάσεως Ï€Ïος την αφÎλειαν και απλότητα τον Ï€ÏωτοτÏπου, ταÏτας δε Ï€Ïος την αισθητικήν διατÏπωσιν της φÏάσεως. ______________ Εις όχι ολίγα σημεία, ιδίως εις τα πεÏιγÏαφικά, ο μεταφÏαστής δεν κατώÏθωσεν εντελώς ν' απαÏνηθή το Ïφος του. Εις αυτά ακόμη και θυσίαι — όχι ολίγαι — γÏαμματικών κανόνων Îγειναν. Η ατÎλεια του συγγÏαφÎως εις την πεÏιγÏαφήν, ην θαυμάζει ο Ταιν εις την πεÏί της «Αναβάσεως» κÏιτικήν μελÎτην του, ηνάγκασε τον μεταφÏαστήν ν' αναμνησθή εαυτοÏ, ουχί σπανίως και ακουσίως του. Εσεβάσθη δε κατά το δυνατόν ÏŒ,τι παÏουσιάζει Ï€Ïάγματι «δαιμόνιον» τον Ξενοφώντα, τας, κατά την πυκνότητα της λογικής και την αÏμονίαν της σκÎψεως, ανωτÎÏας και αυτών ακόμη των λόγων του ΔημοσθÎνους αγοÏεÏσεις του. ______________ Την μετάφÏασιν ο μεταφÏαστής &ησθάνετο& πλειότεÏον εις «άλλην γλώσσαν», εις την Δημοτικήν. Διατί συνεβιβάσθη τουλάχιστον με την ΩμιλουμÎνην — εις τοÏτο αναζητήσατε τα — καλώς ή κακώς, αδιάφοÏον — διÎποντα την εποχήν μας Εθνικά συμφÎÏοντα». ______________ Ο μεταφÏαστής &Ï€Ïοκαλεί& οιανδήποτε και οσονδήποτε επί του ÎÏγου του αυστηÏάν επίκÏισιν. Τιμητής αυστηÏός αυτός των ÎÏγων των άλλων, δεν δικαιοÏται να ζητήση επιείκειαν παÏ' ουδενός. ΟÏτε θα την ήθελε άλλως, Ï€ÏοκειμÎνου πεÏί φιλολογικών εÏγασιών, η Ï€Ïος τας οποίας επιείκεια είναι Ï€Ïοσβολή και ÏβÏις. Ένα μόνον θα επεθÏμει: η παÏ' οιουδήποτε επίκÏισις να διÎπεται από την καλήν πίστιν απολÏτως. Διότι Ï€Ïος τον εμπαθή ή τον Ï€ÏοκατειλημμÎνον οÏτε θα Ï€ÏοσÎξη καν. ______________ Î ÏοκειμÎνου πεÏί γλώσσης, οία η Ελληνική, εχοÏσης συνÎχειαν αδιάσπαστον από του ΟμήÏου μÎχÏι σήμεÏον, η λÎξις «μετάφÏασις» παÏÎλκει. Όπως και η λÎξις «απόδοσις», η ως εÏÏημά τι πεÏιοÏσιον τεθείσα Ï€ÏÏŒ τινος εις κυκλοφοÏίαν, μη ανταποκÏινομÎνη όμως και αυτή εις το Ï€Ïάγμα. Και εκείνη και αÏτη είναι σήμεÏον εν χÏήσει κατά σÏμβασιν. Η καταλληλοτÎÏα θα ήτον ίσως η λÎξις «εÏμηνεία». Τουλάχιστον μÎχÏι της εμφανίσεως Ακαδημαϊκών εις την Ελλάδα, των μόνων ίσως αÏμοδίων να θÎσουν τοιοÏτου είδους Ï€Ïάγματα εις την θÎσιν των. ______________ ΟλοκλήÏου της «Αναβάσεως» ουδεμία μετάφÏασιν Îχει γείνη μÎχÏι τοÏδε, εκτός αυτής. Η Ï€Ïο 28 ετών γενομÎνη υπό του Îœ. Î’Ïατσάνον μετάφÏασις &μόνον των δÏο Ï€Ïώτων της «Αναβάσεως» βιβλίων&, Ï€ÏοωÏισμÎνη δε διά τα Δημοτικά σχολεία και με παÏαλείψεις όσων μεÏών ενόμισεν ο μεταφÏαστής ότι αντÎκειντο Ï€Ïος την . . . . ηθικήν (!), παν άλλο δÏναται να ονομασθή ή μετάφÏασις._ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ [Σημείωση για Gutenberg: Οι διοÏθώσεις, ως επί το πλείστον μικÏÎÏ‚ αλλαγÎÏ‚ στην μετάφÏαση, Îχουν συμπεÏιληφθεί στο κείμενο και παÏαλείπονται] ΚΕÎΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 — ΤΗΛ. 614.686, 634.506 1) Ή: Îχωμεν τον απαιτοÏμενον καιÏόν να Ï€Ïοετοιμασθώμεν. 2) Εκ των «πεÏιοίκων» της ΣπάÏτης. ΟÏτοι ήσαν οι εκτός της ΣπάÏτης ελεÏθεÏοι κάτοικοι της Λακωνίας, ήτοι οι Λάκωνες, Ï€Ïος διαστολήν των ΣπαÏτιατών, κατοίκων της Ï€ÏωτευοÏσης ΣπάÏτης, και των ειλώτων. 3) Ή: ενώ δε τα πλοία είχαν εκδÏάμη Ï€Ïος τον σκοπόν αυτόν, 4) Διά των εκ της πωλήσεως της δεκάτης αναλογοÏντων εις Îκαστον χÏημάτων ηγοÏάζετο τεχνοÏÏγημά τι χÏήσιμον διά την λατÏείαν, ονομαζόμενον «ανάθημα», ÏŒÏ€ÎµÏ Ï€ÏοσεφÎÏετο εις τον αÏμόδιον Θεόν. Ίδε Ξεν. ΚÏÏ. Ανάβασιν εκ διοÏθ. και εÏμ. Ι. Πανταζίδου, σελ. 356 σημ. 5) Αι ÎµÎºÎ±ÏƒÏ„Î±Ï‡Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ Ελλάδος αποθήκαι, «όπου απÎκειντο τα διάφοÏα των Ελληνικών πόλεων είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά αναθήματα». Ίδε αυτόθι, σημ. 6) Ίδε Î ÏολεγομÎνων εκδόσεως Ι. Πανταζίδου σελ. 17. 7) Ακατανόητον. Τι και διατί εις το κτήμα αυτό εχÏησμοδότει («ανείλεν») ο Θεός; 8) Ο Τιμησίθεος επÏότεινε ν' Ï€ÏοσκαλÎσουν Ï€Ïος σÏμπÏαξιν τους, ους, εδακτυλοÎδειξε, δυτικοÏÏ‚ Μοσσυνοίκους, κατ' αντίθεσιν των ανατολικών οίτινες δεν τοις επÎÏ„Ïεπον την διάβασιν. 9) Ή: από παλαιόν σίτον κατασκευασμÎνους άÏτους, 10) ΛÎγεται παÏά τω λαώ και &ασπÏοσίτι&. Έχει δÏο στοίχους κόκκων (πυÏών) και ωÏιμάζει αÏγά. 11) ΕπομÎνως και την ατμόσφαιÏαν αÏαιοτÎÏαν, άÏα πλειότεÏον Ï€ÏόσφοÏον εις την, και Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μεγαλητÎÏων αποστάσεων, διαβίβασιν των ήχων. 12) Οι Χάλυβες οÏτοι ήσαν μÎÏος των εν τω Δ' βιβλίω μνημονευθÎντων. 13) Η λÎξις επί της εννοίας των εξ εκάστης Ελληνικής χώÏας Ελλήνων (ΑÏκάδων, Ηλείων κ.λ.Ï€.). 14) Ή: «δυνάμεθα δε να τους πεÏιποιοÏμεθα (να τους θεÏαπεÏομεν) ευκόλως, όταν θÎλωμεν». 15) Δηλαδή οι ΗÏακλεώται και Σινωπείς. 16) Ή: κατά μήνα 17) Îόμισμα χÏυσοÏν της πόλεως Κυζίκου, ίσης αξίας Ï€Ïος τον δαÏεικόν. 18) Ή: αφ' ενός μεν διότι κατάγομαι εκείθεν, αφ' ετÎÏου δε, διότι υπηÏÎτησα εν αυτή ποτε (υπό τον ΦαÏνάβαζον) με τον ΚλÎαÏχον και τον ΔεÏκυλίδαν. 19) Δηλαδή εξαιÏετικά και χÏήσιμα. 19α) Τα επί των σπλάγχνων των σφαγίων σημεία. 20) Ο αιώνιος και εν ειÏήνη και εν εκστÏατεία και εν πολÎμω τυχοδιωκτισμός του Έλληνος! Το φοβεÏόν σαÏάκι, εις το οποίον είναι απολÏτως αδÏνατον να συμπηχθή ποτε &μεθοδικώς& εις ΚÏάτος η φυλή μας. 21) ΠεÏίπου ÏŒ,τι παÏ' ημίν συλλαλητήÏιον. 22) Ή — κατά τον Πανταζίδην — διότι ενόμιζεν (ο ΚλεάÏετος) ότι ήτο φιλικόν «το χωÏίον» 23) Η κατά νεοελληνικήν αντίληψιν μετάφÏασις του «αισθόμενοι δε τους βαÏβάÏους όποι ίοιεν» = &μας Îγειναν κι' αυτοί κουνοÏπι!& 24) Αυτό το «μα τον Δία» δι' Έλληνας φοβηθÎντας είναι αμίμητον. Ήτον αδÏνατον να πιστεÏση ο Ξενοφών ότι υπάÏχουν «Έλληνες φοβοÏμενοι». ΑπείθαÏχοι, αναÏχοÏμενοι, αυθαίÏετοι, δολοφόνοι — μάλιστα. Αλλά με φόβον Έλληνες!; 25) ΣκήπτÏον κÏατοÏμενον υπό του κήÏυκος ως σημείον του επαγγÎλματός του, με το οποίον δε πάντοτε παÏίσταται ο ΕÏμής ως Ï€Ïοστάτης Θεός των κηÏÏκων. 26) Είδος Ï€ÏÎσβεως, ον μετεχειÏίζοντο μόνον εν καιÏÏŽ πολÎμου, ενώ τον καθ' αυτό «πÏÎσβυν» μετεχειÏίζοντο και εν ειÏήνη και εν πολÎμω. 27) «Τα εÏυμνά (Îχειν τινά) υπεÏδÎξια» είναι η αÏχαία ÎκφÏασις. 28) Το παÏόν κεφάλαιον δεν είναι βÎβαια και το μόνον, εις ÏŒ τόσον εξόχως δοκιμάζεται το σκωπτικόν και πικÏόχολον και ειÏωνικόν του Ξενοφώντος πνεÏμα. Δι' όλης της Καταβάσεως αυτής πολλάκις δίδονται αφοÏμαί εις τον Ξενοφώντα ν' αποδείξη ότι μία οιαδήποτε μεγαλοφυία, Îστω και στÏατηγική, δεν είναι και Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î±ÎºÏάν του μεγαλοειÏÏ‰Î½Î¹ÎºÎ¿Ï Ï€Î½ÎµÏματος των εγκοσμίων, οιουδήποτε κÏκλου της Ζωής, Îχοντος πάντοτε ως κÎντÏον του τον Ï„ÏανταχτικώτεÏον του σαÏÎºÎ±ÏƒÎ¼Î¿Ï ÏƒÏ€Î±ÏƒÎ¼ÏŒÎ½, ακόμη και αν υπό τας σοβαÏωτÎÏας εμφανίζεται συνθήκας. 29) Ή: να γείνη αφοÏμή παÏανομιών. 30) Ίδε Βιβλ. Ε', Κεφ. Α', ΠαÏαγÏ. 16 — Îνθα οι φÏουÏήσαντες ενόμισαν ΕλληνοπÏεπÎστατον να ποιήσωντι και κάποια ÏεμοÏλα στα φοÏτία, ων φÏουÏοί ετάχθησαν! 31) Îόμισμα 100 δÏ. Αττικών. 32) Ομολογεί δηλ. ότι, εάν υπό τας, ας αναφÎÏει πεÏιστάσεις ήτον απαθής, θα ωμοίαζεν ου μόνον κατά την υπομονήν, αλλά και κατά την αντοχήν εις τους κόπους με τον γάδαÏον, ουδÎνα αισθανόμενον κόπον, όταν ασελγαίνη. 33) Ή: παÏουσιασθείς Îξαφνα μπÏοστά σου, 34) Κατά λÎξιν: «Τι λοιπόν; απήντησεν, απÎθανε κατά τι ολιγώτεÏον, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ³ÏŽ σου τον παÏÎδωκα;». Δηλ. τι σημαίνει, Î±Ï†Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ κατόπιν, άμα σου τον παÏÎδωκα, απÎθανεν!! 35) Κατά την υπό του Îœ. ÎαπολÎοντος του 1799 εκστÏατείαν της ΣυÏίας χολÎÏα ενÎσκηψεν εις τον Γαλλικόν στÏατόν. Ζήτημα ηγÎÏθη τότε Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… ΑυτοκÏάτοÏος και των ιατÏών του ως Ï€Ïος τους Ï€ÏοσβαλλομÎνους και βασανιζομÎνους από την νόσον στÏατιώτας του. Το ζήτημα: αν οι άπαξ Ï€Ïοσβαλλόμενοι επετÏÎπετο ή όχι από την φιλανθÏωπίαν να «πÏοϊαφθοÏν εις Άδην» διά δηλητηÏιάσεως. Και τοÏτο, διά να μη βασανίζωνται, χωÏίς καμμίαν καν ελπίδα σωτηÏίας. Οι ιατÏοί απεφάνθησαν ότι η τοιαÏτη δηλητηÏίασις ήτον ÎÏγον φιλανθÏωπίας. ΑμÎσως δε και ετÎθη εις ενÎÏγειαν. — Αλλά το ζήτημα αυτό κάποτε τίθεται επί τάπητος και σήμεÏον ακόμη εν ΕυÏώπη. Πάντοτε όμως νικά η ψήφος εκείνων οίτινες νομίζουν, ότι οÏτε επί ενός Î»ÎµÏ€Ï„Î¿Ï Î¶Ï‰Î®Ï‚ Îχει δικαίωμα ο ιατÏός ή οι συγγενείς του αÏÏώστου, υπό το Ï€Ïόσχημα της απαλλαγής Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î±Ï€ÏŒ τους πόνους. Η κοινωνιολογική φιλοσοφία οÏτω απεφάνθη. Και η ζωή των εξ οιασδήποτε νόσου νοσοÏντων είναι σεβαστή σήμεÏον υφ' όλων. Το πόÏισμα, λοιπόν, του συγχÏόνου Ï€Î¿Î»Î¹Ï„Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Î±Ï…Ï„ÏŒ Ï€Ïο χιλιάδων ετών ο Ξενοφών αισθάνεται ως πόÏισμα του ανθÏÏ‰Ï€Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Ï„Î¿Ï… Ï…Ï€ÎÏτατον, ως υποχÏÎωσιν, ως καθήκον, ως τιμήν και ευλάβειαν επιβαλλομÎνην Ï€Ïος την ευγενεστÎÏαν εκδήλωσιν της επί γης ζωής, &Ï€Ïος την ζωήν του ανθÏώπου&. 36) Ή: να επιδιώκουν δι' οιουδήποτε Ï„Ïόπου παν θεμιτόν και αθÎμιτον 37) Η λÎξις εγÏάφη επίτηδες, χάÏιν της μετ' αυτήν εÏχομÎνης ποιητικής μεταφοÏάς. 38) Ίδε τα εν τω Γ' βιβλ. 2, 31 αποφασισθÎντα. 39) Ή: όσους ενόμιζαν ότι ήτον οÏθόν και δίκαιον (να τους Ï€ÏοσκαλÎσουν) 40) Έως εδώ ο χοÏός ομοιάζει με τον σημεÏινόν ΑÏναοÏτικον (ΑÏβανίτικον, υπό την γενικωτÎÏαν του μοÏφήν), αναπηδήμασι και μαχαίÏαις χοÏευόμενον. Κατόπιν δε με τον υπό των ΑÏαβοφώνων κατοίκων του Λιβάνου, ον είδα εγώ αυτός εν Παλαιστίνη, των κÏκλω θεωμÎνων εκεί αναβοώντων ευχάς Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î¿Ï… Πατισάχ, του ΠατÏιάÏχου και του ΜοναστηÏίου των Ρωμαίων. 41) ΟλόκληÏος ηθοποιία εδώ λαμβάνει χώÏαν. Εν γÎνει Ï€Ïόκειται πεÏί ωÏαιοτάτων ηθογÏαφικών σκηνών, τας οποίας η εν τω φιλολογικώ τοÏτω είδει αδÏνατος του Ξενοφώντος Ï€Îννα αδυνατεί να πεÏιγÏάψη με όλον των τα χÏώμα και το κάλλος. ΣήμεÏα τοιαÏται ηθογÏαφικαί σκηναί Îχουν Ï€Î¿Î»Ï Î¶Ï‰Î·ÏοτÎÏους, ευχÏωμοτÎÏους και παÏαστατικωτÎÏους συγγÏαφείς Ï€Ïος πεÏιγÏαφήν αυτών και εξεικόνισιν. 42) Σαν να Ï€Ïοφυλάσση δήθεν οÏτω με το σώμα του τα βώδια του από την αÏπαγήν. 43) ΤοιοÏτος χοÏός με γονατίσματα είναι και ο εν τη βοÏειοδυτική Ελλάδι, ΗπείÏω και κάτω Αλβανία, όπου και οι Τσάμηδες, οÏχοÏμενος Τσάμικος χοÏός. 44) Ο Ï€Ïος το σÏγχÏονον Ïφος και το σÏγχÏονον χÏώμα και την σÏγχÏονον ζωήν και ÎκφÏασιν και γÏαφικότητα Ï€Ïοσανατολισμός της ηθογÏαφικής αυτής σκηνής, όπως και τόσων άλλων, οφείλεται εις τον μεταφÏαστήν. Εις τον Ξενοφώντα η πεÏιγÏαφή αυτής και άτονος είναι και ανωμαλωτάτη. 45) Έκαστος μÎδιμνος = 52 1/2 λίτÏας πεÏίπου. 46) Έκαστος αμφοÏεÏÏ‚ = 39 πεÏίπου λίτÏας. 47) Ή: . . . ανάγκην διαβιβαζομÎνων Ï€Ïος αλλήλους διαταγών 48) Ως είναι συντεταγμÎνον το σχετικόν χωÏίον, είναι δυσεÏμήνευτον. 49) Ή: του σήκωσαν το κεφάλι 50) Ίδε βιβλίον Γ'. Κεφάλ. Α', 11. 51) Ή .... και Ï€Ïιν ή γείνουν (εις κάθε των διάβημα) οδηγοί των. 52) Επί του χωÏίου τοÏτου ο ουχί άπαξ σφαλλόμενος εις τας εÏμηνείας του Πανταζίδης φοÏτώνει Ï„Ïεις αλληλοσυγκÏουομÎνας εÏμηνείας, παÏουσιάζων τον Ξενοφώντα εδώ μεν θÎλοντα να συνάÏχη με τον Τιμασίωνα, εκεί δε όχι, πάÏα κάτω δε και θÎλοντα και μη θÎλοντα. — Ίδε Πανταζίδου Îκδοσιν ΚÏÏου Αναβάσεως σελ. 407, § 32 σημ. 53) ΠεÏί τους 700 μόνον οπλίτας. Και εννοεί τον ΧειÏίσοφον. 54) Των πολιοÏκουμÎνων 55) Ή: Î±Ï†Î¿Ï Ï„ÏŒÏƒÎ¿Ï…Ï‚ Έλληνας από άφευκτον θα σώσωμεν καταστÏοφήν. 56) Ή: με Ï„' όνομα του Î˜ÎµÎ¿Ï Î±Ïχίζομεν κάθε ÎÏγον μας. 57) Η διά των πυÏών φοβÎÏα αυτή του Ξενοφώντος αποτελεί βεβαίως τον μεγαλοφυÎστεÏον Ï„Ïπον του δόλου και της πανουÏγίας, υπό την αÏχαίαν αυτών Îννοιαν. 58) Έκαστον πλÎθÏον ως μÎÏ„Ïον εκτάσεως ισοδυναμεί με το 1/6 του σταδίου. 59) Ή: Îφθασεν η τελευταία 60) Είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏίεÏγον ότι ουδ' ελαχίστων καν επιθανατίων λÎξεων ??? ο Ξενοφών την μνήμην στÏατηγοÏ, οίος ο ΧειÏίσοφος, και μάλιστα Λακεδαιμονίου. 61) ΠεÏί του εάν δηλ. και πώς θα Ï€Ïομηθευθώμεν τα Ï€Ïος συντήÏησίν μας 62) Η του Πανταζίδου εÏμηνεία μου φαίνεται ανάÏμοστος εις την ευσÎβειαν του Ξενοφώντος, θÎλοντος — κατ' αυτόν — να ίδη «αν βγαίνη τίποτε» από την, ην απαιτεί, ο στÏατός θυσίαν! 63) Δηλ. την ουÏάν του όλου στÏατεÏματος, όπως ο Πανταζίδης εÏμηνεÏει λÎγων ότι κÎÏας ενταÏθα = άπαν το εν ποÏεία στÏάτευμα. 64) Εννοεί ουχί «τους Ï€Ïώτους, φανÎντας», αλλά τους Ï€Ïώτους πάντων των νεκÏών. 65) Εις την οποίαν κατÎληγον όλαι αι εξ εκάστης των κωμών άγουσαι ατÏαποί. 66) Το χωÏίον αυτό, ως και το ανωτÎÏω, ως και πλείστα άλλα, όπως αυτά, στÏυφνότατα, ων ελάχιστα μόνον ανεγÏάψαμεν ώδε υπό τοιαÏτην ή τοιαÏτην εÏμηνείαν, είναι τεκμήÏια ολοφάνεÏα αναιÏοÏντα την ασυδότως κÏατοÏσαν ως Ï€Ïος τον Ξενοφώντα γνώμην των ημιμαθών ή των επιπολαίων: ότι ο Ξενοφών είναι — καλΠ— «εÏκολος»! ÎŒ,τι λÎγεται δηλ. απάνου-κάτω πεÏί της Ιταλικής γλώσσης από τους πεÏιοÏίζοντας την Ιταλικήν εις τα «μακαÏόνια» της ή εις το «come state». Ότι τάχα είναι η ευκολωτÎÏα των γλωσσών, ενώ — ως γλώσσα του ΑÏιόστου ή του Δάντου — είναι μία από τας δυσκολωτÎÏας, ποιητικώς δε ανωμαλωτÎÏας της ΕυÏώπης. 67) Επίσης και τα δÏο εÏωτήματα αυτά είναι από τα θαλασσωδÎστεÏα χωÏία του συγγÏαφÎως, Δηλίου χÏήζοντα κολυμβητοÏ. Βεβαίως και αυτών και των ανωτÎÏω και οιουδήποτε άλλου χοÏίου ή διάστÏυφνος σÏνταξις αυτή — η κατά τινας Ï€ÏοεÏχομÎνη και από συντακτικήν και γÏαμματικήν αμάθειαν του γÏάφοντος — γνώμη ουχί Ï€Î¿Î»Ï Î±Ï€Î¯Î¸Î±Î½Î¿Ï‚ — βεβαίως οφείλεται, αν μη καθ' ολοκληÏίαν, τουλάχιστον κατά το πλείστον, εις τας διά μÎσου των αιώνων φÏικώδεις των χειÏογÏάφων Οδυσσείας και εις τας μωÏάς πολλάκις υπό τοÏτου ή εκείνου διοÏθώσεις των αμφισβητουμÎνων χοÏίων του κειμÎνου. Είναι δε πεÏίεÏγον πώς ο εν τοις πλείστοις του Ξενοφώντος σωφÏονών και ευκÏινώς διοÏθών αυτόν μακαÏίτης Πανταζίδης δεν αντελήφθη ή δεν είδε το θαλασσόδαÏμα των χωÏίων τοÏτων. Αλλ' οÏτε και κανείς εκ της χοÏείας των ΓεÏμανών κÏιτικών, ους εις την Îκδοσίν του παÏατάσσει, Îλαβεν αυτά Ï…Ï€' όψει του, ει και ησχολήθησαν πολλάκις πεÏί παÏωνυχίδος. 68) Δεινολογικός χαÏιεντισμός του Ξενοφώντος παÏομοιάζοντος με φάÏαγγα τον Πόντον. 69) ΆνθÏωπος με τόσον στεÏεάν λογικήν ως ο Ξενοφών, με οξÏτατον το πνεÏμα, με ευπεÏίστÏοφον και σοφιστικήν πολλάκις την διάνοιαν, όπως εδώ, δυνάμενος να παÏουσιάζη και αυτόν ακόμη τον κίνδυνον ως μÎλι και ως ζάχαÏη και ως κάντιο, δÏναμις πειστική τεÏαστία, με την αντίληψιν των Ï€Ïαγμάτων υφ' όλας τας γωνίας των — εÏωτάται: πώς πιστεÏει εις τας επιδοκιμασίας των Θεών και τας εγκÏίσεις με τόσην απλότητα ψυχής; ΤοιοÏτο πνεÏμα πας τις βλÎπει ότι Îχει &σÏγχÏονον& την διπλωματικήν και πολιτικήν αντίληψιν των ζητημάτων. ΠαÏά την απλότητα, η ταχÏτης του εις το εμφÏόνως σκÎπτεσθαι και κÏίνειν φθάνει εις θαυμασμόν. Καταναλίσκεται πειθώ και δÏναμις διανοητική, ήτις, μετηνεγμÎνη εις τα καθ' ημάς, θα ηδÏνατο ίσως να χÏησιμεÏση Ï€Ïος λÏσιν του . . . Î‘Î½Î±Ï„Î¿Î»Î¹ÎºÎ¿Ï Î¶Î·Ï„Î®Î¼Î±Ï„Î¿Ï‚! Και όμως &πιστεÏει& εις τα σφάγια! Και όμως &πιστεÏει& εις τα ÏŒÏνεα! Θα εσυμβιβάζετό ποτε εις την ψυχήν του ÎœÎτεÏνιχ πίστις εις τον Θεόν τοιαÏτη με οίαν οÏτος είχε διπλωματικήν πεÏίνοιαν; — Είναι βεβαίως και αυτό Îνα από τα αινίγματα — τα άλυτα εις αιώνα αινίγματα — του ΑÏχαίου ΠνεÏματος. 70) Συμφώνως Ï€Ïος την οποίαν: όταν εξήÏχετο Ï€Ïος αÏπαγήν όλος ο στÏατός, παν ÏŒ,τι ήθελεν αÏπάση Îκαστος, να μην ανήκη εις αυτόν, αλλά να ήναι κοινόν κτήμα όλου του στÏατεÏματος. — Ίδε ανωτÎÏω, σελ. 85. 71) Ή: να παÏαδοθή εις τον ΚλÎανδÏον, διά να δικασθή. 72) ΕπÏοτίμησε, 73) Επιθυμεί. 74) Îα μας ακολουθοÏν. 75) Τον ΔÎξιππον. 76) Τα εντός γωνιωδών αγκυλών τιθÎμενα χωÏία κÏίνονται ως αμφισβητησίμου γνησιότητος υπό των κÏιτικών. 77) Ή: αν και νομίζεις ότι Ï€ÏÎπει να εισαχθώ εις δίκην ως αδικήσας. 78) Ή: είναι πεπÏωμÎνον 79) Μία υποχώÏησις του ΆÏχοντος γεννά δÎκα υποχωÏήσεις του ΛαοÏ. Όταν ο Λαός αυτός ήναι βÎβαια ο Ελληνικός. ΟυδÎν του κολακεÏει το εγώ πεÏισσότεÏον, όσον η ταπείνωσις, η συγκατάβασις, η υποχώÏησις, η συγγνώμη, η συντÏιβή. Επί τη βάσει της ψυχολογικής του αυτής γÏαμμής, της και κυÏιωτάτης εις την κοινωνικήν και πολιτικήν ζωήν του, ποία τάχα θαÏματα — και σήμεÏον ακόμη — τάξεως και ευνομίας και πειθαÏχίας και ÏÏ…Î¸Î¼Î¿Ï Î´ÎµÎ½ θα ηδÏναντο να συντελεσθοÏν εις την Ελλάδα; 80) Όλη η αθηναϊκή υπεÏηφάνεια φανεÏώνεται εις την άÏνησιν αυτήν του Ξενοφώντος. Είναι υπεÏήφανος και ευφιλοτίμητος ανÎκαθεν ο Αθηναίος. ΔÏναται να πεÏιφÏονήση όλων των παντός είδους ηγεμόνων ΣεÏθηδων τας Ï€ÏοσφοÏάς. Îα οÏθωθή σαν στήλη άκαμπτος. Τας οφÏÏÏ‚ του να επάÏη υψηλοφÏόνως. Και σαν ευπατÏίδης, που είναι φÏσει, να βάλη εις την θÎσιν του κάθε θÎλοντα να εξαγοÏάση την ψυχήν του, ή να θίξη την φιλοτιμίαν του, ή να ταπεινώση το εγώ του χÏυσοκάνθαÏον. Ιδανικόν τοιαÏτης υπεÏηφανείας Ï„Îλειον δεν ήτο δυνατόν ή να ήναι ο Ξενοφών ο Αθηναίος οÏτος. 81) Αθάνατον Βυζάντιον! Î Ïο δυόμισυ χιλιάδων ετών ο Ελληνισμός ÎβÏαζε στα στήθη σου . . . ΤετÏακόσια χÏόνια Ï€Ïο ΧÏÎ¹ÏƒÏ„Î¿Ï Ï…Ï€Î¬Ïχει ισχÏÏ‚ Ελληνική εκεί παÏά τας Ï€Ïλας της Ασίας και ΕυÏώπης. Από Ελληνικόν που είσαι εκÏωμαÎζεσαι. Και από Ρωμαϊκόν που είσαι εξελληνίζεσαι . . . ΣτÎφανος αιωνίου Î•Î»Î»Î·Î½Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Î±ÎºÎ¬Î½Î¸Î¹Î½Î¿Ï‚ είναι λοιπόν η εξÎλιξίς σου. Ο Ï„Ïόμος δε, υφ' ον Ï„Ïαντάζεσαι εις το θÎαμα της οÏμής εκείνης των ΜυÏίων, είναι Îκτοτε το σÏμβολον των αδιακόπων και αιωνίων Ï„Ïόμων σου εις κάθε Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ Ελληνικής ιδÎας αναπαλμόν σου . . . Τι ειÏωνεία Ï„Ïαγική υπάÏχει των τυχών σου εις τον εξ Ελλήνων Ï€Ïος Έλληνας εμποιηθÎντα απÏόοπτον εκείνον φόβον! Εις πανικόν σ' ÎÏÏιψαν τότε Έλληνες πεινώντες! Οι ΣπαÏτιάται πτήσσουν Ï€Ïο αυτών. Οι ναÏαÏχοι και οι αÏμοσταί σου φεÏγουν. Και μόνον Îνας Αθηναίος ÎÏ€Ïεπε να ήναι εκεί υπό τα τείχη σου, διά να σε ησυχάση, διά να σε γλυκάνη και πάλιν . . . — αθάνατον Βυζάντιον! 82) Κατά λÎξιν: Αλλ' εάν, παÏαδιδόμενοι εις την οÏγήν μας. 83) ΑναφÎÏεται εις την Ï€Ïο τεσσάÏων μόλις ετών γενομÎνην πτώσιν των Αθηνών, κατόπιν της εν Αιγός Ποταμοίς καταστÏοφής. 84) Ο Ξενοφών 85) Ή: θα κατοÏθώση να Îλθη εις το Βυζάντιον. 86) ΤÎλειον ξεχαÏβάλωμα! Και εξευτελισμός Ελλήνων καθ' Ελλήνων. Είναι η εποχή της ακμής της ΒισμαÏκείου ΣπάÏτης τότε, και οι αÏμοσταί της και οι ναÏαÏχοί της Îχουν κηÏÏξη, 400 Îτη Ï€. Χ., Ï€Ïονειτσισταί αυτοί, το ευαγγÎλιον του ÎÎµÎ¹Ï„ÏƒÎ¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎºÎ±Ï„Î¬ παντός ανθισταμÎνου την εποχήν εκείνην εις τον Ï„Ïφον των. 87) Και αυτή και άλλαι τινÎÏ‚ παÏαμÎνουν ως εν τω κειμÎνω Ï€Ïος αποφυγήν της δι' ωÏισμÎνας φÏάσεις, όπως το «ως τάχιστα», το «τα επιτήδεια», το «ως αν δÏνηται» και άλλαι τινÎÏ‚ ακόμη, συνήθους εις τον Ξενοφώντα ταυτολογίας. 88) Δηλ. εις τας πεÏί το Βυζάντιον κώμας. 89) «ΕνδίφÏιος ικÎτης» κατά το κείμενον. 90) Δηλαδή εις τας πεÏί το Βυζάντιον κώμας 91) Αν δηλ. θα δεχθώμεν μάλλον τας Ï€Ïοτάσεις του ΑÏιστάÏχου ή του ΣεÏθου. 92) Ή, κατά λÎξιν: θα πιστεÏσωμεν τότε ότι μας ξενίζεις. 93) Εκ ΜαÏωνείας της ΘÏάκης καταγόμενος. 94) Κατοίκους του ΠαÏίου. 95) Κατά το κείμενον: «ΕÏνους δε σοι (τω Ξενοφώντι), ων (ο ΣεÏθης), παÏαινώ (εγώ). — Δηλ. ονομαστική απόλυτος! Δεν είναι δε η Ï€Ïώτη παÏά τω Ξενοφώντι. Αλλ' είναι άÏα γε «σφάλμα» η ονομαστική απόλυτος; Η Δημοτική μας, υπό Ï„Ïπον συντακτικόν και γÏαμματικόν 'δικόν της, την Îχει καθιεÏώση ως θεσμόν. Ζη εις την ζωντανήν γλώσσαν του λαοÏ, χωÏίς να φαίνεται και χωÏίς να Ï€Ïοσβάλη κανÎνα «όÏον Ï„Îχνης» εις την φÏάσιν. 96) ÎœÎÏ„Ïον διά τα σιτηÏά, διατηÏηθÎν κατ' όνομα παÏά τοις ΤοÏÏκοις (schinik). 97) Κατ' αÏχαίον ΘÏακικόν Îθιμον. 98) Μουσικόν ÏŒÏγανον με 20 χοÏδάς, ομοιάζον με άÏπαν. 99) ÎœÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μη Ελλήνων ΘÏακών και των Ελλήνων ουδεμία Ï€Ïαγματική συγγÎνεια υπήÏχε. Κάποιο μÏθευμα πεÏί συγγενείας του εν Δαυλεία της Φωκίδος βασιλÎως των ΘÏακών ΤηÏÎως Ï€Ïος τον Ï€Ïόγονον του ΣεÏθου ΤήÏην αναιÏείται Ï…Ï€' Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï… αναφÎÏοντος τοÏτο (Θουκυδίδου Î’', 29). Εάν εν τοÏτοις ήναι πεπÏωμÎνον ν' αντλώμεν ακόμη δικαιώματα επί ταÏτης ή εκείνης της χώÏας, ουχί εκ της δυνάμεώς μας, αλλ' εκ της Ï€Ïογονικής ευκλείας μας, βεβαίως τα επί της ΘÏάκης οιαδήποτε δικαιώματά μας δεν θα στηÏίξωμεν επί τοιοÏτων μυθικών συγγενειών, διά ν' αποδείξωμεν ότι οι ΘÏάκες ήσαν Έλληνες ανÎκαθεν, ή τουλάχιστον ότι εσυγγÎνευαν Ï€Ïος Έλληνας, αλλά κυÏίως επί του εξ αποίκων ΜεγαÏÎων Î•Î»Î»Î·Î½Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Ï„Î¿Ï… Βυζαντίου και των πεÏιχώÏων του — &της μόνης Ï€Ïο ΧÏÎ¹ÏƒÏ„Î¿Ï Î¹ÏƒÏ„Î¿Ïικώς Ï€Ïαγματικής αποδείξεως& ότι η κατόπιν Îνδοξος εκείνη «ΒασιλεÏουσα» δεν δÏναται να ήναι ξÎνη των ονείÏων μας. 100) Ή: κατεσκήνωσαν αυτοÏ. 101) Ή: Και τα μεν λάφυÏα απÎστειλε τον ΗÏακλείδην εις την Î ÎÏινθον να τα πωλήση. 102) Εννοεί τας σήμεÏον καλουμÎνας _βÏάκας_, Îνδυμα οÏτινος εστεÏοÏντο οι αÏχαίοι, διά τοÏτο δε και ονομάζει ο Ξενοφών, όπως τα πεÏί τα στÎÏνα, και τα πεÏί τους μηÏοÏÏ‚ καλÏμματα «χιτώνας». 103) Αυτό το: «Ο παις» αντί του: «Το παιδί» και τόσα άλλα ζώντα μόνα των εις την μετάφÏασιν αυτήν την ζωήν της μοÏμιας θ' απεστÎλλοντο όλα ες κόÏακας, εάν η καθ' όλα τα άλλα τιμιοτάτη αÏτη εÏγασία δεν επεβάλλετο εκ διαφόÏων λόγων, εν οίς οι «Εθνικοί» δεν είναι οι ολιγώτεÏον Ï€Ïάγματι σπουδαίοι, να πεÏιενδυθή την καθαÏεÏουσαν, το αιώνιον αυτό «αντιλεγόμενον σημείον» των λογίων μας, υπό την οποίαν η μόνη ήτις διετηÏήθη εκ του Ï€ÏωτοτÏπου αÏετή — η και Ï€Ïωτίστη — είναι η θεία του Ξενοφώντος αφÎλεια και απλότης. Τις οίδεν όμως πάλιν, αν η απλότης και η αφÎλεια αÏτη θα διετηÏείτο οÏτω υπό Îνδυμα άλλο — Ïφους, τόνου, κινήσεως, ζωής, χÏώματος Îνδυμα συγχÏόνου; Τις οίδε δηλ. εάν δεν ÎÏ€Ïεπε, Ï€ÎÏαν κάθε Ï„Ïαγικής αÏάς κατά της καθαÏευοÏσης, να μεταφÏασθή ως μετεφÏάσθη η «Ανάβασις», διά να διατηÏηθή όλη η απλότης εκείνη και αφÎλεια; 104) Λόγχη = η σιδηÏά Ï„Ïιγωνοειδής άκÏα του δόÏατος. 105) Εν τω κειμÎνω: «ζεÏγη ημιονικά Ï„Ïία». 106) Εν τω κειμÎνω: «βοεικά ζεÏγη» 107) Î Ïόκειται πεÏί εμποÏίου βιβλίων χειÏογÏάφων, αποστελλομÎνων εξ Ελλάδος χάÏιν των πεÏί τον Πόντον πολυπληθών Ελλήνων. 108) Η κατωτÎÏω αγόÏευσις αποτελεί, όπως και η πάÏα κάτω Ï€Ïος τον ΣεÏθην, Îνα Ï„Îλειον αποδείξεως και πειθοÏÏ‚ και σκÎψεως και ευστÏοφίας και συνθÎσεως αÏιστοÏÏγημα. Εις την μετάφÏασιν χάνει τα δÏο Ï„Ïίτα του τιμιωτάτου και υπεÏόχου Ïψους της. Ο αναγνώστης όμως θα ηδÏνατο και εις αυτήν ακόμη να διίδη — αÏκεί ολίγον να Ï€ÏοσÎξη — όλην την δÏναμιν της Ξενοφωντείου λογικής και σκÎψεως. 109) Εννοεί κατά την ισχÏν και το αξίωμα. ΤοιοÏτοι δε ήσαν οι Λακεδαιμόνιοι. 110) Η κατ' Îννοιαν εÏμηνεία του χωÏίου Î±Ï…Ï„Î¿Ï Î±Î½Î®ÎºÎµÎ¹ ακεÏαία εις τον Πανταζίδην. Η συμφώνως Ï€Ïος το κείμενον, ην ημείς κατά το μάλλον ή ήττον ακÏιβώς ακολουθοÏμεν, ήτο, διά την στÏυφνότητά του, _εντελώς αδÏνατος._ 111) Ο Πανταζίδης λÎγει Βιβλ. Ζ', Κεφ. στ', § 41) ότι οι νεώτεÏοι εκδόται, αντί της Îκ τινων χειÏογÏάφων γÏαφής: «είπεν αινετώς Ï…Ï€ÎÏ ÎžÎµÎ½Î¿Ï†ÏŽÎ½Ï„Î¿Ï‚Â» = είπε κατά Ï„Ïόπον άξιον επαίνου Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î¿Ï… Ξενοφώντος, επÏοτίμησαν την γÏαφήν άλλων χειÏογÏάφων: «είπεν ενετός υπό Ξενοφώντος» = είπεν εγκάθετος υπό του Ξενοφώντος! Την γÏαφήν δε ταÏτην και την υιοθετεί εν τη εκδόσει του. ΠαÏαδÎχεται δηλαδή ότι &Îνας Ξενοφών& Îβαλε τον Αθηναίον ΠολυκÏάτην να ομιλήση Ï…Ï€ÎÏ Î±Ï…Ï„Î¿Ï! ΧωÏίς να σκεφθή ουδΠκαν το στοιχειώδες τοÏτο: ότι θα ήτο η μεγαλητÎÏα εκδήλωσις της συγγÏαφικής απÏονοησίας και κουφότητος το να &ομολογήση αυτός οÏτος ο Ξενοφών εις το ÎÏγον του& ότι Îβαζεν ως συνηγόÏους του, εγκαθÎτους. Ότι επομÎνως και μικÏάνθÏωπον θα τον παÏουσίαζεν οÏτω και δειλόν. 112) Εννοεί τους κατοίκους των δωÏηθεισών εις τον Μηδοσάδην κωμών, ας οι πεÏί τον Ξενοφώντα ελεηλάτουν. 113) Δι' όντινα θα ήθελε να λάβη ιδÎαν τινά ου μόνον πεÏί του εν γÎνει χαÏακτήÏος των ΣπαÏτιατών, αλλά και της ως Îκ τινος &ηθικής Îίτσε& εμπνεομÎνης ψυχικής αυτών δυνάμεως, θα ήÏκει και μόνη η απάντησις αÏτη των Λακώνων. 114) Υπό την καθολικότητα της γνώμης ταÏτης του Ξενοφώντος υπονοείται ο κατακÏατών τα χÏήματα των Ελλήνων ΣεÏθης. 115) Ως εκ της κατακÏατήσεως του μισθοÏ. 116) Εννοεί τους νεωστί γενομÎνους, διά της βοηθείας των Ελληνικών όπλων, υπηκόους του. 117) Ένα από τα ανωμαλώτεÏα χωÏία του Ξενοφώντος, ων την ανωμαλίαν ουδΠκαν σημειοί ο Πανταζίδης, μεταφÏασθÎν κατ' Îννοιαν μάλλον και ελευθÎÏως, ληφθεισών Ï…Ï€' όψει καί τινων εις αÏχαιότεÏα κείμενα παÏαλλαγών αυτοÏ. 118) Ή: Ï€Î¿Î»Ï Î±Î½ÏŽÏ„ÎµÏα πάσης της, ην είχες, κτηματικής πεÏιουσίας. 119) Κατά λÎξιν: = είναι μεν πλοÏσιος, υπαÏχόντων πολλών φίλων, είναι δε πλοÏσιος, και άλλων ακόμη επιθυμοÏντων να (του) γείνουν. 120) Ή: ότι εκείνον μόνον Ï€ÏÎπει να πεÏιβάλη τις διά της ευνοίας του. 121) ΤαÏτα ÎÏχονται εις αντίθεσην Ï€Ïος Ï„' ανωτÎÏω λεχθÎντα: ότι «υπολείπονται μάλιστα τον Ξενοφώντα οι στÏατιώται» 122) Ότι δηλ. «ηδÎως αν ίδοιεν, αυτόν (οι στÏατιώται) καταλευσθÎντα». Ίδε βιβλ. Ζ', κεφαλ. 6 §9. 123) Δηλαδή: γίνεσαι εμπόδιον — Το κείμενον Îχει: «αν μηδÎν άλλο, συ σαυτώ». 124) Ή: κ' ευθÏÏ‚ μόλις Îγεινε το Ï€Ïώτον εις τον τοίχον ÏŒÏυγμα. 125) ΠαÏ' αÏχαίοις «χÏήματα» λÎγονται συν τοις άλλοις, και τα βοσκήματα και ανδÏάποδα, σήμεÏον δε υπό των ποιμÎνων μας «πÏάμματα» ή, «πÏάτα» τα Ï€Ïόβατα, τα βώδια και τα γίδια. End of the Project Gutenberg EBook of Anabasis Volume 2 (of 2), by Xenophon *** END OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK 40061 ***